Πολ Βιτορούλης: Ο μεγαλύτερος εχθρός μου ήταν ο φόβος

Πολ Βιτορούλης: Ο μεγαλύτερος εχθρός μου ήταν ο φόβος

8' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«…Παιδιά ανθρώπινα ράκη, εξαντλημένα από την ασιτία, περιφέρονταν σαν φαντάσματα. Κάποια έπεφταν σαν κοτόπουλα, πέθαιναν από την πείνα κάτω από τον καυτό ήλιο. Ξάπλωσα στο έδαφος με την κάμερα για να κάνω πλάνα. Και τότε έντρομος ο Αιθίοπας οδηγός μου με καλεί να σηκωθώ αμέσως δείχνοντάς μου με το χέρι τον ουρανό. Τρόμαξα. Πελώρια όρνια με κάτι πόδια σαν το μπράτσο του χεριού μου και νύχια σαν δρεπάνια, πετούσαν χαμηλά από πάνω μας. Ο οδηγός κουνούσε απεγνωσμένα τα χέρια για να τα διώξει. “Αν δουν έναν άνθρωπο πεσμένο στο έδαφος ορμούν και τον ξεσκίζουν με το ράμφος και τα γαμψά νύχια τους. Νομίζουν ότι είναι νεκρός. Αλλους τους σηκώνουν με τα νύχια και τους παίρνουν στη φωλιά για να ταΐσουν τα μικρά τους”. Εκανα γρήγορα κάποια πλάνα από αυτό το θέαμα που επιβεβαίωνε τον αμείλικτο νόμο της φύσης “ο θάνατός σου η ζωή μου” και φύγαμε αμέσως…».

Οταν κάθεσαι για γεύμα με τον Πολ Βιτορούλη, δεν έχεις χρόνο ούτε να φας ούτε να πιεις. Κρέμεσαι από τα χείλη του και απλώς λες, να μην τελειώσει ποτέ την αφήγησή του.

Και έχει έναν εκπληκτικό τρόπο, παρά την ηλικία του –έχει πατήσει τα 77, ζωή να ’χει– να ανακαλεί από τη μνήμη του και να μεταδίδει στον συνομιλητή του απίστευτες λεπτομέρειες για συνταρακτικά γεγονότα, όπως τα κατέγραφε με την κάμερα επί 25 χρόνια, στα πιο καυτά σημεία του πλανήτη. Βετεράνος πολεμικός ανταποκριτής, εργάστηκε ως εικονολήπτης του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου CBS, καλύπτοντας πολέμους στην Ινδία, το Πακιστάν, στο Αφγανιστάν, το Ιράν, το Ιράκ, τον Λίβανο, τη Συρία, την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, την πείνα και τους λιμούς στην Αφρική και κατέθεσε μερικές από τις συγκλονιστικές εμπειρίες του, που κόβουν την ανάσα, σ’ ένα βιβλίο-χρονοκάψουλα υπό τον τίτλο «Camera belli» (εκδόσεις Ιανός).

Προσωπικό χρέος

Τα έσοδα από τις πωλήσεις θα διατεθούν για τα πεινασμένα παιδιά του κόσμου. «Το χρωστάω στα παιδάκια που πέθαναν μπροστά μου και δεν μπόρεσα να τα βοηθήσω», μου λέει.

Αν γενικά η δημοσιογραφική κάλυψη των πολέμων είναι ριψοκίνδυνο ρεπορτάζ, και πολλοί έχουν χάσει τη ζωή τους, οι εικονολήπτες και οι φωτορεπόρτερ αποτελούν την εμπροσθοφυλακή. Παίζουν αυτοί πρώτοι με τον θάνατο γιατί πρέπει να βρίσκονται πάντα και την κατάλληλη στιγμή στα μπροστινά «χαρακώματα», αφού χωρίς εικόνα απλώς –και δυστυχώς– δεν υπάρχει το γεγονός.

«Για να κάνεις αυτήν τη δουλειά πρέπει να κινδυνεύσεις. Η κάμερα δεν πάει μόνη της μπροστά. Πρέπει να είσαι σταθερός, να έχεις το “μάτι” για να φέρεις πίσω θέμα, γιατί αν δεν φέρεις δεν έχει δουλειά. Σ’ αυτό το επάγγελμα ίσχυε ένας κανόνας: είσαι τόσο καλός όσο και το τελευταίο σου ρεπορτάζ», λέει ο πολυβραβευμένος εικονολήπτης.

«Ο μεγαλύτερος εχθρός μου ήταν ο φόβος και προσπαθούσα να τον καταπολεμήσω. Οποιος λέει ότι δεν φοβάται λέει ψέματα. Οταν όμως είσαι σε ώρα υπηρεσίας χάνεις αυτήν την αίσθηση, είσαι αλλού. Προέχει το θέμα. Το μόνο που σκέφτεσαι είναι πώς θα κάνεις το καλό πλάνο. Προτού φύγω από το ξενοδοχείο το πρωί έλεγα: “Παναγιά μου, βάλε το χέρι σου γιατί εκεί που πάμε μπορεί να μην ξαναγυρίσουμε”. Χρειάζεται και τύχη…».

Τον ρωτώ αν πληρωνόταν καλά για ένα τέτοιο ρίσκο. «Κατ’ αρχήν πρέπει να έχεις τη μύγα μέσα σου. Ως προς τις οικονομικές αμοιβές, ναι, πληρώθηκα. Δεν μπορώ να πω ότι έκανα εκατομμύρια, αλλά έβγαλα λεφτά για να ζήσω καλά».

«Ηρθε κάποια στιγμή που είπες τα παρατάω;», επέμεινα.

«Οχι, ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου. Αρχισε να με απασχολεί μόνο όταν παντρεύτηκα και πίσω μου είχα υποχρεώσεις. Σκεφτόμουν ότι θα φύγω για ένα ταξίδι, και αν δεν γυρίσω; Η απάντηση ήταν ότι θα είμαι προσεκτικός. Οσο περνούσε ο καιρός αποκτούσα εμπειρία. Η εμπειρία σ’ αυτήν τη δουλειά μπορεί να σε σώσει. Διάβασα το βιβλίο σου για τη Γιουγκοσλαβία, έχεις πάει ο ίδιος σε εμπόλεμες καταστάσεις. Τα ξέρεις λοιπόν…».

Κάποια στιγμή ρώτησα εάν υπήρξαν στιγμές που βρέθηκε ενώπιον του διλήμματος ν’ αφήσει την κάμερα για να βοηθήσει ένα παιδί που κινδύνευε, αλλά προτίμησε να συνεχίσει τη λήψη.

«Μου συνέβη αρκετές φορές. Εβλεπα τον κίνδυνο και θα μπορούσα να δώσω ένα χέρι βοήθειας, αλλά θα έχανα το πλάνο. Αν το πλάνο αυτό το έπαιρνε κάποιος ανταγωνιστής θα ήμουν σε πάρα πολύ δύσκολη θέση, και δεν το διακινδύνευα. Οχι μόνο εγώ, όλοι έτσι έκαναν. Ενας λόγος που έγραψα αυτό το βιβλίο είναι για όσες φορές μου έτυχε κάτι τέτοιο και δεν μπόρεσα να βοηθήσω· θέλω να προσφέρω μ’ αυτόν τον τρόπο».

Μας έριχναν από παντού με αντιαεροπορικό πολυβόλο και όλμους

«Ετυχε σε κάποιο ρεπορτάζ να πεις “πάει τελείωσε, θ’ αφήσω εδώ τα κοκαλάκια μου;”», τον ρώτησα. Σκέφτηκε αρκετά –και πώς να επιλέξει αφού σε κάθε βήμα τους ο θάνατος παραμόνευε;– πριν μου αφηγηθεί το παρακάτω περιστατικό.

«Ηταν στον νότιο Λίβανο. Ημασταν μαζεμένοι σ’ ένα ξενοδοχείο στη Βηρυτό και επειδή δεν είχε τίποτα, είπαμε να πεταχτούμε μέχρι τον Nότο για να δούμε αν οι συριακές δυνάμεις είχαν υποχωρήσει σε βάθος είκοσι χιλιομέτρων, όπως αξίωναν οι Ισραηλινοί για να μην τους βομβαρδίσουν. Φτάσαμε με το αυτοκίνητό μας σ’ ένα χωριό στα σύνορα λίγο πριν από το Ισραήλ, απ’ όπου περνάει ένα ποταμάκι, και προς έκπληξή μας στο πρώτο «τσεκ πόιντ» ο Σύρος φρουρός μάς άφησε να περάσουμε.

«Κατεβήκαμε τον χωματόδρομο που ακολουθούσε την όχθη του ποταμού, με ανοιχτά τα παράθυρα του αυτοκινήτου. Το κάναμε πάντα αυτό σε δύσκολες περιοχές, αφήναμε ανοιχτά τα παράθυρα γιατί αν ακούγαμε τα πουλιά έξω, όλα ήταν εντάξει, δεν υπήρχε κίνδυνος. Αν όμως κυριαρχούσε απόλυτη σιωπή, τότε κινδυνεύαμε και δεν έπρεπε να συνεχίσουμε. Αυτό το ακολουθήσαμε πολλές φορές και μας έσωσε. Λέω στον ηχολήπτη μου, τον Γιώργο Ιωαννίδη, δεν ακούω τίποτα, κάτι συμβαίνει, πάμε πίσω. Οχι, προχωράμε, λέει ο Αμερικανός δημοσιογράφος που είχαμε μαζί μας. “Εντάξει”, λέω στον Γιώργο που οδηγούσε, “προχώρα”. Δεν ξέραμε ότι αυτός ο δρόμος ήταν κλειστός και στους γύρω λόφους ήταν ακροβολισμένοι Ισραηλινοί, χριστιανοί φαλαγγίτες από τη μια και Σύροι από την άλλη, και επί είκοσι μέρες βομβάρδιζαν ό,τι επιχειρούσε να περάσει… Κάποια στιγμή βλέπω μπροστά μου λάμψεις σαν πυγολαμπίδες να αναπηδούν στην άσφαλτο. Ηταν σφαίρες, μας έριχναν με αντιαεροπορικό πολυβόλο. Λέω, “σταμάτα και γύρνα πίσω αμέσως”. Οι σφαίρες έρχονταν από παντού, μαζί με πέτρες και χώματα.

«Ε, είπα, πάει εδώ τελειώσαμε. “Γιώργο, κάνε τον σταυρό σου, δεν θα ξαναδούμε τις οικογένειές μας, ήρθε το τέλος”. Και η ειρωνεία της τύχης ήταν ότι δεν μας είχε πει κανείς να πάμε. Οταν όμως έχεις τη μύγα μέσα σου… Τώρα τι κάνουμε; Αποφασίσαμε να γυρίσουμε. Δεν μπορούσαμε όμως να κάνουμε μανούβρα γιατί ο δρόμος ήταν πολύ στενός. Επιχειρήσαμε με την όπισθεν. Αρχισαν να μας ρίχνουν και με όλμους.

Στην τελευταία στροφή, μας έκαναν φράγμα πυρός. Γυρνάω πίσω και το βλέπω. Κόβει απότομα ο Μπιλ, που είχε πάρει το τιμόνι, και βουτάμε δεκαπέντε μέτρα.

«Βρεθήκαμε στην κοίτη του ποταμού. Το αυτοκίνητο από τύχη δεν τούμπαρε αλλά καρφώθηκε με την πίσω πλευρά. Καταφέραμε να βγούμε. Ευτυχώς δεν είχαν οπτική από πάνω να μας ρίξουν.

Αντιληφθήκαμε δυο ντόπιους χωρικούς που ήταν κρυμμένοι. Μας είπαν ότι δεν μπορούν να μαζέψουν τα λαχανικά στο χωράφι τους γιατί τους βαράνε από τους λόφους. “Σας παρακολουθήσαμε από την ώρα που μπήκατε και πιστέψαμε ότι δεν θα βγείτε ζωντανοί”, μας εξήγησαν. Τώρα τι κάνουμε; Είχαμε αφήσει στο αυτοκίνητο διαβατήρια, κάμερες, και προσπαθούσαμε να σωθούμε.

«Πού είναι το φιλμ;»

«Μας λένε, “δεν μπορείτε να βγείτε από εδώ μόνοι σας γιατί έχει ναρκοπέδια, θα σας βγάλουμε εμείς, ακολουθήσετε μας στις πατημασιές μας”. Ε, δεν θυμάμαι πόσα χιλιόμετρα πήγαμε έτσι. Φτάσαμε στο τσεκ πόιντ, ζητήσαμε να δούμε έναν αξιωματικό. Τη νύχτα έστειλε εκείνος κάποιους κομάντος και πήραν την κάμερα και τις τσάντες με τα διαβατήρια. Σωθήκαμε από θαύμα.

Φτάσαμε στη Βηρυτό, τηλεφωνήσαμε στη Νέα Υόρκη, τους λέμε την ιστορία, και τι μας απαντούν: “Πού είναι το φιλμ;”. Φιλμ, τι φιλμ; Φέραμε πίσω τα κορμιά μας, τους λέμε.

Αυτοί όμως από τα γραφεία επέμεναν για το φιλμ που φυσικά δεν υπήρχε.

Μας λέει τότε ο Αμερικανός δημοσιογράφος: “Παιδιά, στέλνω αύριο την παραίτησή μου με τα τέλεξ, επιστρέφω στο Ορεγκον, αγοράζω μια βάρκα και γίνομαι ψαράς”. Το είπε και το έκανε».

Το 1993, υπό την πίεση της οικογένειας, ο Πολ Βιτορούλης πήρε την απόφαση να σταματήσει και να αναλάβει την αντιπροσωπεία στην Ελλάδα αμερικανικής εταιρείας καλλυντικών και φαρμακευτικών με έντονο ανθρωπιστικό προφίλ. «Είπα, αρκετά πια, άλλα το μικρόβιο είναι ακόμα μέσα μου».

Είχε κουραστεί, εξάλλου, να «παραμυθιάζει» τη μητέρα και τη σύζυγό του ότι βρισκόταν στο Λονδίνο ή στο Παρίσι, ενώ στην πραγματικότητα έπαιζε τη ζωή του στα πεδία των μαχών στη Μέση Ανατολή. Ιστορίες όπως οι παραπάνω, ακόμα πιο συναρπαστικές, περιέχονται στο βιβλίο του, που ομολογώ με ξενύχτησε.

Καλή η αγάπη, αλλά το χρήμα «δουλεύει»

Από την Κάρπαθο, τον τόπο που γεννήθηκε, στα νταμάρια της Πεντέλης σε ηλικία 17 χρόνων και από εκεί δουλεύοντας σκληρά, πλένοντας πιάτα σε εστιατόρια του Καναδά, ο Πολ Βιτορούλης ήταν ένα ανήσυχο και τολμηρό Ελληνόπουλο, που έφτασε να γίνει ένας από τους καλύτερους, πολυβραβευμένους, εικονολήπτες στη δύσκολη αμερικανική δημοσιογραφία και σε ιδιαίτερα σκληρές εποχές. Στη διάρκεια της καριέρας του, κυριολεκτικά βρέθηκε στα πιο καυτά, επικίνδυνα μέρη του πλανήτη.

Ο ίδιος κέρδισε συμβόλαια για πολεμικός ανταποκριτής με έδρα την Αθήνα με το σπαθί του, για να ακολουθήσει μια συναρπαστική διαδρομή, με ρεπορτάζ κυρίως στη σπαρασσόμενη τις δεκαετίες του ’60, ’70 και του ’80 Μέση Ανατολή, έχοντας στο συνεργείο του Ελληνες συνεργάτες ως εικονολήπτες.

«Ημασταν γνωστοί ως “οι Ελληνες” σε όλη τη Μέση Ανατολή και αυτό μας βοήθησε πολύ, γιατί οι Αραβες μας συμπαθούσαν, διευκολύνοντας τη δουλειά μας.

Κυκλοφορούσαμε με πολλά λεφτά. Υπήρχε η φιλία, η αγάπη για τους Ελληνες, αλλά το χρήμα, κακά τα ψέματα, είναι ένα εργαλείο που δούλευε πάρα πολύ στους Αραβες», λέει ο Πολ Βιτορούλης και όταν τον ρωτώ εάν στους πολέμους στήνονται ρεπορτάζ με πλάνα-μαϊμού, είναι κατηγορηματικός:

«Εμείς δεν το κάναμε ποτέ. Ισως το έκαναν κάποιοι αρχάριοι, αλλά ποτέ εν γνώσει των τηλεοπτικών δικτύων, τουλάχιστον των μεγάλων και σοβαρών. Ξέρω μια περίπτωση με έναν Ιρανό, ο οποίος, όμως, απολύθηκε αμέσως. Δεν παίζουν με την αξιοπιστία τους οι επαγγελματίες συνάδελφοι».

Η συνάντηση

Βρεθήκαμε στο υπαίθριο καφέ του ξενοδοχείου Hyatt, με τα πουλιά να κελαηδούν πρωί πρωί στα γύρω δέντρα.

Ισως γι’ αυτό, λόγω της εμπειρίας του από τις αποστολές, να ήταν τόσο ήσυχος.

Παρήγγειλα εγώ έναν καφέ καπουτσίνο, τον οποίο δεν πρόλαβα να πιω συνεπαρμένος από την αφήγησή του.

Εκείνος δεν πήρε τίποτα, είχε ξυπνήσει από τα άγρια χαράματα και είχε πάρει νωρίτερα το πρωινό του.

Oι σταθμοί του

1940

Γεννήθηκε στην Κάρπαθο.

1957

Μετανάστης στον Καναδά.

1965

Μετακομίζει στις ΗΠΑ για ένα καλύτερο μέλλον. Σπουδές.

1969

Επιστροφή στην Ελλάδα με δημοσιογραφική διαπίστευση από το CBS.

1974

Παντρεύεται τη Σόφη, που θα αποδειχθεί ότι διέθετε ιώβειο υπομονή.

1975

Γεννιέται το πρώτο του παιδί, ο Γιώργος, αργότερα θα έρθει και ο Μιχάλης.

1975-1978

Κινείται διαρκώς στα θέατρα του πολέμου στη Μέση Ανατολή.

1980

Καλύπτει τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ και κάνει παγκόσμια αποκλειστικότητα στην απελευθέρωση των Αμερικανών ομήρων στην Τεχεράνη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή