Αποψη: Μονόδρομος η συνεργασία εργοδοτών – εργαζομένων

Αποψη: Μονόδρομος η συνεργασία εργοδοτών – εργαζομένων

6' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σ​​υζητώντας με πρόεδρο σημαντικού εργατικού κέντρου, του οποίου τα μέλη εργάζονται στη βαριά βιομηχανία και η περιοχή ετοιμάζεται να δεχθεί εργασίες της διεθνοποιημένης οικονομίας, μου ανέφερε ότι η οικονομική κρίση έχει εκτοξεύσει την ανεργία στην περιοχή, έχει προκαλέσει κατάρρευση των αμοιβών, κι ότι για να ξαναβγεί η οικονομία στην επιφάνεια, καθοριστικό ρόλο θα παίξει η συνεννόηση μεταξύ εργοδοτών-εργαζομένων και η δημιουργία φιλικού περιβάλλοντος που θα προσελκύσει ξένες επενδύσεις.

Συζητώντας με επικεφαλής μίας σημαίνουσας, διεθνούς επιχειρηματικής ένωσης, μου ανέφερε ότι οι θεσμοί και ελληνική κυβέρνηση πρέπει να σταματήσουν να επικεντρώνουν τις προσπάθειες αποκλειστικά στους δημοσιονομικούς στόχους και ότι πρέπει να στοχεύσουν περισσότερο στις διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες είναι αυτές που θα βοηθήσουν και στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Αλλά για να συμβεί αυτό, ανέφερε ότι πρέπει να δημιουργηθεί μία συμμαχία εργοδοτών και εργαζομένων με βάση τα νέα δεδομένα της διεθνούς οικονομίας.

Συζητώντας με πρέσβη χώρας της Ευρωζώνης για το πώς θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και για το πώς τα έχουν καταφέρει στη χώρα του, η οποία έχει παρόμοια χαρακτηριστικά και μέγεθος με την ελληνική, μου ανέφερε ότι ένα από αυτά που έχουν κατορθώσει είναι η εμπέδωση κλίματος συνεργασίας μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Και ανέφερε χαρακτηριστικά ότι αυτό αποτελεί σημαντική παράμετρο που καθορίζει την κοινωνική συνοχή, την εργασιακή ειρήνη κι αυτό βοηθά στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και στον μακροχρόνιο χαρακτήρα των επενδύσεων.

Δυστυχώς, η μεγάλη εικόνα της ανταγωνιστικότητας δείχνει ότι η ελληνική οικονομία κατετάγη το 2015 στην 86η θέση (στις 140) της Παγκόσμιας Λίστας Ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum, κι αυτή αποτελεί τη χειρότερη θέση της Ευρωζώνης. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπάνω, η αποτελεσματικότητα της ελληνικής αγοράς εργασίας βαθμολογήθηκε στην 114η θέση (στις 140), δηλαδή ακόμα χειρότερα σε σχέση με τον γενικό μέσο όρο της οικονομίας, και φυσικά αυτή αποτελεί τη χειρότερη θέση της Ευρωζώνης και σε αυτό το σημείο.

Με βάση τα παραπάνω, οι συζητήσεις μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών πρέπει να κινηθούν σε πέντε άξονες:

1. Τα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία δείχνουν ότι σε αυτή τη χώρα δεν συζητάμε, δεν συνεργαζόμαστε, αναλωνόμαστε σε αδιέξοδες, ιδεοληπτικές αντιπαραθέσεις, που αγνοούν τη δυσμενή θέση στην οποία βρίσκεται σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας και τις τεράστιες αλλαγές που συντελούνται στη διεθνή οικονομία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα κατετάγη στην 105η θέση (στις 140), ως προς τη συνεργασία εργαζομένων εργοδοτών.

Θα αποτελούσε μία εξαιρετικά θετική εξέλιξη, εάν υπήρχε συμφωνία μεταξύ εργαζομένων κι εργοδοτών στα εργασιακά, κι αυτό να συμβεί χωρίς τη συμμετοχή του κράτους. Αλλά σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση πρέπει να διευκολύνει τη συμφωνία κι όχι να τη δυναμιτίσει, έχοντας ως βραχυχρόνιο, οπορτουνιστικό στόχο τη δημιουργία ερεισμάτων στον συνδικαλισμό (που έτσι κι αλλιώς δεν διαθέτει).

2. Διαχρονικά, οι συζητήσεις μεταξύ εργαζομένων κι εργοδοτών δεν στοχεύουν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας με στόχο τη μεγέθυνση της πίτας και την αύξηση της απασχόλησης, αλλά περιορίζονταν στη διατήρηση των μισθολογικών κι άλλων κεκτημένων, των υφιστάμενων εργαζομένων.

Αλλά το βασικότερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι η ανεργία, και οι άνεργοι δεν εκπροσωπούνται στις συζητήσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.

Αρα στην ατζέντα των συζητήσεων εργαζομένων – εργοδοτών πρέπει να λάβει κυρίαρχη θέση η μείωση της ανεργίας. Κι αυτό γιατί η υψηλή ανεργία επηρεάζει αρνητικά την κοινωνική συνοχή, τα κρατικά έσοδα, τις ασφαλιστικές εισφορές και κατ’ επέκτασιν τις υφιστάμενες αμοιβές και συντάξεις εργαζομένων. Και το ζήτημα της ανεργίας δεν μπορεί να λυθεί με χρήματα από τον δημόσιο τομέα (επιδοτήσεις). Αλλά θα λυθεί κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα, με όρους αγοράς δηλαδή είτε με προσέλκυση επενδύσεων είτε με αύξηση της συμμετοχής των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν.

3. Στις συζητήσεις πρέπει να δοθεί προσοχή και στη διαρθρωτική ανεργία. Αναφέρομαι σε εκείνο το τμήμα των ανέργων, οι οποίοι ακόμα κι αν προκύψει επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας, αυτοί θα είναι δύσκολο να ξαναβρούν εργασία είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω έλλειψης προσόντων/δεξιοτήτων. Κι αυτό γιατί ενδεχομένως να μην έχουν τις δεξιότητες για τις οποίες υπάρχει ζήτηση στην αγορά. Και το πρόβλημα της διαρθρωτικής ανεργίας εντείνεται με την παράταση της οικονομικής κρίσης.

Το μεγαλύτερο τμήμα της διαρθρωτικής ανεργίας αφορά τους μακροχρόνια ανέργους (άνεργοι άνω του 1 έτους), οι οποίοι ξεπερνούν το 70,0% του συνόλου των ανέργων. Σε αυτή την κατηγορία δεν συμπεριλαμβάνονται μόνο οι πρώην εργαζόμενοι προχωρημένης ηλικίας, αλλά και οι νέοι άνεργοι που δεν έχουν εργαστεί ποτέ και δεν έχουν εκπαιδευτεί ποτέ (ΝΕΕΤs – Not in Education, Employment, or Training).

Επίσης, έμφαση πρέπει να δοθεί στην κατάρτιση των εργαζομένων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στην 6η χειρότερη θέση της σχετικής παγκόσμιας λίστας ελλείμματος δεξιοτήτων, με 59% των Ελλήνων εργοδοτών να μην βρίσκουν προσωπικό με τις δεξιότητες που χρειάζεται η αγορά (ManpowerGroup).

Οπως ανέφερε εκπρόσωπος των κοινωνικών εταίρων, δεν μπορεί στο βιομηχανικό κέντρο της χώρας (Θριάσιο) να μην βρίσκεις εργαζόμενο κάτω των 55 ετών που να μπορεί να κάνει οξυγονοκόλληση και ταυτόχρονα οι τοπικές Σχολές Μαθητείας του ΟΑΕΔ να έχουν τμήματα υπαλλήλων δικηγορικών γραφείων.

Με βάση τα παραπάνω, η επαγγελματική/τεχνική εκπαίδευση πρέπει να επαναθεμελιωθεί και σε αυτή να ενταχθούν και οι Σχολές Μαθητείας του ΟΑΕΔ, οι νέοι που ετοιμάζονται να εισέλθουν στην αγορά εργασίας πρέπει να εκπαιδευτούν σε δεξιότητες όπου υπάρχει έλλειψη, οι άνεργοι πρέπει να επανεκπαιδευτούν (re skilling), είτε να αναβαθμίσουν τις δεξιότητές τους (up skilling) με κατάληξη την πιστοποίηση (certification) σε ειδικότητες ή δεξιότητες όπου υπάρχει ζήτηση/έλλειψη. Εάν δεν συμβεί αυτό, είτε α) η κρίση θα συνεχίζεται λόγω της έλλειψης ανθρώπινου κεφαλαίου είτε β) σε περίπτωση επανεκκίνησης της οικονομίας, σημαντικό τμήμα των νέων θέσεων θα καλυφθεί από εισαγόμενους εργαζομένους.

Και η συζήτηση για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων της τεχνολογικής/επαγγελματικής εκπαίδευσης ή της κατάρτισης πρέπει να είναι συνεχής, δυναμική και πάντα σύμφωνα με τις ολοένα μεταβαλλόμενες ανάγκες τις αγοράς.

4. Οι συζητήσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων εξαντλούνται αποκλειστικά στη δημιουργία εκείνων των συνθηκών που θα διευκολύνουν την οικονομική μεγέθυνση, δηλαδή την αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Αλλά η συζήτηση πρέπει να επεκταθεί και σε θέματα που αφορούν την κοινωνική ανάπτυξη, η οποία απαντά στο ερώτημα «τι μας ενδιαφέρει η αύξηση του ΑΕΠ, εάν αυτή η ανάπτυξη ωφελεί λίγους;».

Η ιδέα για ένα νέο είδος ΑΕΠ αποκτά ολοένα και περισσότερους οπαδούς σε παγκόσμιο επίπεδο (ακαδημαϊκή, εταιρείες και κυβερνήσεις). Η εταιρεία Boston Consulting Group έχει λανσάρει τον όρο «Αξιολόγηση Βιώσιμης Οικονομικής Ανάπτυξης» (Sustainable Economic Development Assessment), με βάση τον οποίο για την ανάπτυξη μετρώντας τρεις βασικοί δείκτες: οικονομία, βιωσιμότητα και επενδύσεις, ενώ γίνονται μετρήσεις σε κατανομή εισοδήματος, υγεία, παιδεία και υποδομές.

Σύμφωνα με τη σχετική λίστα της Boston Consulting Group, κατά την περίοδο 2006-14, η Ελλάδα κατατάχτηκε στην 1η θέση της παγκόσμιας λίστας των χωρών, στις οποίες η οικονομική ανάπτυξη ΔΕΝ μετατράπηκε σε κοινωνική ανάπτυξη (well-being).

Θα αναφέρω, για παράδειγμα, τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας για την οποία η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην 78η θέση (στις 140), η οποία και σε αυτή την περίπτωση είναι η χειρότερη της Ευρωζώνης. Δυστυχώς, η εγχώρια συζήτηση εξαντλείται σε ευχολόγια και δεκάρικους λόγους υπέρ της αύξησης της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας. Το θέμα δεν είναι να γίνουν ισορροπημένες προσλήψεις ανδρών-γυναικών μέσω ποσοστώσεων ή ευχολογίων. Το θέμα είναι πώς θα δημιουργηθούν οι συνθήκες (παιδικοί σταθμοί, ολοήμερα σχολεία κ.λπ.) για να δοθεί η δυνατότητα στις Ελληνίδες να ενταχθούν στην αγορά εργασίας με ανταγωνιστικούς όρους.

5. Η συζήτηση μεταξύ εργαζομένων κι εργοδοτών πρέπει να ξεκινά με το πώς θα εμπεδωθεί η συνεργασία για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα, πώς θα μεγεθυνθεί η πίτα και πώς θα μοιραστεί δίκαια κι όχι να εξαντλείται σε απαρχαιωμένες ιδεοληπτικές διαφορές που δημιουργούν συγκρουσιακές λογικές.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να γίνει προσπάθεια κι από τους εργαζομένους κι από τους εργοδότες. Αυτό σημαίνει ότι οι ηγεσίες των δύο πλευρών πρέπει να ενημερώσουν τα μέλη τους για τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία και να εκπαιδεύσουν τα μέλη τους σε αυτή την κατεύθυνση. Γιατί χρειάζονται και οι εργοδότες εκπαίδευση στα νέα δεδομένα, που επηρεάζουν τις σχέσεις εργαζομένων κι εργοδοτών.

Με βάση τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι η ανάπτυξη δεν έρχεται με ευχολόγια, δεν διατάσσεται, απαιτεί προσέλκυση επενδύσεων, σταθερό φορολογικό περιβάλλον, στήριξη της επιχειρηματικότητας, μεταρρυθμιστικό πνεύμα και κυρίως τη συμφωνία των εταίρων σε ένα νέο, σύγχρονο κοινωνικό συμβόλαιο.

Κι αυτό γιατί τα θέματα της ανταγωνιστικότητας δεν αφορούν απλώς την οικονομική κατάσταση των πολιτών, των εργαζομένων συνδικαλιστών, των επιχειρήσεων και του κράτους. Αφορούν την ίδια την επιβίωση της Ελλάδας στο νέο παγκοσμιοποιημενο περιβάλλον.

* Ο κ. Βασίλης Καραγιάννης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων, μέλος του Τομέα Απασχόλησης του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή