Πώς το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ έγινε χαίνουσα πληγή: μια προσωπική μαρτυρία

Πώς το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ έγινε χαίνουσα πληγή: μια προσωπική μαρτυρία

6' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ​υπόθεση της ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας σημάδεψε εντυπωσιακά την πρώτη πενταετία της δεκαετίας του 1990 και καθόρισε περισσότερο από κάθε άλλο παράγοντα όχι μόνο την εξωτερική πολιτική της χώρας αλλά –ως μη ώφειλε– και τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις. Τα χρόνια 1992 και 1993, που υπήρξαν καθοριστικά για την εξέλιξη της υπόθεσης, ήμουν πρόεδρος του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, όπως τότε ονομαζόταν το κόμμα που είχε προκύψει από το κοινό πόρισμα συνεργασίας ΚΚΕ και ΕΑΡ.

Για το θέμα συγκλήθηκαν τέσσερις συσκέψεις των αρχηγών των πολιτικών κομμάτων υπό την προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή (18.2.1992, 13.4.1992, 14.6.1992 και 10.5.1993), στις οποίες πήρα μέρος.

Της πρώτης σύσκεψης είχε προηγηθεί η ανάθεση από το Συμβούλιο Εξωτερικών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στον Πορτογάλο ΥΠΕΞ Ζοάο Πινέιρο η εξεύρεση λύσης κοινής αποδοχής για το θέμα της ονομασίας του νεοσύστατου κράτους των Σκοπίων. Το επονομαζόμενο και πακέτο Πινέιρο παρουσιάστηκε από την πορτογαλική προεδρία την 1η.4.1992 και προέβλεπε την ονομασία Nova Macedonia καθώς και την ικανοποίηση των ελληνικών θέσεων ως προς τις τροποποιήσεις του Συντάγματος της γειτονικής χώρας ώστε να μην υπάρχουν αλυτρωτικές προσδοκίες ή εδαφικές διεκδικήσεις, καθώς και τη μη χρήση συμβόλων που να παραπέμπουν σε τέτοιες διεκδικήσεις. Δυστυχώς, το πακέτο αυτό δεν έγινε δεκτό από την Ελλάδα.

Στη σύσκεψη των αρχηγών των κομμάτων που ακολούθησε την πρόταση της πορτογαλικής προεδρίας (τη δεύτερη κατά σειρά, στις 13.4.1992), προέκυψε σοβαρή διάσταση απόψεων μεταξύ του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και του υπουργού Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά, που οδήγησε στην αποπομπή του δεύτερου από το κυβερνητικό σχήμα. Η σύσκεψη αυτή κατέληξε με πρόταση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη σε κοινή ανακοίνωση των παριστάμενων αρχηγών των κομμάτων υπό την προεδρία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα επέμενε στη μη αποδοχή σύνθετου όρου που θα περιελάμβανε το όνομα «Μακεδονία» ή παράγωγό του στην ονομασία του κράτους των Σκοπίων.

Ετσι ξεκίνησε η απομόνωση της Ελλάδας. Το θέμα έφυγε διπλωματικά από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, προνομιακό πεδίο για τις ελληνικές θέσεις. Πέρασε με αίτηση των Σκοπίων (24.1.1993) στο πολύ δυσμενέστερο περιβάλλον του ΟΗΕ το 1993, όπου προκρίθηκε τελικά με τη σύμφωνη γνώμη και της Ελλάδας η ονομασία ΠΓΔΜ για το νέο κράτος, για να καταλήξει να χρησιμοποιείται ύστερα από ελάχιστα χρόνια το «Μακεδονία» σκέτο, από τις περισσότερες χώρες της Γης, στις εμπορικές και πάσης φύσης άλλες συναλλαγές τους.

Εκ των υστέρων, πολλά μπορεί να πει κανείς για τη συμπεριφορά και τις θέσεις του συνόλου του πολιτικού κόσμου της εποχής στο ζήτημα αυτό, που κόστισε πολλαπλώς στη χώρα. Για να μπορέσει να κατανοήσει όμως τι συνέβη, χρειάζεται να θυμηθεί το κλίμα της εποχής, όταν τον τόνο της εξωτερικής πολιτικής έδιναν οι λαοσυνάξεις εκατομμυρίων (στην κυριολεξία) ανθρώπων σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα με βασικό σύνθημα «Μακεδονία: το όνομά μου είναι η ψυχή μου», με τη συνοδεία εθνικών και θρησκευτικών λάβαρων και συμβόλων. Οταν από τη Νέα Υόρκη ώς τη Μελβούρνη ο Ελληνισμός διαδήλωνε στους δρόμους των ξένων χωρών για το όνομα των Σκοπίων και στον βωμό του εθνικισμού στήνονταν πολιτικές καριέρες ή εξοβελίζονταν πολιτικοί αντίπαλοι. Στα χρόνια 1992-93 τις εξελίξεις διαμόρφωνε εν ολίγοις μια άνευ προηγουμένου –για τη μεταδικτατορική τουλάχιστον περίοδο– πολιτική πραγματικότητα ακραίου εθνικιστικού λόγου και πνεύματος, που διαπερνούσε οριζόντια όλα ανεξαιρέτως τα τότε πολιτικά κόμματα (λιγότερο το ΚΚΕ).

Ολα όμως αυτά δεν αναιρούν τις ευθύνες που υπάρχουν και που βαρύνουν κατ’ αναλογία όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας, και πάνω από όλα την τότε κυβέρνηση της Ν.Δ. και προσωπικά τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εξωτερικών που ο ίδιος είχε επιλέξει. Στη διάρκεια της σύσκεψης, τόσο ο κ. Μητσοτάκης όσο και ο κ. Σαμαράς, από κοινού, υποστήριξαν τη σκληρή γραμμή για το θέμα. Οι όποιες διαφωνίες υπήρχαν μεταξύ τους δεν έγιναν γνωστές στη σύσκεψη. Βεβαίως, ο Κων. Μητσοτάκης λίγες ώρες μετά το ανακοινωθέν απέπεμψε τον κ. Σαμαρά, αλλά αυτό έγινε κατόπιν εορτής και χωρίς καμία δυνατότητα να ασκηθεί επιρροή στις εξελίξεις. Οσο και εάν στα μετέπειτα χρόνια ο τότε πρωθυπουργός προσπάθησε να αποστεί αυτών των ευθυνών φορτώνοντας τα βάρη αποκλειστικά στον κ. Σαμαρά, δεν μπορεί παρά να αναρωτιέται κανείς γιατί στην κρίσιμη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στις 13.4.92 δεν υποστήριξε το πακέτο Πινέιρο και γιατί το περιεχόμενό του κρατήθηκε για μήνες εκτός δημοσίου διαλόγου – γεγονός το οποίο διευκόλυνε την εκστρατεία της αδιαλλαξίας γύρω από το όνομα.

Κυρίως όμως η κυβέρνηση της Ν.Δ. έχει ευθύνες διότι μετά την απομάκρυνση Σαμαρά δεν δόθηκαν εγγυήσεις στη Σύνοδο Κορυφής της Λισσαβώνας, ώστε να μείνει το θέμα στο ευρωπαϊκό πεδίο διαλόγου. Σε αυτό το θέμα, εξαρχής και δημόσια, επέμενα η Ελλάδα να εξαντλήσει κάθε περιθώριο για την εξεύρεση λύσης στο περιβάλλον των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προχωρώντας στους αναγκαίους συμβιβασμούς. Σε κάθε ευκαιρία τόνιζα πως ο συναγωνισμός δήθεν υπερπατριωτισμού θα ζημιώσει τη χώρα και πως οι εξελίξεις κινδυνεύουν να αποβούν μοιραίες στο θέμα της ονομασίας. Πέρυσι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, σε δηλώσεις του για το θέμα, δήλωσε ότι ήταν μόνος και απομονωμένος στις συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών και εμφανίστηκε ως ο μόνος ρεαλιστής. Δεν θα συμφωνήσω, λοιπόν, μαζί του.

Βαριές είναι επίσης οι ευθύνες τής τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου που, πατώντας πάνω στο κύμα του εθνικιστικού λαϊκισμού για λόγους εσωτερικής πολιτικής ηγεμονίας, και με το βλέμμα στραμμένο στις προσεχείς εκλογές, πλειοδοτούσε σε αδιαλλαξία. Στις εκλογές της 13ης Οκτωβρίου του 1993 το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε και πάλι με αυτοδύναμη πλειοψηφία τη διακυβέρνηση της χώρας, για να καταλήξουμε λίγους μήνες μετά στην επιβολή του εμπάργκο στα Σκόπια. Η επιλογή αυτή έπληξε τη χώρα, όπως και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ αργότερα αναγνώρισε.

Τέλος, σε καμία περίπτωση δεν θέλω να αποσιωπήσω τις δικές μου ευθύνες, όσο και του τότε κόμματος του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου. Μετά την αποχώρηση του ΚΚΕ από το κοινό σχήμα, ο ΣΥΝ ήταν πλέον ένα μικρό κόμμα της ανανεωτικής Αριστεράς που το 1992 έκανε τα πρώτα πολιτικά του βήματα. Στις γραμμές του συγκέντρωνε παράγοντες του ευρύτερου χώρου της Αριστεράς με πολλές και διαφορετικές απόψεις, μεταξύ άλλων και επί του θέματος της ονομασίας. Ο ιστορικός ηγέτης του χώρου Λεωνίδας Κύρκος, όσο και ο αξέχαστος Μιχάλης Παπαγιαννάκης, πλαισιωμένοι και από άλλα στελέχη και βουλευτές τότε του ΣΥΝ, έδιναν, στο πλαίσιο του εσωκομματικού διαλόγου, ένα άλλο περιεχόμενο στον δημόσιο διάλογο για τα Σκόπια σε κατεύθυνση αντιεθνικιστική, γνήσια πατριωτική όσο και ευρωπαϊκή, προτείνοντας ανοιχτά και έγκαιρα τον συμβιβασμό στο θέμα της ονομασίας και προβλέποντας τις μελλοντικές εξελίξεις. Κόντρα στο ρεύμα, με προσωπικό και πολιτικό κόστος. Ωστόσο, δεν πετύχαμε να πείσουμε την πλειοψηφία του Συνασπισμού. Αποφάσισα, προκρίνοντας την ενότητα του κόμματος –παρά τη δημόσια εκφρασμένη προσωπική μου θέση πάνω στο θέμα–, να υπηρετήσω την πλειοψηφία. Ετσι, στη δεύτερη σύσκεψη πολιτικών αρχηγών ο Συνασπισμός συντάχθηκε με την απόρριψη του πακέτου Πινέιρο.

Τον Νοέμβριο του 1992 ωστόσο, με απόφαση της Κ.Ε. του κόμματος στη Θεσσαλονίκη και κατόπιν δικής μου αναλυτικής εισήγησης, το κόμμα προσανατολίστηκε οριστικά στο αντιεθνικιστικό μέτωπο. Από το σημείο αυτό και έπειτα, η πολιτική μας στα εξωτερικά θέματα απέκτησε βάθος και προοπτική. Το 1993 ο Συνασπισμός ήταν το μόνο κόμμα που διέθετε ρεαλιστική πολιτική για το θέμα, που δικαιώνεται σήμερα από τις εξελίξεις.

Για το θέμα αυτό δέχθηκα ως πρόεδρος του ΣΥΝ την περίοδο εκείνη έναν ανοιχτό όσο και υπόγειο εσωκομματικό πόλεμο από άλλους παράγοντες του κόμματος, που με διαδέχθηκαν μετέπειτα στην ηγεσία. Θυμάμαι –πλέον χωρίς πικρία– τις κραυγές που με κατηγορούσαν για εθνική μειοδοσία στο πλαίσιο της τότε κοινοβουλευτικής ομάδας, επειδή τον Μάιο του 1993 και λίγους μήνες πριν από τις διαφαινόμενες εκλογές, βλέποντας πως η Ελλάδα κινδυνεύει να τα χάσει όλα, δήλωσα ανοιχτά σε συνέντευξη Τύπου στο Ζάππειο ότι είναι ανάγκη να δεχθούμε τους «δυόμισι όρους» με τα Σκόπια και να συμβιβαστούμε στο θέμα της ονομασίας, αποδεχόμενοι σύνθετο όνομα.

Επρεπε να έχω μιλήσει ανοιχτά και πιο καθαρά νωρίτερα; Αναγνωρίζω την καθυστέρηση ως ευθύνη. Ωστόσο πρέπει να σημειώσω πως ακόμη και έτσι, το τίμημα ήταν σοβαρό. Στο ποσοστό 2,93% που άφησε τον ΣΥΝ εκτός Βουλής τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, πολλοί αναγνωρίζουν και το κόστος αυτής της δύσκολής πολιτικής επιλογής.

* Η κ. Μαρία Δαμανάκη είναι πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού και πρώην επίτροπος Αλιείας της Ε.Ε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή