Οι μηνύσεις είναι κινήσεις φανατισμού

Οι μηνύσεις είναι κινήσεις φανατισμού

6' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Σώτη Τριανταφύλλου δεν είναι μόνον τα βιβλία της· είναι και η δημόσια παρουσία της, η οποία έχει προκαλέσει μύριες όσες αντιδράσεις, υπέρ και εναντίον της. Μοιάζει να μην την απασχολεί αυτό το μικροαστικό «τι θα πει ο κόσμος;», κυρίως διότι αυτόν τον κόσμο τον ξέρει καλά· έτσι κι αλλιώς, τον έχει πολλάκις περιλάβει.

Στα «Αστραφτερά πεδία» δεν το απέφυγε αυτό – είναι η ίδια που αγαπάει τόσο πολύ τη ζωή, που δεν αντέχει να τη βλέπει να καταρρέει από έλλειψη απλής σωφροσύνης. Κι ας το πληρώνει πού και πού, όπως συνέβη τις προηγούμενες ημέρες –αλλά και στο παρελθόν– οπότε τον γύρο της έντυπης και ηλεκτρονικής ειδησεογραφίας έκανε η αγωγή που κατέθεσε ο Παναγιώτης Δημητράς, εκ μέρους του Racist Crimes Watch. Στις 21 Ιουλίου, θα αναγκαστεί να εμφανιστεί στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών για «υποκίνηση ισλαμοφοβικής βίας».

«Προτείνω να ηρεμήσουμε και να στοχαστούμε σχετικά με την ελευθερία του λόγου και τα όριά της», σχολίασε η ίδια στην «Κ». «Οι μηνύσεις είναι κινήσεις φανατισμού, φθόνου και κοινωνικού μίσους. Οσο για μένα, δεν έχω να απολογηθώ για τίποτα. Αν έχω παραβιάσει τη νομιμότητα, θα αποδειχθεί στις ακροαματικές διαδικασίες και, εν τέλει, στο δικαστήριο. Αλλά η γνώμη μου παραμένει η εξής: δεν πρόκειται για επιδίωξη απόδοσης δικαιοσύνης· πρόκειται για απόπειρα λιντσαρίσματος. Δεν είναι η πρώτη φορά, δεν θα είναι, φοβάμαι, η τελευταία. Επαναλαμβάνω λοιπόν: ψυχραιμία και στοχασμός γύρω από τους εχθρούς της δημοκρατίας που ανέχονται μόνο τη δική τους γνώμη και μόνο το δικό τους γέλιο».

Αφορμή της κουβέντας, όμως, δεν ήταν η δίωξη εναντίον της. Ηταν τα «Αστραφτερά πεδία», που λίγους μήνες πριν κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Πατάκη. «Στα “Αστραφτερά πεδία” συντίθεται ένας κόσμος, ο δικός μου, που τον έχω μοιραστεί με νεκρούς και τον μοιράζομαι με ζωντανούς», μας λέει η Σώτη Τριανταφύλλου.

Είναι το δεύτερο βιβλίο της που τα έχει «όλα»: διηγήματα, ιστορία, πολιτική, μουσική – και ανθρώπους, ζώντες και τεθνεώτες. Το πρώτο ήταν, το 2008, «Ο χρόνος πάλι» (εκδ. Πατάκη). «Θα μπορούσα να γράψω κι άλλα τέτοια βιβλία, με σκέψεις και αποσπάσματα μυθοπλασίας. Πρόκειται τόσο για βιβλία ενός αναγνώστη όσο και ενός συγγραφέα. Παραλλήλως, είναι μια ευκαιρία αυτοβιογραφίας διότι, γενικά μιλώντας, δεν γράφω για τον εαυτό μου στα μυθιστορήματα. Η autofiction, η λογοτεχνίζουσα αυτοανάλυση, μου προξενεί φρίκη», λέει η ίδια.

Τα δοκίμια, τα διηγήματα και τα αυτοβιογραφικά της αφηγήματα στα «Αστραφτερά πεδία» συνδιαλέγονται μεταξύ τους, ακόμη κι όταν αυτό είναι δύσκολο να το αντιληφθείς με την πρώτη ανάγνωση. Αλλωστε, ο λόγος, γραπτός και προφορικός, της Σώτης Τριανταφύλλου είναι ένα συνονθύλευμα καταιγίδας και σαφήνειας. Η ίδια, όμως, όπως μαρτυρεί επιμένοντας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της, συνομιλεί με όσα και όσους χάθηκαν και με το μέλλον. «Λέμε ότι οι νεκροί δεδικαίωνται, αλλά ούτε ισχύει ούτε είναι σωστό. Μέσα από τη γραφή, μέσα από τη λογοτεχνία, τους βλέπουμε καθαρότερα και ψυχρότερα. Η λογοτεχνία δεν είναι εν θερμώ αφήγηση, λίβελοι και κραυγές για τη δυστυχία και την απώλεια – τουλάχιστον όπως τη βλέπω εγώ. Είναι ένας επεξεργασμένος τρόπος να βλέπεις τον κόσμο, τη ζωή και τον θάνατο», λέει στην «Κ».

Η συγγραφέας και ιστορικός έφυγε από τα Εξάρχεια και πήγε όχι «όπισθεν Χίλτον», έμπροσθεν. Ανήκει σε εκείνους που, μέσα στην κρίση, δεν «ριζοσπαστικοποιήθηκαν» προς τα αριστερά, αλλά κατηγορήθηκαν ότι αυτό συνέβη προς τα δεξιά. «Δεν έμενα στα Εξάρχεια επειδή ήμουν μέρος της εξαρχειώτικης κουλτούρας. Εμενα επειδή οι γονείς μου είχαν την καλοσύνη να μου χαρίσουν ένα υπέροχο διαμέρισμα που ήταν κάποτε το διπλό ιατρείο τους. Οταν η συνοικία εξέπεσε ακόμα περισσότερο, ήταν φυσικό να φύγω. Είχα πολύ κακή γνώμη για τους κατοίκους των Εξαρχείων: πιστεύω ότι ευθύνονται για το επιλεγόμενο “άβατο”, ότι ανέχτηκαν την ανομία και εξοστράκιζαν όποιον (σαν εμένα) καλούσε την αστυνομία και έκανε αυτά που πρέπει να κάνει κάθε πολίτης. Οσο για την πολιτική, ήμουν και είμαι αυτή που είμαι. Αν Δεξιά σημαίνει σεβασμός στους νόμους, πολιτική αρετή, παιδεία, καθαρή πόλη, δικαιοσύνη για όλους, αριστεία, ελεύθερη οικονομία, ευρωπαϊκή ιδέα, τότε όσοι πιστεύουμε σε αυτά είμαστε απλούστατα δεξιοί. Πάντως, δεν είχα, ούτε έχω κάποια κομματική ταυτότητα. Αν διαβάσετε ένα  άρθρο στο περιοδικό “Αντί” τον Ιανουάριο του 1990 με τίτλο “Η ανεπανόρθωτη ενοχή της Αριστεράς”, θα δείτε ότι, αν και δεν είχα κομματική ταυτότητα, ήμουν εναντίον των αριστερών ψευτοϊδεών. Το άρθρο ήταν πολύ σκληρότερο όταν το έδωσα για δημοσίευση  στο “Αντί”, αλλά ο αρχισυντάκτης το διασκεύασε για να μπορέσει να το δημοσιεύσει.

Mερικές λύσεις θα έρθουν από εμάς

Συνεχίζει η Σώτη Τριανταφύλλου: «Θέλω να πω με όλα τούτα ότι η Αριστερά έχει μακρά εγκληματική ιστορία και ότι ο φιλελευθερισμός, τα διαφορετικά του ρεύματα, ήταν, στην ουσία, η πρωτοπορία ακόμα και σε πεδία που θεωρούνται “αριστερά”, όπως ο συνδικαλισμός και ο φεμινισμός. Ωστόσο, η αριστερή μυθολογία έχει αντικαταστήσει την επιστήμη της Ιστορίας. Τέλος, σημειώνω: όχι “όπισθεν Χίλτον”, έμπροσθεν! Ωραία θα ήταν να μένω “εντός Χίλτον”: έχω μια ολόκληρη θεωρία περί διαμονής σε ξενοδοχεία, αν και, φυσικά, όχι σε ξενοδοχεία πέντε αστέρων», αναφέρει με μια ανάσα.

Η κουβέντα για τα Εξάρχεια αποτελεί υπενθύμιση: στην πλειονότητα του έργου της, οι πόλεις δεν είναι ένα απλό αφηγηματικό σκηνικό, μεταφέροντας απλώς μια αίσθηση· οι πόλεις –η Αθήνα, το Παρίσι, η Νέα Υόρκη, οι μητροπόλεις του κόσμου– είναι πανταχού παρούσες και στα «Αστραφτερά πεδία» λάμπουν κι εκείνες. Είναι μία, κατά τεκμήριον, urban explorer. «Οι πόλεις κινούνται προς τη γενική gentrification, τις αναπλάσεις και την πρασινοποίηση. Καλά είναι αυτά, αλλά, κυρίως, πρέπει να διατηρηθεί η παραδοσιακή γειτονιά που αποτελεί το κύτταρο της πόλης και δημιουργεί, μεταξύ άλλων, περιβάλλον ασφάλειας. Η Αθήνα έχει μείνει πίσω σε όλα, όχι μόνο για οικονομικούς λόγους, αλλά επειδή οι πολίτες δεν έχουν μητροπολιτική συμπεριφορά. Είμαι απογοητευμένη και από τους θεσμούς: πολλά προβλήματα του άστεως θα μπορούσαν να λυθούν αν εφαρμόζονταν οι νόμοι. Χθες, είδα μία ειδοποίηση του δήμου στο τζάμι ενός εγκαταλελειμμένου αυτοκινήτου και χάρηκα: να, σκέφτηκα, κάτι λειτουργεί, ένας υπάλληλος του δήμου εντοπίζει τα άχρηστα αυτοκίνητα… Εχουν μειωθεί οι προσδοκίες μου από τους θεσμούς και χαίρομαι με το μίνιμουμ», σημειώνει στην «Κ».

Ροκ και Κυριάκος

Το ζήτημα που αναπόφευκτα προκύπτει στην κουβέντα μας είναι η περυσινή βράβευση του Μπομπ Ντίλαν με το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Η Σώτη Τριανταφύλλου είναι κάτι σαν γκουρού του ροκ-εν-ρολ, της μουσικής που θέλει το σώμα σε εγρήγορση. «Δυσπιστώ μπροστά στη στροφή στη λαϊκή κουλτούρα. Στο Παρίσι έχουμε πλατεία Νταλιντά, oδό Σινιορέ-Μοντάν κ.τ.λ. Πιθανώς, το Νομπέλ στον Μπομπ Ντίλαν εντάσσεται σε αυτή την κίνηση από την υψηλή, από τη high brow, ας πούμε, κουλτούρα, στη λιγότερο high brow. Η “γενιά” μου ήταν, όπως όλες οι γενιές, ένα ευρύ φάσμα: πρεζάκια της ηρωίνης, πρεζάκια της πολιτικής, πρεζάκια του ροκ-εν-ρολ. Πρεζάκια! Ο Μπομπ Ντίλαν αποτελούσε σημείο συνάντησης: ακόμα και οι κνίτες, που τραγουδούσαν ύμνους του ΕΛΑΣ, παραδέχονταν τον Μπομπ Ντίλαν – τον θεωρούσαν ελαφρώς αριστερό. Και μας επέτρεπαν να ακούμε “τραγούδια διαμαρτυρίας”. Οπότε, φαντάζομαι, ότι όλοι είναι ευχαριστημένοι με αυτό το Νομπέλ. Εκτός από τον ίδιο τον Ντίλαν, που δεν φάνηκε να ενθουσιάζεται».

Η Σώτη Τριανταφύλλου, όσο περνούν τα χρόνια και οι λέξεις, μοιάζει όλο και πιο ανυποχώρητη στις απόψεις της – μια σιγουριά που τη δικαιούται. Δεν λούφαξε, κατά το κοινώς λεγόμενον, ποτέ, δεν παραδόθηκε στον λαϊκισμό του best seller, στον θόρυβο που προκαλούν τα λυρικά, μεγαλόστομα χαϊδέματα του κοινού. Εχει κάνει επανειλημμένως την ανατομία της πολυπολιτισμικότητας, του ισλαμοφασισμού, της φασιστικής Αριστεράς, χωρίς αυτολογοκρισία· υπάρχει, άραγε, κόστος όταν μιλάει ένα διανοούμενος, ένας άνθρωπος της σκέψης και της τέχνης τόσο ανοιχτά; «Δεν ξέρω. Δεν συμμετέχω στο ξεμάλλιασμα. Κάνω αυτό που πιστεύω ότι είναι σωστό», καταλήγει.

Προτού την αφήσουμε όμως, της θέτουμε μια τελευταία ερώτηση:

– Ο Θ. Πάγκαλος κάλεσε, προ μηνών μέσω της «Κ», σε έναν Εθνικό Δημοκρατικό Συναγερμό υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο Μητσοτάκης είναι η μόνη εναλλακτική; Κι αν είναι, είναι καλό που η εναλλακτική μας συνοψίζεται στο πρόσωπό του;

– Ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται μεταρρυθμιστής, αλλά δεν είναι τόσο καινούργιος. Τι έκανε μέχρι τώρα; Προσπαθούσε μέσα στο κόμμα του ή είχε εγκαταλειφθεί στο κατεστημένο; Αν η μοναδική μας εναλλακτική είναι ένα παλιό κόμμα σαν τη Νέα Δημοκρατία, είμαστε αξιοθρήνητοι. Μακάρι να διαψευστώ και η Νέα Δημοκρατία να εξελιχθεί σε κεντρώο κόμμα με διαφορετικές φωνές στο εσωτερικό της και με αξιοπρεπή ευρωπαϊκή, εκσυγχρονιστική πολιτική. Θα περιμένω. Επαναλαμβάνω, πάντως, ότι μερικές λύσεις θα έρθουν από εμάς, τους πολίτες, όχι από τα κόμματα.

​​Το τελευταίο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου είναι τα «Αστραφτερά πεδία», εκδ. Πατάκη, σελ. 517.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή