Αποψη: Λαϊκισμός, capital controls και «χρηματοοικονομική καταστολή»

Αποψη: Λαϊκισμός, capital controls και «χρηματοοικονομική καταστολή»

5' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ε​​να θέμα που έχει απασχολήσει αρκετά τη δημοσιότητα είναι η κατασκευή τοίχων ώστε να αποτραπεί η μετανάστευση, ειδικά στις ΗΠΑ μετά τις πρόσφατες εκλογές. Υπάρχει όμως ένα άλλο είδος τοίχου, ίσως πιο σημαντικό, που έχει επιστρέψει στην επικαιρότητα. Πρόκειται για τους περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίων, τα περίφημα capital controls, που επανεμφανίζονται ως ένα μακροοικονομικό εργαλείο με στόχο να διορθωθούν ανισορροπίες που δημιουργήθηκαν μετά την κρίση του 2008.

Η μακροοικονομική «ορθοδοξία» έχει μεταβάλει τη στάση της αρκετές φορές όσον αφορά τη χρήση των capital controls. Στο σύστημα που σχεδιάστηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Bretton -Woods), οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων είχαν κεντρικό ρόλο σε ένα ασφυκτικό ρυθμιστικό πλαίσιο του χρηματοοικονομικού συστήματος. Αυτοί οι περιορισμοί συνέβαλαν σε μία απότομη μείωση των κρατικών χρεών, κυρίως μέσω των αρνητικών πραγματικών επιτοκίων.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μια πιo φιλελεύθερη οικονομική προσέγγιση εκτόπισε το σύστημα του Bretton – Woods. Τα capital controls θεωρήθηκαν αντιπαραγωγικά και αναποτελεσματικά, καταργήθηκαν και εξελίχθηκαν σε θέμα ταμπού.

Σήμερα, έπειτα από τέσσερις δεκαετίες «παγκοσμιοποίησης», είναι πλέον εμφανές πως αυτή η πολιτική επέφερε παγκόσμια ανάπτυξη με εκθετικό ρυθμό, ενώ οι συνθήκες ακραίας φτώχειας μειώθηκαν κατακόρυφα. Παρ’ όλα αυτά, οι επικριτές της ισχυρίζονται πως επέφερε μια τεράστια αύξηση του χρέους, την αποβιομηχανοποίηση των αναπτυγμένων οικονομιών και σημαντική οικονομική ανισότητα.

Η τάση απελευθέρωσης της κίνησης κεφαλαίων επεκτάθηκε στις αναδυόμενες οικονομίες, προσελκύοντας σημαντικές εισροές κεφαλαίων οι οποίες δημιούργησαν μια φούσκα χρέους, ειδικά στην Ασία. Το 1997 αυτή η φούσκα έσκασε και το ΔΝΤ, ακολουθώντας την «ορθόδοξη» οικονομική πολιτική της εποχής, απαίτησε ακόμα περισσότερη ελευθερία στην κίνηση κεφαλαίων. Αυτή η κίνηση επικρίθηκε ευρέως, εφόσον χώρες που διατήρησαν κάποιας μορφής περιορισμό στην κίνηση κεφαλαίων (Κίνα, Ινδία και Μαλαισία) βγήκαν από την κρίση χωρίς μεγάλες απώλειες.

Η κρίση του 2008 οδήγησε σε σκληρή κριτική ως προς το νεοφιλελεύθερο αφήγημα και ενίσχυσε τις φωνές κατά της ανεξέλεγκτης κίνησης κεφαλαίων. Τη χρονιά εκείνη, η Ισλανδία επέβαλε αυστηρά capital controls για να ξεπεράσει την τραπεζική κρίση που κλόνισε την οικονομία της.

Το σκηνικό της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη ήταν αρκετά οικείο για τους επενδυτές σε αναδυόμενες οικονομίες. Χώρες με ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες πρέπει να θυσιάσουν την ανεξαρτησία χάραξης της νομισματικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο. Οι αδύναμες χώρες της περιφέρειας υποχρεώθηκαν να υποστούν τη σφιχτή νομισματική πολιτική του κέντρου για να παραμείνουν στη νομισματική ένωση.

Οι φόβοι για μια πιθανή έξοδο από το ευρώ οδήγησαν σε φυγή καταθέσεων από την περιφέρεια προς τον πυρήνα της Ευρωζώνης. Με τη Γερμανία να έχει πλεονάσματα έναντι της ευρωπαϊκής περιφέρειας, η γερμανική κεντρική τράπεζα συσσώρευσε απαιτήσεις ύψους 754,3 δισ. ευρώ έναντι των κεντρικών τραπεζών των ελλειμματικών της εταίρων. Μία πιθανή πτώχευση αυτών των χωρών θα οδηγούσε στην κατάρρευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως είναι αδύνατο να φύγει μία χώρα από το ευρώ – γιατί τα ευρώ φεύγουν πρώτα.

Ακριβώς αυτό έγινε στις περιπτώσεις Κύπρου και Ελλάδας. Η Κύπρος αναγκάστηκε να επιβάλει αυστηρά capital controls –σε αντίθεση με τους κανόνες της νομισματικής ένωσης– για να προστατεύσει το τραπεζικό της σύστημα που κατέρρεε. Η Ελλάδα θα ακολουθούσε το καλοκαίρι του 2015, μετά την απόφαση της κυβέρνησης για δημοψήφισμα.

Τα σημαντικά μεγέθη χρέους που δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα της κρίσης του 2008 αποτελούν σοβαρή απειλή για την παγκόσμια οικονομία. Η αρχική σκέψη (ή ελπίδα) πως η μελλοντική ανάπτυξη θα μείωνε σταδιακά τα επίπεδα της υπερχρέωσης αποδείχθηκε αφελής. Από την άλλη, χώρες που προσπάθησαν να μειώσουν τα χρέη τους μέσω της λιτότητας, όπως η Ελλάδα, γνώρισαν ένα κύμα πολιτικών αναταραχών και οικονομικής ύφεσης που απλώς διαιώνισε το πρόβλημα. Οι περιπτώσεις πτωχεύσεων ή αναδιαρθρώσεων συνοδεύτηκαν από σημαντικές οικονομικές υφέσεις. Οι μόνοι τρόποι που απομένουν ώστε να μειωθεί ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ είναι είτε μέσα από μια απότομη εμφάνιση πληθωριστικών τάσεων ή μέσα από την επιβολή αυστηρών κανόνων ώστε να δημιουργηθούν δεσμευμένοι εγχώριοι αγοραστές για το κρατικό χρέος, σε συνδυασμό με μία ελαφρά δόση πληθωρισμού – αυτό που ονομάζεται «χρηματοοικονομική καταστολή».

Ο όρος αυτός, των οικονομολόγων του Stanford,Shaw και McKinnon, σχετίζεται με πολιτικές κάτω από τις οποίες η κυβέρνηση μεταφέρει πλούτο από των ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα, με την πρόθεση τo κράτος να έχει πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό. Ο τρόπος είναι σχετικά απλός: Τεχνητά χαμηλά ονομαστικά επιτόκια, σε συνδυασμό με ήπιο πληθωρισμό, οδηγούν στη μείωση της πραγματικής αξίας του δημοσίου χρέους. Οι κύριες πολιτικές για να επιτευχθεί αυτό είναι: επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, συναλλαγματικοί περιορισμοί ώστε να δημιουργηθεί μία «δεσμευμένη» αγορά δημοσίου χρέους και ισχυρή παρέμβαση στο τραπεζικό σύστημα.

Η επιλογή της ρευστοποίησης χρέους μέσω της «χρηματοοικονομικής καταστολής» μπορεί να ακούγεται ελκυστική ξανά. Με το παγκόσμιο χρέος ως προς το ΑΕΠ να αγγίζει το 300%, και την παγκόσμια ανάπτυξη σε ασθενή επίπεδα, μια πιο ριζοσπαστική αντιμετώπιση μπορεί να επιχειρηθεί.

Η Ελλάδα προσφέρει μια εικόνα για το πώς αυτές οι πολιτικές μπορούν να εφαρμοστούν: παρά το ότι η Ελλάδα συμμετείχε στην Ευρωζώνη, επέβαλε αυστηρά capital controls για να αποφευχθεί η φυγή καταθέσεων. Αυτό δημιούργησε μία «δεσμευμένη» αγορά για τους αποταμιευτές και οι ελληνικές επιχειρήσεις άρχισαν να εκδίδουν ομόλογα με επιτόκια χαμηλότερα από αυτά του ελληνικού Δημοσίου. Οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι στην ουσία ακόμα αποκλεισμένες από τις αγορές χρέους, οπότε αναγκάζονται να χρηματοδοτηθούν στην εγχώρια αγορά. Τα ελληνικά νοικοκυριά επίσης δεν έχουν πρόσβαση σε πίστωση: το τραπεζικό σύστημα δεν παρέχει ρευστότητα, δεδομένων της φυγής καταθέσεων και των capital controls. Τελικά, οι εγχώριοι αποταμιευτές θα αναγκαστούν να επενδύσουν σε κρατικό ή άλλο εγχώριο χρέος που θα αποδίδει ελάχιστα.

Με την άνοδο εσωστρεφών πολιτικών σχεδόν σε όλη την υφήλιο και τις ακραίες οικονομικές πολιτικές μετά το 2008, ένα καθεστώς «χρηματοοικονομικής καταστολής» θα μπορούσε να είναι η απάντηση στην επόμενη κρίση. Οι λαϊκιστές πολιτικοί που αμφισβητούν την ορθοδοξία των ελεύθερων αγορών και της παγκοσμιοποίησης, θα μπορούσαν να καταφύγουν σε τέτοιες πολιτικές. Σε αυτή τη διαδικασία, το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα θα κατακερματιστεί, ενώ ο πλούτος θα μεταφερθεί από τον ιδιωτικό τομέα στις κυβερνήσεις. Οι επενδυτές ίσως βρεθούν προ απροόπτων – η ρευστότητα των αγορών που πολλοί θεωρούν δεδομένη θα μπορούσε να εξαφανιστεί στιγμιαία. Σε τέτοιες συνθήκες, η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων ίσως αποτελέσει παρελθόν.

* O κ. Ιάσων Μανωλόπουλος είναι συνιδρυτής της εταιρείας επενδύσεων Dromeus Capital και συγγραφέας του βιβλίου «Το “επαχθές” χρέος της Ελλάδας».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή