Γλυφάδα, 20 Ιουλίου 1974

2' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σ​​τις 20 Ιουλίου του 1974 είχα τη γιορτή μου, όπως προχθές. Εκείνο το καλοκαίρι θα έκλεινα τα τέσσερα. Η οικογένεια ό,τι είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει την εξωτική ζωή στο Κονγκό, έχοντας πλέον εγκατασταθεί στη Γλυφάδα. Το νέο μας σπίτι βρισκόταν τόσο κοντά στο νυχτερινό κέντρο «Αστέρια», που τις καλοκαιρινές νύχτες μας νανούριζαν οι μουσικές και τα τραγούδια. Κυρίως, το σπίτι απείχε ελάχιστα από την πλαζ «Αστέρια», όπου πηγαίναμε με τα πόδια.

Εκείνη την ημέρα, όμως, δεν πήγαμε για μπάνιο. Ο μπαμπάς, μου είπε η μητέρα μου αναστατωμένη, μπορεί να «πήγαινε στον πόλεμο». Στα σαράντα πέντε του τότε, ο πατέρας μου έκλεινε δέκα ακριβώς χρόνια από την εθελουσία αποστρατεία του από μάχιμος χειριστής της Πολεμικής Αεροπορίας. Με το που «έσκασε» η Κύπρος, έσπευσε να δηλώσει διαθεσιμότητα ως ώφειλε.

Φτάνοντας στην Αθήνα, στα γραφεία της Αεροπορίας (στη Σούτσου, όπου σήμερα βρίσκεται το Αεροδικείο), έδειξε την ταυτότητα του απόστρατου αξιωματικού, οι γραφειάδες βαθμοφόροι τον αναζήτησαν στους καταλόγους της επιστράτευσης μα το όνομά του δεν ήταν πουθενά. Στο μεταξύ, στην Κύπρο χυνόταν αίμα. Κι όμως· ο αντισμήναρχος ιπτάμενος εν αποστρατεία (ο επίσημος τίτλος του μέχρι και που πέθανε το 2004) γύρισε απορημένος κι άπραγος στη Γλυφάδα. Ισως και ντροπιασμένος. Δεν ήταν ο μόνος.

Ο πόλεμος της Κύπρου διεξήχθη δίχως ο πατέρας μου (με πτητική εμπειρία δεκαπέντε χρόνων και δύο πολεμικά εξάμηνα), να δεχθεί ούτε ένα τηλεφώνημα, ούτε μία επίσκεψη από κλητήρα, δίχως ένα συστημένο γράμμα από την Υπηρεσία για να παρουσιαστεί κάπου, οπουδήποτε.

Την επομένη, οι γονείς μου μου έκαναν επιτέλους το χατίρι να πάμε να κολυμπήσουμε στ’ «Αστέρια». Με ένα ζιγκ-ζαγκ είχαμε φτάσει με τα πόδια μέσα σε λίγα λεπτά. Πληρώσαμε είσοδο στο χαρακτηριστικό ξύλινο κιόσκι (δεν υπάρχει πια), κάναμε μια στάση στο μαγαζί (επίσης δεν υπάρχει πια) που πουλούσε Κόπερτον, μπρατσάκια και βατραχοπέδιλα Φάλκο, και βουτήξαμε στα νερά των «Αστεριών» – τρόπος του λέγειν, βουτήξαμε: διανύαμε καμιά εκατοστή μέτρα με το νερό να φτάνει ώς τα γόνατα για να μπορέσουν οι μεγάλοι να βρουν ένα αξιοπρεπές βάθος και να κολυμπήσουν. Εγώ τσαλαβουτούσα ξοπίσω τους πανευτυχής που «πάτωνα», με τα πολιτικά αεροπλάνα να περνούν με βοή πάνω από τα κεφάλια μας για να προσγειωθούν στο Ελληνικό. Για εμάς ήταν business as usual. Καλοκαίρι στη Γλυφάδα των ’70s. Στο μεταξύ, την ίδια στιγμή, στην Κύπρο χυνόταν αίμα.

Εχει κάτι σουρεαλιστικό αυτή η παιδική ανάμνηση. Ισως διότι για ένα τετράχρονο παιδί στη Γλυφάδα, ήταν μια ευτυχισμένη ημέρα. Παρά την ανησυχία γονιών και θείων, τ’ «Αστέρια» ήταν η χαρά της ζωής εκείνες τις τραγικές ημέρες. Από κάποιο τρανζιστοράκι ακουγόταν ο εκφωνητής να μιλά σε άπταιστη καθαρεύουσα περί των πολεμικών επιχειρήσεων στην Κύπρο, μετά ο Κοινούσης τραγουδούσε το «Ολοι θα ζήσουμε», γνωστότερο για το ρεφρέν του «Τα παιδιά, τα παιδιά, τα φιλαράκια τα καλά», και εγώ κατάπινα αλμυρό νερό κι έβηχα ευτυχισμένος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή