Στην ακροθαλασσιά

3' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Α​​πό τον φλοίσβο ώς τη γραμμή του ορίζοντα η ακροθαλασσιά είναι, και παραμένει, αφετηρία και τέρμα της διαφυγής του ανθρώπου των πόλεων, που μετατρέπεται τους καλοκαιρινούς μήνες σε ταξιδιώτη, παραθεριστή, λουόμενο, τουρίστα, ψαρά, κατασκηνωτή, κολυμβητή, εκδρομέα, επιβάτη κρουαζιεροπλοίων ή της άγονης γραμμής και λαθρεπιβάτη των θαλασσινών περιπετειών, ήδη από την εποχή του Οδυσσέα, του Σεβάχ ή του πειρατή Λαφίτ, σαν ένας σύγχρονος, μεταλλαγμένος Ροβινσώνας Κρούσος, όπως τον περιέγραψε εξαντλητικά ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ζαν-Ντιντιέ Ουρμπέν, στη μελέτη του «Sur la plage» («Στην ακροθαλασσιά», εκδ. Ποταμός, 1999). Ομως, ο Ουρμπέν είχε ήδη ξεκινήσει τη δική του περιήγηση με το έργο «L’ idiot du voyage. Histoires de touristes» (1991), συνδέοντας τον τουρίστα με τις λέξεις (από το φερώνυμο κεφάλαιο) και τις λέξεις με τα ταξίδια.

Είκοσι έξι χρόνια μετά, ο Στέλιος Ι. Βαρβαρέσος θα συνθέσει, στα ίχνη του Ουρμπέν, αλλά και άλλων μελετητών, τη δική του εκδοχή για τον ταξιδιώτη και τον τουρίστα, με το βιβλίο «Η χαμένη τέχνη του ταξιδιού. Ενας εναλλακτικός οδηγός αναζήτησης» (Παπαζήσης, 2017).

Πρόκειται για την πρώτη ενδελεχή επισκόπηση του «πολιτισμού των ταξιδιών» της σύγχρονης εποχής από έναν Ελληνα πανεπιστημιακό, σε συνδυασμό όμως, κι εδώ έγκειται η ειδοποιός διαφορά με άλλα σχετικά έργα, με την προσωπική και πολύχρονη ταξιδιωτική εμπειρία του συγγραφέα. Ο Βαρβαρέσος, με αφετηρία το Παρίσι των 70s, «με κάποιους τρελούς και συντροφιά ένα πακέτο Gauloises bleu κι έναν petit café noir», συνθέτει το πορτρέτο ενός σύγχρονου (ελληνικής προέλευσης και κοπής) Φιλέα Φογκ, που θαρρεί κανείς πως κάποιες φορές δραπετεύει από τις σελίδες του Βερν, συναντώντας ενδιάμεσα τον Τσάτουιν, τον (πάντα απαράμιλλο) Τατί, τον Μοράν, τον Κέρουακ, αλλά και τους «δικούς μας», τον Καζαντζάκη, τον Λι Φέρμορ, τον Βιστωνίτη (παραδόξως όμως απουσιάζει ο Ουράνης και ο Θεοτοκάς) κ.ά., από τον χώρο της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, των τεχνών και των ανθρωπιστικών σπουδών. Πρόκειται για ένα καλογραμμένο, ογκώδες, αλλά αρκετά εύχρηστο «εγχειρίδιο», γύρω από τόπους και τα τοπία, καθώς και την τυπολογία του ταξιδιού και του τουρισμού, διανθισμένο με τις προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα-ταξιδιώτη, που μεταδίδει βίωμα, γνώση και θεωρία στον «συνειδητό ταξιδιώτη», και που κάλλιστα θα μπορούσε ο παραθεριστής να συμπεριλάβει στις θερινές αναγνωστικές επιλογές του.

Αν ο Βαρβαρέσος ξεκινά την (αντι)τουριστική και ταξιδιωτική περιπλάνησή του από την παρισινή μητρόπολη, ο Μιχάλης Νικολακάκης («“Μοντέρνα Κίρκη”. Τουρισμός και ελληνική κοινωνία 1950-1974», Αλεξάνδρεια, με πρόλογο του Μάκη Ζαχαράτου) προσεγγίζει κριτικά το «ελληνικό καλοκαίρι», ξεδιπλώνοντας μεθοδικά τους «τουριστικούς χάρτες» μιας άνισης ανάπτυξης, σε μια χώρα που κάποτε θεωρούσε αυτονόητη τη φιλοξενία, αγνοώντας τους όρους «τουρισμός», «παροχή υπηρεσιών», «εστίαση» και, συνακόλουθα, τα ανεξάντλητα φυσικά αποθέματα, μέχρι να τα εκμεταλλευτούν δεόντως το κράτος και ο ιδιωτικός τομέας, άλλοτε προγραμματισμένα κι άλλοτε άναρχα. Καθώς το «ανάλαφρο» εξώφυλλο ερωτοτροπεί με τις vintage εικόνες του ελληνικού καλοκαιριού των ’60s, όπως αποτυπωνόταν στο περιοδικό ΕΙΚΟΝΕΣ και στεγαζόταν στα «Ξενία» της εποχής, αλλά και με τα «επικίνδυνα καλοκαίρια» του Γιάννη Μαρή, στο Ναύπλιο, τη Μύκονο ή την Αθήνα, ο οποίος εξιδανίκευσε όσο κανείς άλλος τη διαρκώς αναπτυσσόμενη τουριστικά Ελλάδα, ο συγγραφέας αναπτύσσει μεθοδικά και νηφάλια τη θέση του, πως ο τουρισμός, εκείνη την περίοδο, είναι τελικά «αποτέλεσμα κοινωνικής κατασκευής και σειράς κανονιστικών ρυθμίσεων». Πολύ πριν χαρακτηριστεί ως ακόμα μία «βαριά βιομηχανία», θα λειτουργήσει ουσιαστικά «ως αντίβαρο της βιομηχανικής ανάπτυξης και της διπλής μετανάστευσης», ενώ θα αλλοιώσει σταδιακά εγχώριες πολιτιστικές παραδόσεις και κοινωνικές συμπεριφορές. Παράλληλα, κατανοεί κανείς τις προϋποθέσεις της (συχνά αλόγιστης) τουριστικής ανάπτυξης στο πλαίσιο «χρηματοδότηση-επενδύσεις-περιφερειακή ανάπτυξη», ανεξαρτήτως πολιτικών εξελίξεων και κυβερνητικών εξαγγελιών, ενώ επαναφέρει στον νου κείμενα και εικόνες από το «ελληνικό καλοκαίρι», σε συνδυασμό με τις διεισδυτικές παρατηρήσεις του συγγραφέα ως προς τις αναπαραστάσεις που «σκηνοθέτησαν» το ελληνικό τοπίο και νοηματοδότησαν τον ελληνικό τουρισμό.

Κι αν ο αναγνώστης «στην ακροθαλασσιά» αναζητήσει ενδιάμεσα μια λογοτεχνική νότα δροσιάς, μπορεί κάλλιστα να καταφύγει «Στην παραλία» (Υψιλον, σε μετάφραση του Γ. Κεντρωτή), του Τσέζαρε Παβέζε: ιταλική επαρχία και ιταλικό καλοκαίρι (αν και γραμμένο στο καταχείμωνο του ’40-41) πέρα από τον Φασισμό και τον Πόλεμο, ανέμελα νιάτα, κοσμοπολιτισμός, υπόρρητος ερωτισμός και βιταλισμός από έναν σημαντικό συγγραφέα και ποιητή που αυτοκτόνησε, 67 χρόνια πριν στο Τορίνο, έναν Αύγουστο σαν κι αυτόν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή