Η Σώτη των φαντασιώσεων

1' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχα πιάσει την πρώτη μου δουλειά στη βιβλιολογική επιθεώρηση «Διαβάζω». Μεταξύ των άλλων, λάμβανα από πρακτορείο τις αποδελτιώσεις που αφορούσαν σε θέματα του βιβλίου και θυμάμαι πόσο συχνά έπεφτα πάνω στο όνομα της Σώτης Τριανταφύλλου. Ηταν η εποχή των μεγάλων της επιτυχιών, με μυθιστορήματα όπως, «Αύριο, μια άλλη χώρα», «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης», «Υπόγειος ουρανός», λίγο αργότερα ήρθε η «Φτωχή Μαργκό» και το 2004 το μεγάλο της «χιτ», το «Εργοστάσιο των μολυβιών» κ.ά. Πραγματικά, το όνομα και η φιγούρα της Σώτης παρήλαυναν όχι μόνον σε ένθετα βιβλίου αλλά και στα –πολλά τότε– γκλόσι γυναικεία περιοδικά. Τόσο η διανόηση όσο και το lifestyle αγαπούσαν τη Σώτη. Για την ακρίβεια, όλοι αγαπούσαν τη Σώτη. Ηταν «τυπού», «ροκού», «αιώνια έφηβη», κοσμοπολίτισσα, έγραφε για το σινεμά, έγραφε για την κουλτούρα των μητροπόλεων, μετέφραζε περίπου τα πάντα – έμενε και στα Εξάρχεια, ψηλά στη Στουρνάρη, κοντά στην πλατεία.

Μια φορά ανέλαβα να της πάω ένα τεύχος του «Διαβάζω» από τα γραφεία του στην Ανδρέα Μεταξά. Πρόσεξα τον πίνακα ανακοινώσεων στην είσοδο της πολυκατοικίας: η Σώτη ήταν και διαχειρίστρια (!). Η στερεοτυπική σκέψη ήθελε μια «ροκού» να μην ασχολείται με τα κοινόχρηστα. Και όμως, κλεισμένη στο διαμέρισμά της στα Εξάρχεια, η Σώτη εργαζόταν με μια ατσάλινη αυτοπειθαρχία από νωρίς το πρωί. Ζούσε, κυριολεκτικά, και αποκλειστικά, από τη γραφίδα της. Δεν έλαβε ποτέ καμία δημόσια θέση, δεν μπήκε σε πολιτιστικές πρωτεύουσες και επιτροπές υπουργείων, δεν προσκολλήθηκε σε υπουργούς. Ηταν, και παραμένει, γραφιάς με σπάνιο ήθος επαγγελματισμού και ακάματη εργατικότητα. Παραμένει επίσης σοβαρή δίχως ίχνος πόζας και σοβαροφάνειας.

Κανένας, ωστόσο, δεν έδωσε σημασία σε αυτή τη Σώτη, της αφοσίωσης στη δουλειά της, του βιοπορισμού αν θέλετε (διότι κάτι τέτοιο δεν είναι «σέξι»), αλλά σε μιαν άλλη «Σώτη», σε ένα προϊόν συλλογικής φαντασίωσης: η Σώτη υπήρχε μόνον ως ρέμπελη αριστερή Εξαρχειώτισσα ροκενρόλερ. Αρα, είναι «δικό μας παιδί».

Αυτά τα γραφικά κράτησαν έως τον Δεκέμβριο του 2008, όταν η «ροκενρόλερ» δεν είδε καμία λυρική επανάσταση και δεν χαρίστηκε σε κανένα φετίχ της Αριστεράς. Κάπου εκεί ξεκίνησαν τα γιαουρτώματα και γενικώς η χολή. Μετά δε και τα μνημόνια και τα διάφορα ισλαμικά θέματα, η Σώτη δαιμονοποιήθηκε, «ποινικοποιήθηκε». Βάζω τη λέξη σε εισαγωγικά και χαμογελάω για την ειρωνεία του πράγματος: εδώ και λίγες εβδομάδες, η γνώμη της τείνει να ποινικοποιηθεί και επισήμως πλέον. Στη δικομανή Ελλάδα (όπου οι δίκες τραβάνε για χρόνια) δεν θα έπρεπε κάτι τέτοιο να εκπλήσσει κανέναν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή