Ένα τόσο κοντινό μέλλον

8' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κρίστιαν Χερνάντεζ 

«Τις επόμενες δεκαετίες θα “επαυξηθούμε” από την τεχνολογία»

Στέλεχος τεχνολογικών κολοσσών, ο Κρίστιαν Χερνάντεζ προβλέπει ποιος θα είναι ο επόμενος μεγάλος σταθμός της ψηφιακής επανάστασης. 

 

Ο Κρίστιαν Χερνάντεζ γνωρίζει καλύτερα από τους περισσότερους τι χρειάζεται για να καβαλήσει κανείς επιτυχώς το απρόβλεπτο κύμα της ψηφιακής επανάστασης. Συνιδρυτής και εκτελεστικός εταίρος του White Star Capital, ενός venture capital fund με έδρα το Λονδίνο, έχει στο παρελθόν υπάρξει στέλεχος της Microsoft, της Google και της Facebook. Με αφορμή τη συμμετοχή του στο TEDxAthens, το «Κ» επικοινώνησε μαζί του και είχαμε μια ζωηρή ηλεκτρονική συνομιλία.

Το θέμα της παρουσίασής του στο TED της Αθήνας θα είναι η ανάγκη μιας συζήτησης επί των ηθικών προεκτάσεων της ραγδαίας εξέλιξης της τεχνητής νοημοσύνης και της σχέσης ανθρώπου και μηχανών. «Η ιδέα της συγχώνευσης του βιολογικού με το ψηφιακό κυκλοφορεί εδώ και καιρό στους τεχνολογικούς κύκλους», λέει ο Χερνάντεζ. «Πράγματι, πιστεύω ότι τις επόμενες δεκαετίες το είδος μας, η ανθρωπότητα, θα “επαυξηθεί” από την τεχνολογία, μέσω της γενετικής μηχανικής, των προσθετικών μελών με τη συνδρομή ρομπότ ή της διασύνδεσης του εγκεφάλου με ηλεκτρονικούς υπολογιστές», τονίζει, και «πρέπει να αναλογιστούμε τι όροι και όρια θα τεθούν στους αλγόριθμους και στους χρήστες τους». 

Ποιο προϊόν ή υπηρεσία που είναι ανύπαρκτο ή σε εμβρυϊκό στάδιο σήμερα θα έχει κατακτήσει τον κόσμο σε δέκα χρόνια, όπως έγινε με τα έξυπνα κινητά μεταξύ του 2006 και του 2016; «Πιστεύω ότι η Επαυξημένη Πραγματικότητα [Augmented Reality] θα διαδοθεί ευρέως την επόμενη δεκαετία, καθώς αυξάνεται η ισχύς των επεξεργαστών, η μικροσκοπιοποίηση συσκευών που παρέχουν τέτοιες εμπειρίες και η νέα τάση των καταναλωτών να κοιτάζουν πάνω και γύρω τους, αντί για κάτω προς την οθόνη τους», απαντά. Ο συνομιλητής του «Κ» θεωρεί επίσης ότι θα εξελιχθούν ραγδαία και τα αυτόνομα οχήματα, αλλά ότι «δεν είναι πιθανή» η κυκλοφορία οχημάτων τύπου 5 (πλήρως αυτόνομων) στα επόμενα δέκα χρόνια λόγω της «περίπλοκης φύσης των αστικών περιοχών». 

Ανθρωποι και ρομπότ

Η τρέχουσα τεχνολογική επανάσταση θα καταστρέψει περισσότερες θέσεις εργασίας από όσες θα δημιουργήσει; «Είμαστε στο αρχικό στάδιο μιας από τις πιο σημαντικές περιόδους καινοτομίας στην ιστορία της ανθρωπότητας, με τρεις κινητήριες δυνάμεις: την ψηφιοποίηση και τη συνδεσιμότητα των πάντων γύρω μας, την τεράστια (και επιταχυνόμενη) εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης και τη νέα κατανόηση, και δυνατότητα τροποποίησης, του ανθρώπινου γονιδίου. Ορισμένοι κλάδοι θα εξαφανιστούν και αυτό θα προκαλέσει κοινωνικές εντάσεις». Τα «κρίσιμα ερωτήματα», συνεχίζει, είναι πώς θα στηριχτούν, μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος και του κοινωνικού κράτους, όσοι χάσουν τις δουλειές τους και «πώς θα εκπαιδεύσουμε τις μελλοντικές γενιές ώστε να είναι πιο ανθεκτικές απέναντι στις αλλαγές αυτές, καθώς ο ρυθμός τους θα επιταχύνεται». Θα δημιουργηθούν «εκατοντάδες νέα είδη εργασιών που θα προκύπτουν από τη στενή συνεργασία ανθρώπων και αλγορίθμων της τεχνητής νοημοσύνης ή ρομπότ». 

Πώς βλέπει τους πρωταγωνιστές της νέας εποχής – τις μεγάλες αμερικανικές εταιρείες που ηγούνται στις νέες τεχνολογίες; Κατ’ αρχάς, τονίζει, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον κινεζικό ανταγωνισμό: «Η Baidu, η Alibaba και η Tencent επενδύουν εξίσου πολύ με τους Αμερικανούς στις αναδυόμενες τεχνολογίες, αν όχι περισσότερο». Για τους κολοσσούς του αμερικανικού οικοσυστήματος, παρατηρεί ότι η Google, η Facebook και οι εταιρείες του Ίλον Μασκ έχουν εστιάσει «σε πολύ μεγάλο βαθμό στην επιτάχυνση της τεχνητής νοημοσύνης προς διαφορετικές κατευθύνσεις». Χαρακτηρίζει την Apple «μυστικοπαθή» και δηλώνει «φανατικός οπαδός» της Amazon, τόσο για την παγκόσμια κυριαρχία της στο ηλεκτρονικό εμπόριο όσο και για τις υπηρεσίες cloud που παρέχει για την ψηφιακή βοηθό της (Alexa). «Η μόνη για την οποία δεν είμαι σίγουρος είναι η Microsoft», παρατηρεί. Υπό τη νέα της ηγεσία καινοτομεί και πάλι, αλλά «δεν είναι όμως σαφές αν το επιχειρηματικό μοντέλο που κληρονόμησε, και το οποίο παραμένει πολύ κερδοφόρο, θα συμβάλει ή θα εμποδίσει τη στροφή της σε νέες πλατφόρμες». 

Πώς συγκρίνεται η ζωή του ως στελέχους ενός τεχνολογικού γίγαντα με την καθημερινότητα του επενδυτή που αναζητά τους επόμενους «μονόκερους» της ψηφιακής επανάστασης; «Είχα την τύχη στην καριέρα μου να εργαστώ σε μικρές και μεγάλες εταιρείες (και μικρές εταιρείες που έγιναν μεγάλες). Αυτό που έχω συνειδητοποιήσει είναι ότι το πάθος μου είναι η εκρηκτική περίοδος ανάπτυξης που βιώνουν οι εταιρείες στα αρχικά τους στάδια, ενώ δεν με ενδιαφέρουν –ούτε είμαι πολύ καλός– οι μηχανορραφίες που γίνονται μέρος του παιχνιδιού όταν φτάσουν σε ένα συγκεκριμένο μέγεθος, των 10.000 εργαζομένων περίπου». Η ζωή στη White Star, εξηγεί, «είναι πολύ παρόμοια με τον καιρό μου στο Facebook: πολλές συναντήσεις με ενθουσιώδεις επιχειρηματίες που αναζητούν τη στήριξή μου». Αυτό που διαφέρει, σημειώνει, είναι ο χρόνος μεταξύ της απόφασης και του αποτελέσματος, που είναι πολύ μεγαλύτερος στην περίπτωση του fund.  

Ο Χερνάντεζ γεννήθηκε στο Ελ Σαλβαδόρ και σπούδασε και εργάστηκε για πολλά χρόνια στις ΗΠΑ, αλλά ζει τα τελευταία χρόνια στην πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου. Τον ρωτήσαμε αν είναι αισιόδοξος ότι το Λονδίνο θα συνεχίσει να προσελκύει κορυφαία διεθνή ταλέντα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για το Brexit αλλά και αφού ολοκληρωθούν. «Η διαδικασία του Brexit θα έχει αντίκτυπο στο Λονδίνο ως κέντρο τεχνολογίας», παραδέχεται, «δεδομένου του βαθμού εξάρτησής του από ταλέντα ευρωπαϊκής προέλευσης και της αβεβαιότητας σχετικά με το τι μορφή θα πάρει η αποχώρηση από την Ε.Ε. και πόσο καιρό η αβεβαιότητα αυτή θα διαρκέσει».

 

Ντέιβιντ Πατρικαράκος

«Τα social media επέτρεψαν σε όλους να γίνουν ρεπόρτερ»

Έχοντας καλύψει με τα ρεπορτάζ του σημαντικές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Ντέιβιντ Πατρικαράκος εξηγεί  πώς οδηγηθήκαμε στην απαξίωση των μίντια.

 

Φλερτάρει με τα όρια σε όλη του την επαγγελματική σταδιοδρομία, κάνοντας ρεπορτάζ στη Μέση Ανατολή, στο Κονγκό, στον Κόλπο, στη Νότια Αμερική, στην Ελλάδα και στην Ανατολική Ουκρανία. Ο Ντέιβιντ Πατρικαράκος, γνωστός συγγραφέας και δημοσιογράφος-συνεργάτης μερικών από τις εγκυρότερες εκδόσεις παγκοσμίως (The New York Times, Financial Times, Wall Street Journal, Newsweek, Τhe Guardian, The Telegraph, The Independent, CNN), υπήρξε μάρτυρας ενώ γράφονταν σημαντικές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας, την ώρα που έκλειναν κεφάλαια προηγούμενων δεκαετιών. Είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε μαζί του λίγο πριν ταξιδέψει στην Αθήνα για να μιλήσει στο TEDx Athens. «Το ερώτημα είναι», μας είπε, «αν είμαστε στο χείλος του αγνώστου. Αυτό απασχολεί τη διεθνή πολιτική συζήτηση. Ο κόσμος μας χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, από έλλειψη εμπιστοσύνης στους παραδοσιακούς θεσμούς. Το συναίσθημα και όχι τα γεγονότα κυριαρχούν στις συζητήσεις, στην πολιτική, επηρεάζει ακόμα και εκλογικές αναμετρήσεις. Είμαστε λοιπόν ενώπιον κάτι νέου, εξελίσσεται η κοινωνία μας προς μια μετα-φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων; Μήπως επίσης πλησιάζουμε μια μετα-καπιταλιστική τάξη πραγμάτων με την αυτοματοποίηση της εργασίας;»

Έχετε καλύψει την ελληνική οικονομική κρίση. Πιστεύετε ότι η Ελλάδα είναι στο μεταίχμιο μιας νέας εποχής ή στο χείλος της καταστροφής;

Τίποτε από τα δύο. Θεωρώ ότι τα πράγματα πιθανότατα θα συνεχίσουν να είναι άσχημα, αλλά δεν προβλέπω μια καταστροφή. Δυστυχώς, γιατί όπως βλέπετε είμαι μισός Ελληνας, δεν βλέπω τα πράγματα να βελτιώνονται, όμως η Ελλάδα είναι Ελλάδα, θα έχει πάντα τον ήλιο, τη θάλασσα και τις παραλίες της, και ο τουρισμός θα είναι πάντα εκεί. Ίσως τα πράγματα γίνουν χειρότερα για κάποια χρόνια, αλλά δεν προβλέπω ότι θα ολισθήσει στην αναρχία.

Θα μπορούσε η αβεβαιότητα στην πολιτική, στην οικονομία, στις κοινωνίες να ωφελήσει θετικά την ανθρωπότητα, να την ωθήσει προς την πρόοδο;

Είναι πιθανόν, η αβεβαιότητα μπορεί, και έχει γίνει στο παρελθόν, να φέρει θετική αλλαγή, αλλά προς το παρόν λειτουργεί ανασταλτικά. Είδαμε την καμπάνια για το Brexit και είδαμε την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ με μια πολύ θυμωμένη και διχαστική πολιτική πλατφόρμα, με ξενοφοβικές, ρατσιστικές και σεξιστικές θέσεις. Ο κόσμος κατευθύνεται ολοταχώς προς το 1950, ο εθνικισμός έχει επιστρέψει, τείχη υψώνονται, φαίνεται ότι η νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων και η παγκοσμιοποίηση δέχονται επίθεση.

Πώς αισθάνεστε που είστε παρών όταν «γράφεται» η ιστορία;

Είναι μεγάλο προνόμιο, αλλά συχνά είναι και οδυνηρό. Έκανα μια περιοδεία στην Ελλάδα της κρίσης, δεν ήταν ευχάριστο. Βρέθηκα στον πόλεμο στην Ουκρανία, όπου ο Βλαντιμίρ Πούτιν εισέβαλε σε μια ξένη χώρα και έκλεψε ένα μέρος της. Το βιβλίο μου «War in 140 characters, how social media is reshaping conflict in the 21st century» προέκυψε από την εμπειρία μου στην Ουκρανία. Το να βλέπεις την ιστορία να «γράφεται», την επανάσταση στην τεχνολογία της ενημέρωσης, στον τρόπο που επικοινωνούμε, ερεθίζει το μυαλό και σε κάνει να σκέφτεσαι, και με αυτή την έννοια είναι κάτι θετικό.

Υπάρχουν περιορισμοί και όρια στην ενημέρωση;

Οι περιορισμοί που επιβάλλω στον εαυτό μου έχουν να κάνουν με την κοινή λογική, την ασφάλειά μου, δεν είναι φιλοσοφικοί ή ιδεολογικοί. Δεν με λογοκρίνουν και δεν αυτολογοκρίνομαι. Υπάρχουν φυσικά πληροφορίες που φτάνουν σε εμένα off the record και δεν τις δημοσιεύω, γιατί πρόκειται για ευαίσθητα στρατιωτικά δεδομένα ή σχετίζονται με ζητήματα ασφαλείας. Επίσης δεν αποκαλύπτω πληροφορίες που θα έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή των πηγών μου.

Τα social media, τα fake news, οι προσωπικές απόψεις μοιάζουν να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη περισσότερο από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης. Μπορούν τα μίντια να αντιδράσουν;

Υπάρχουν δύο θέματα: Τα social media επέτρεψαν σε όλους, με μηδενικό κόστος, να γίνουν ρεπόρτερ. Παλιότερα, για να πας στη Γάζα για ρεπορτάζ, θα χρειαζόσουν ολόκληρο συνεργείο που θα κόστιζε χιλιάδες ευρώ· τώρα χρειάζεσαι ένα smartphone. Αυτό σημαίνει ότι, αντί να απευθύνονται οι New York Times, ο Guardian ή η Καθημερινή σε εκατομμύρια ανθρώπους, εκατομμύρια άνθρωποι απευθύνονται σε εκατομμύρια ανθρώπους. Βέβαια, όσοι ισχυρίζονται ότι τα social media είναι η απόλυτη δημοκρατία κάνουν λάθος, γιατί ιεραρχίες υπάρχουν και εκεί. Κάποιος που ακολουθείται από 20 ανθρώπους δεν έχει την αξιοπιστία που έχει το BBC με τα εκατομμύρια ακολούθους. Το άλλο θέμα είναι ότι από την αρχή του αιώνα η Δύση έχει δει τους μεγαλύτερους θεσμούς της να απαξιώνονται συστηματικά. Στην αρχή απαξιώθηκαν οι πολιτικοί, μετά οι τραπεζίτες και το τραπεζικό σύστημα, οι υπηρεσίες ασφαλείας και ταυτόχρονα με όλα αυτά άρχισε να χάνεται και η αξιοπιστία των μίντια. Νομίζω ότι η απαξίωση των μίντια είναι συνδεδεμένη με την απαξίωση των άλλων θεσμών. Η πίεση είναι μεγάλη, αλλά τα μίντια μπορούν να ανακάμψουν. Ακούμε για τον θάνατό τους εδώ και πολλά χρόνια, αλλά είναι ακόμα ζωντανά.

Βρίσκονται και αυτά στο όριο, λοιπόν.

Απόλυτα. Τα περισσότερα μίντια χάνουν χρήματα αυτή τη στιγμή. Μέχρι να βρεθεί ένα βιώσιμο μοντέλο γι’ αυτά, θα είναι στα όρια. Νομίζω πως είναι προφανές ότι τελικά όλες οι εφημερίδες θα υπάρχουν on line. Προς το παρόν προσπαθούν απεγνωσμένα να πιάσουν τον παλμό της νέας πραγματικότητας. Όλοι προσπαθούν να σε κάνουν να κλικάρεις στα άρθρα τους. ■

 

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή