Τζόναθαν Τέπερμαν: Στην Ελλάδα η κρίση δεν οδήγησε σε υπέρβαση

Τζόναθαν Τέπερμαν: Στην Ελλάδα η κρίση δεν οδήγησε σε υπέρβαση

9' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε μια εποχή που η απαισιοδοξία, έχει γίνει της μόδας  ο Τζόναθαν Τέπερμαν αποφάσισε να κινηθεί ενάντια στο ρεύμα. Στο βιβλίο του, «Λύσεις Υπάρχουν», που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις «ΔιαΝΕΟσις», ο διευθυντής του περιοδικού Foreign Affairs εστιάζει σε δέκα περιπτώσεις χωρών που κατάφεραν να διαχειριστούν επιτυχώς ορισμένα από τα πιο δυσεπίλυτα προβλήματα των ημερών. Από τις πολιτικές κατά της φτώχειας και της ανισότητας του Λούλα στη Βραζιλία την περασμένη δεκαετία ώς την επίμαχη πολιτική εθνικής συμφιλίωσης του Πολ Καγκάμε στη Ρουάντα και την εκρίζωση της διαφθοράς στη Σιγκαπούρη, ο Τέπερμαν έχει αναζητήσει τους πολιτικούς που έκαναν τις αναγκαίες υπερβάσεις, αγνοώντας το πολιτικό κόστος και κατάφεραν να θέσουν υπό έλεγχο χρόνιες παθογένειες και να κλείσουν χαίνουσες πληγές. 

Οταν τον συναντώ, για πρωινό στην ταράτσα του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία» όπου διαμένει, ξεκινώ ρωτώντας τον για τη θεμελιώδη αντίφαση στην αντίληψη της πραγματικότητας σήμερα – μία αντίφαση που μοιάζει να διατρέχει και το δικό του βιβλίο (ο υπότιτλός του στα αγγλικά είναι «Πώς τα έθνη επιβιώνουν και ευημερούν σε έναν κόσμο σε παρακμή»): Ζούμε όντως σε χαλεπούς καιρούς, καταδικασμένοι σε αυξανόμενη ανασφάλεια (οικονομική και μη), θεσμική παράλυση, εξάλειψη της ιδιωτικότητας, συνεχή διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών; Ή μήπως το στίγμα των καιρών δίνουν ο εκδημοκρατισμός και η οικονομική ενδυνάμωση που επιφέρει η τεχνολογία, τα άλματα ανάπτυξης των αναδυόμενων οικονομιών καθώς ενσωματώνονται στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, οι θρίαμβοι της επιστήμης κατά ασθενειών που μέχρι πρότινος σκότωναν εκατομμύρια;

Ο Τέπερμαν δηλώνει «συγκρατημένα αισιόδοξος». «Η αναφορά στον “κόσμο σε παρακμή” απηχεί τη συμβατική σοφία. Χρησιμοποιώ όμως τη φράση με παιγνιώδη τρόπο, δεν την ασπάζομαι» εξηγεί. «Πιστεύω μάλιστα ότι είναι μία πολύ επικίνδυνη άποψη, καθώς ωθεί πάρα πολλούς ψηφοφόρους να απορρίπτουν τις συμβατικές επιλογές υπέρ ριζοσπαστών εκτός του πολιτικού κατεστημένου, που υπόσχονται ότι θα διαλύσουν το σύστημα».

Αυτή η δυσφορία απαντάται και στον αναπτυσσόμενο κόσμο ή είναι κυρίως ίδιον της κουρασμένης Δύσης; «Είναι κυρίως δυτικό φαινόμενο», επιβεβαιώνει. «Βλέπουμε την άνοδο εθνολαϊκιστών σε μέρη όπως οι Φιλιππίνες και η Ινδία, αλλά τα επίπεδα αισιοδοξίας και –ακόμα πιο ενδιαφέρον– η στήριξη για τη δημοκρατία παραμένουν πολύ υψηλότερα στις αναπτυσσόμενες χώρες από ό,τι στη Δύση. Η απαισιοδοξία για τη βιωσιμότητα της δημοκρατίας απαντάται σχεδόν αποκλειστικά σε δυτικές χώρες».

Η αποδοχή Τραμπ

Η κουβέντα οδηγείται, αναπόφευκτα, στον Ντόναλντ Τραμπ. Ο Τέπερμαν υπενθυμίζει ότι ο Τραμπ έχασε τη λαϊκή ψήφο και ότι έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην επικράτησή του η ρωσική κυβέρνηση και ο διευθυντής του FBI. «Ωστόσο», παραδέχεται, ο Τραμπ «είναι ιδιαίτερα ικανός χειριστής των ΜΜΕ», τον οποίον ψήφισαν «πάνω από 40 εκατομμύρια Αμερικανοί». Μάλιστα, προσθέτει, παρά τα «ιστορικά χαμηλά ποσοστά δημοτικότητάς του» σε αυτή τη φάση της  προεδρίας, εξακολουθεί να απολαμβάνει τη στήριξη του συντριπτικού ποσοστού των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων. 

Πρόκειται για Ρεπουμπλικανούς δύο ειδών, εξηγεί: «Tους πλούσιους, που επέλεξαν να αγνοήσουν τις διαφωνίες τους με τον Τραμπ σε θέματα όπως το εμπόριο και να τον στηρίξουν, κυρίως με την προσδοκία φοροαπαλλαγών· και τους λεγόμενους “αξιοθρήνητους” [deplorables, όπως τους είχε ατυχώς χαρακτηρίσει η Χίλαρι Κλίντον] – τη λευκή εργατική τάξη, πρώην εργαζόμενοι σε εργοστάσια, χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση, που βλέπουν τον τρόπο ζωής που είχαν συνηθίσει να εξαφανίζεται» .

Τι ρόλο έπαιξε ο ρατσισμός στην προσέλκυση αυτών των ψηφοφόρων από τον Τραμπ – και στην επέλαση των δεξιών λαϊκιστών στην Ευρώπη; «Ο ρατσισμός έπαιξε σίγουρα σημαντικό ρόλο στη νίκη του Τραμπ», απαντά ο Τέπερμαν, μνημονεύοντας τη δράση του στρατηγικού συμβούλου του Αμερικανού προέδρου, Στιβ Μπάνον. Οπως τονίζει, «ο Τραμπ εκπροσωπούσε ένα πακέτο από πικρίες» και «οι περισσότεροι ψηφοφόροι δεν ψήφιζαν με βάση ένα μόνο θέμα», ενώ «πολλά από τα ζητήματα που αναδείκνυε –το εμπόριο, η μετανάστευση– ήταν ταυτοχρόνως οικονομικά αλλά είχαν και ρατσιστικές προεκτάσεις». Ο ρατσισμός είναι εξίσου παρών στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά κινήματα, προσθέτει – «είναι μάλιστα πιο ορατός εκεί, λόγω της ιστορίας κινημάτων όπως το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία». 

Το κατεστημένο εξακολουθεί να αντιστέκεται στις αλλαγές

Το βιβλίο του Τέπερμαν στέκεται στις επιτυχίες της δημόσιας πολιτικής. Η Ελλάδα της τελευταίας δεκαετίας είναι ίσως το πιο τρανταχτό παράδειγμα αποτυχίας – μία κρίση που, σε διάρκεια και σε βάθος, δεν έχει όμοιά της μεταξύ ανεπτυγμένων χωρών εν καιρώ ειρήνης. Πώς το εξηγεί αυτό; 

Κατ’ αρχάς, παραδέχεται ότι δεν είναι ειδικός στο θέμα. «Αυτό όμως που βρίσκω πολύ ενδιαφέρον είναι ότι στην Ελλάδα, όπως και στις ΗΠΑ, έχει μεγάλη ευθύνη η πολιτική τάξη, που μοιάζει να εργάζεται σκληρά για να εξουδετερώσει τα πολλά πλεονεκτήματα της χώρας και της οικονομίας. Δεν έχουν βρεθεί οι πολιτικοί που θα προωθήσουν τις επώδυνες αλλά απαραίτητες μεταρρυθμίσεις». Και συνεχίζει: «Οταν κοιτάζω τις δέκα ιστορίες στο βιβλίο μου και αναζητώ τις κοινές θεματικές και τους κανόνες για την επίλυση προβλημάτων πολιτικής, καταλήγω σε τρία βασικά χαρακτηριστικά: κρίση, συμβιβασμός και θάρρος, σε συνδυασμό με διοικητική επάρκεια. Σε όλες τις περιπτώσεις που εξέτασα, η σωτηρία ήλθε σε μία στιγμή υπαρξιακού κινδύνου και αυτό δεν ήταν σύμπτωση. Οι περίοδοι κρίσης έχουν έναν τρόπο να εστιάζουν το μυαλό, τόσο των ψηφοφόρων όσο και των πολιτικών, και να επιτρέπουν την υπέρβαση των εμποδίων που μπλόκαραν την ανάληψη δράσης. Η Ελλάδα είχε την κρίση, η οποία όμως δεν οδήγησε σε υπέρβαση. Αυτό μας οδηγεί στα άλλα δύο “προαπαιτούμενα”. Οταν μιλάω για συμβιβασμό, εννοώ ότι όλοι οι πετυχημένοι ηγέτες που περιγράφω ήταν πραγματιστές – εξέταζαν τα πραγματικά δεδομένα, έψαχναν την καλύτερη εφικτή λύση και την εφάρμοζαν, αγνοώντας τις επιταγές του κόμματος, της ιδεολογίας, της παράδοσης. Ο αριστερός Λούλα, για παράδειγμα, στη μάχη του κατά της ανισότητας, έκλεψε την πολιτική της αντιπολίτευσης, η οποία την είχε δανειστεί από τον συντηρητικό Αμερικανό οικονομολόγο Μίλτον Φρίντμαν. Αυτό είναι κάτι που δεν βλέπουμε στην Ελλάδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε να υιοθετήσει πιο μετριοπαθείς πολιτικές όταν έγινε κυβέρνηση, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει διάθεση να παραμεριστεί η ιδεολογία και να κυβερνήσουν με συνειδητό πραγματισμό. Και φυσικά το κατεστημένο εξακολουθεί να αντιστέκεται στις αλλαγές. Φτάνουμε λοιπόν στο τρίτο κρίσιμο στοιχείο, αυτό του θάρρους: ο πραγματισμός συνεπάγεται το ρίσκο της αποξένωσης του ηγέτη από την κομματική του βάση και της σύγκρουσης με τα συμφέροντα, ενώ προϋποθέτει άνοιγμα προς την αντιπολίτευση και τη διάθεση λήψης μέτρων τα οφέλη των οποίων θα γίνουν αισθητά μετά την αποχώρηση εκείνου που τα θεσμοθέτησε από την εξουσία».

Τόσο απλά – και τόσο άπιαστα, στη χώρα που διαπρέπει πάνω από όλα στην επινόηση τρόπων να διχάζεται.

Η Ευρώπη, όπως ο υπόλοιπος ανεπτυγμένος κόσμος, γερνάει και πεθαίνει

Για τον αέρα της αισιοδοξίας που φυσάει τις τελευταίες εβδομάδες στην Ευρωζώνη, και που αναμενόταν να ενισχυθεί απόψε το βράδυ με τη νίκη του Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία, ο διευθυντής του Foreign Affairs έχει τις επιφυλάξεις. «Το Κέντρο δείχνει να βαστάει προς το παρόν», λέει. «Αλλά οι πολιτικοί συσχετισμοί αποτελούν σήμερα το μεγαλύτερο εμπόδιο στους αναγκαίους συμβιβασμούς που θα επιτρέψουν στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε. να προχωρήσουν μπροστά. Η Μέρκελ δυσκολεύεται να καταλήξει σε μία συμφωνία με την Ελλάδα γιατί θα χρειαστεί να κάνει κάποιες υποχωρήσεις, ακριβώς τη στιγμή που τα άκρα την κατηγορούν για υπερβολικά ήπια στάση». 

Ο Τέπερμαν σχολιάζει επίσης την πολυσυζητημένη απόφαση του ακροαριστερού υποψηφίου Ζαν-Λικ Μελανσόν στη Γαλλία να μην πάρει θέση μεταξύ του Μακρόν και της Μαρίν Λεπέν. Είναι «αποκαρδιωτικό και σκανδαλώδες», λέει. «Οπως και η στάση των υποστηρικτών της Τζιλ Στάιν [του Πράσινου Κόμματος] στις ΗΠΑ, που κόστισε στη Χίλαρι τις εκλογές. Οι άνθρωποι αυτοί βάζουν την ιδεολογική τους αγνότητα πάνω από τα συμφέροντα του έθνους. Και το επιχείρημά τους ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των υποψηφίων του Κέντρου και της Ακρας Δεξιάς –ότι δεν υπάρχει διαφορά, εν προκειμένω, μεταξύ του Μακρόν και της Λεπέν– είναι απόλυτη ανοησία, τρελαίνομαι όταν το ακούω!».

Το γεγονός ότι πολλοί αποδέχονται αυτό το επιχείρημα, ωστόσο, όπως παραδέχεται ο Τέπερμαν, είναι σημαντικό. «Δείχνει ότι υπάρχει πολύ μεγάλη δυσαρέσκεια με το κατεστημένο». Δεν είναι δικαιολογημένη η οργή του κόσμου; «Είναι», απαντάει, «αλλά ακόμα κι αν δεν ήταν, θα έπρεπε να την πάρει σοβαρά και να τη διαχειριστεί το πολιτικό σύστημα». Το πολιτικό κατεστημένο δεν το έχει κάνει αυτό τα τελευταία χρόνια, τονίζει, σε καμία από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. «Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ένας από τους λόγους που ο κόσμος είναι τόσο εξοργισμένος είναι ότι το κατεστημένο, ήδη από την εποχή του Μπιλ Κλίντον, είχε υποσχεθεί να τους προστατεύσει από όλες αυτές αποσταθεροποιητικές αλλαγές που προκαλούν η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική πρόοδος. Και δεν το έχει κάνει. Αν το είχε κάνει, δεν θα ήμαστε εδώ που είμαστε σήμερα». Ενα ζήτημα στο οποίο εστιάζουν οι εθνολαϊκιστές σε Ευρώπη και ΗΠΑ, ισχυριζόμενοι ότι εκφράζουν τη φωνή του λαού, είναι αυτό της μετανάστευσης. Τον ρωτάω αν δικαιολογείται σε κάποιο βαθμό η ανησυχία των Ευρωπαίων ότι η μαζική μετανάστευση, ιδιαίτερα μουσουλμάνων, αποτελεί ένα μακροπρόθεσμο κίνδυνο για τη συνοχή των κοινωνιών τους.

«Η Ευρώπη, όπως ο υπόλοιπος ανεπτυγμένος κόσμος, γερνάει και πεθαίνει. Η ανάπτυξη απαιτεί αύξηση της παραγωγικότητας, για την οποία χρειάζονται νέοι εργαζόμενοι. Αν η Ευρώπη δεν τους παράγει με τον παραδοσιακό τρόπο, γεννώντας μωρά, μπορεί να γίνει μόνο μέσω της μετανάστευσης. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους μετανάστες προέρχονται από μη δυτικές χώρες, όπου δεν έχει επικρατήσει η κουλτούρα του Διαφωτισμού, δεν είναι αναγκαστικά πρόβλημα. Το μεγάλο πρόβλημα που βλέπω είναι η αποτυχία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να ενσωματώσουν τους μετανάστες αυτούς στις κοινωνίες τους».

Το αμερικανικό μοντέλο

Ο Τέπερμαν αντιπαραθέτει την ευρωπαϊκή εμπειρία γκετοποίησης και κοινωνικού αποκλεισμού των μεταναστών με το βορειοαμερικανικό μοντέλο, που έχει υπάρξει πολύ πιο αποτελεσματικό στην αφομοίωση των νέων αφίξεων. Οι ΗΠΑ και ιδιαίτερα ο Καναδάς, ωστόσο, όπως αναγνωρίζει, έχουν το μεγάλο πλεονέκτημα «να μπορούν να ελέγχουν πολύ περισσότερο ποιοι εισέρχονται στις χώρες τους», και να επιλέγουν αυτούς των οποίων τα προσόντα είναι πιο πιθανό να τους μετατρέψουν σε παραγωγικά μέλη της οικονομίας.

Κλείνοντας, επιστρέφουμε στο βιβλίο του. Του εκφράζω τον προβληματισμό μου για το κατά πόσον τα διδάγματα των δέκα ιστοριών είναι εξαγώγιμα. Αλλωστε, το πρόβλημα δεν είναι τόσο η εξεύρεση της σωστής πολιτικής όσο η ανάδειξη του ηγέτη εκείνου που θα αγνοήσει τα ιδεολογικά, εκλογικά, κομματικά και άλλα εμπόδια που στέκονται στον δρόμο της εφαρμογής της. Πώς τον βρίσκεις αυτόν τον ηγέτη;

«Τα καλά νέα, κατά τη γνώμη μου, που προκύπτουν από το βιβλίο μου είναι ότι κανένας από τους ηγέτες τα επιτεύγματα των οποίων εξέτασα δεν ήταν υπερήρωας. Δεν με πείθει η θεωρία σύμφωνα με την οποία τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε είναι τόσο τερατώδη που απαιτούν έναν νέο Ρούζβελτ ή έναν Τσόρτσιλ για να επιλυθούν. Αλλά χρειάζεται τύχη, ώστε ο άνθρωπος που οι ψηφοφόροι θα αναδείξουν την κρίσιμη στιγμή της κρίσης, να έχει το θάρρος και τη διορατικότητα να κάνει τη σωστή επιλογή, αλλά και την επιδεξιότητα που απαιτείται για να διαχειριστεί πολιτικά τις συνέπειες των επώδυνων επιλογών του».

Η συνάντηση

Ο Τέπερμαν, λόγω τζετ λαγκ, είχε ήδη πάρει το πρωινό του όταν συναντηθήκαμε. Εγώ, ωστόσο, είχα ήδη παραδοθεί στα κελεύσματα του μπουφέ όταν με ενημέρωσε σχετικά. Το αποτέλεσμα ήταν κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας να καταβροχθίζω, με κάποια συστολή, τα αυγά μου (scrambled) με τα συνοδευτικά τους, ενώ εκείνος έπινε ασκητικά ένα τσάι με βότανα. Το κόστος, μαζί με έναν φρέσκο χυμό, ήταν 33 ευρώ.

Oι σταθμοί του

1971

Γεννιέται στο Γουίνδσορ του Οντάριο, στον Καναδά.

1993

Λαμβάνει πτυχίο Αγγλικής Φιλολογίας από το πανεπιστήμιο του Yale.

1994

Αναλαμβάνει ρόλο λογογράφου για τον Αμερικανό πρέσβη στην Ελβετία.

1997

Ολοκληρώνει μεταπτυχιακές σπουδές Νομικής στην Οξφόρδη και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.

1998

Προσλαμβάνεται από το Foreign Affairs.

2006

Παίρνει μεταγραφή στο Newsweek, όπου αναλαμβάνει καθήκοντα αναπληρωτή αρχισυντάκτη της διεθνούς έκδοσης. Στη δημοσιογραφική του καριέρα θα δημοσιεύσει κείμενα στους New York Times, στη Wall Street Journal, στην Washington Post και στο περιοδικό Atlantic.

2011

Επιστρέφει στο Foreign Affairs, στη θέση του διευθυντή.

2012

Αποκτά την αμερικανική υπηκοότητα, διατηρώντας παράλληλα την καναδική.

2016

Κυκλοφορεί το βιβλίο του «The Fix: How Nations Survive and Thrive in a World in Decline», που θα μεταφραστεί στα ελληνικά με τον τίτλο «Λύσεις Υπάρχουν».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή