Γιατί γέρνει η δική μας PISA

2' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Περιοδική αποτύπωση της ελληνικής εκπαίδευσης προσφέρουν τα αποτελέσματα των Ελλήνων 15χρονων στον διαγωνισμό PISA του ΟΟΣΑ, ακόμη και εάν επικρίνεται από ορισμένους. Ο ανά τριετία διαγωνισμός –σε Κατανόηση Κειμένου, Μαθηματικά και Φυσικές Επιστήμες– ξεκίνησε το 2000, και στην καλύτερη περίπτωση η θέση της Ελλάδας ήταν μέτρια. Στις 8 Δεκεμβρίου 2016, εξαιτίας των, μία ακόμη φορά, μετριότατων αποτελεσμάτων που έφεραν οι Ελληνες μαθητές στον διαγωνισμό του 2015, ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου ζήτησε από τον πρόεδρο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής Γεράσιμο Κουζέλη να συγκροτήσει ειδική επιστημονική επιτροπή για μελέτη των αποτελεσμάτων. Eχουν περάσει πάνω από τέσσερις μήνες και τα πορίσματα της επιτροπής αγνοούνται.

Από το 2009 το ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ μελετά τα εκπαιδευτικά μεγέθη και η φετινή έκθεσή του αποτελεί επισκόπηση των στοιχείων της περιόδου 2001 – 2014. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι «οι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής όλων των μεγεθών της εκπαίδευσης από έτος σε έτος είναι μικροί. Πρόκειται για ρυθμούς συντήρησης και όχι δομικής αλλαγής του συστήματος», όπως λέει η έκθεση. Και αυτό καταγράφεται, είτε γίνονται διορισμοί είτε όχι, είτε υπάρχουν χρήματα είτε όχι.

Το συμπέρασμα που επαναβεβαιώνεται με κάθε ευκαιρία είναι ότι οι υπουργοί δηλώνουν εντυπωσιασμένοι από τα στοιχεία, ενδέχεται να ανακοινώσουν έναρξη διαλόγου προβληματισμού και μετά επιδίδονται στις υποσχέσεις των διορισμών, ακόμη και κόντρα στα στοιχεία. Για παράδειγμα ο Κώστας Γαβρόγλου, με αφορμή την αύξηση της μέσης ηλικίας των εκπαιδευτικών που έδειξε η έκθεση του ΚΑΝΕΠ, μίλησε για «απόλυτη προτεραιότητα που πρέπει να δώσουμε στους διορισμούς. Δεν κάνουμε διορισμούς για να πέσει ο μέσος όρος. Κάνουμε διορισμούς για να εδραιωθεί το εκπαιδευτικό σύστημα. Η θέση της κυβέρνησης είναι σαφέστατη, θα προχωρήσει σε διορισμούς».

Δεν αντιλέγω ότι απαιτούνται διορισμοί. Αλλωστε, σχεδόν 20.000 εκπαιδευτικοί προσλαμβάνονται ετησίως τον Οκτώβριο ως αναπληρωτές και απολύονται τον Ιούνιο (και άρα οιονεί αναπληρώνουν τον εαυτό τους). Ομως αυτό δεν επιβαρύνει ιδιαίτερα τα ηλικιακά δεδομένα. Σύμφωνα με τα στοιχεία («Κ» 4/2/2017) του αιρετού στο Κεντρικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Νεκτάριου Κορδή, οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί στα Γυμνάσια και Λύκεια έχουν μέσο όρο ηλικίας τα 48,8 χρόνια, ενώ ο μ.ό. πέφτει στα 48 χρόνια εάν προστεθούν οι αναπληρωτές με προϋπηρεσία. Η διαφορά των οκτώ μηνών κρίνεται σημαντική για να βελτιωθούν τα ποιοτικά μεγέθη της ελληνικής εκπαίδευσης; Μήπως η έλλειψη μονιμότητας περιορίζει την απόδοση των εκπαιδευτικών προς τους μαθητές τους; Και εάν ναι, γιατί η κατάσταση της εκπαίδευσης ήταν ίδια, ακόμη και τα χρόνια που πραγματοποιούνταν διορισμοί μονίμων; Ρητορικά ερωτήματα που ενισχύουν τα συμπεράσματα της έκθεσης του ΚΑΝΕΠ. Αλλα συνιστούν τις απόλυτες προτεραιότητες: στρατηγική, στοχευμένες παρεμβάσεις, με τα αποτελέσματα να έρχονται σε βάθος χρόνου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή