Λούης Γεράρδος: Ενας ταπεινός και χωρίς κανενός είδους βεντετισμό σχεδιαστής

Λούης Γεράρδος: Ενας ταπεινός και χωρίς κανενός είδους βεντετισμό σχεδιαστής

2' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηταν ένας από εκείνους που «έχτισαν» την ιστορία της δημιουργικής ελληνικής μόδας. Ο σχεδιαστής Λούης Γεράρδος πέθανε πρόσφατα στο σπίτι του, στο κέντρο της Αθήνας, στην ηλικία των 77 ετών. Ο θάνατός του αποκαλύφθηκε όταν αστυνομικοί παραβίασαν την πόρτα της οικίας του ύστερα από εκκλήσεις γειτόνων που είχαν διαπιστώσει έντονη δυσοσμία. Οι πρώτες ενδείξεις ήταν ότι ο θάνατός του προήλθε από παθολογικά αίτια. Ο δημιουργός ζούσε στην Αθήνα ενώ περνούσε μεγάλα χρονικά διαστήματα στη Φολέγανδρο, όπου διατηρούσε επί χρόνια ένα κατάστημα.

«Πέρα από προικισμένος με μεγάλο ταλέντο, είχε μια ευγένεια και ταπεινότητα σπάνιες για άτομα του επαγγέλματος», αναφέρει στην «Κ» ο Γιάννης Τσεκλένης. «Δεν ξεχνώ ποτέ που όταν τον κάλεσα να συμμετάσχει σε προσπάθειες προβολής των Ελλήνων σχεδιαστών σε διοργανώσεις ανάλογες, ήταν σχεδόν ο μόνος που θετικά και ακομπλεξάριστα δεν έδειξε κανενός είδος βεντετισμό… Ανεκτίμητη ποιότητα». 

Στο βιβλίο του δημοσιογράφου Δημήτρη Δ. Λυμπερόπουλου, «Ελληνική Μόδα 1900-2000, Ενας Αιώνας Δημιουργίας» (Artistic Events, 1999), ο Γεράρδος καταγράφει την πορεία του: «Ηταν μια συνειδητή επιλογή. Ο πατέρας μου ήθελε να σπουδάσω πολιτικός μηχανικός. Εγώ όμως, που από μικρός τρελαινόμουν να βλέπω καλοντυμένες γυναίκες και χάζευα τις μοδίστρες όταν έραβαν τη μητέρα μου, γνώρισα πως ήμουν “ταμένος” γι’ αυτή τη δουλειά».

Το 1966, έχοντας μαθητεύσει δίπλα στον Γιάννη Τσοπανέλλη στον οίκο Τσοπανέλλη, ο Γεράρδος επένδυσε το πόσο των 11 χιλιάδων δραχμών για την ενοικίαση ενός διαμερίσματος στην οδό Σκουφά στην Αθήνα, ενώ το 1972 ο ίδιος και η αναπτυσσόμενη πελατεία του μετακόμισαν στην οδό Τσακάλωφ, όπου το στίγμα του δημιουργού δόθηκε μέσα από μια επίδειξη όπου κυριαρχούσαν πολύχρωμα πλεκτά συνδυασμένα με ύφασμα και γούνα. Οι δεκαετίες του ’70 και του ’80 ήταν οι πιο παραγωγικές για τον δημιουργό.

«Αξίζει να τονιστεί η απαράμιλλη μαεστρία του στον χειρισμό της μουσελίνας, κάτι σαν φόρος τιμής στον μεγάλο μας Γιάννη Ντεσσέ, και ειδικά να θυμίσω την εκπληκτική συλλογή του του 1982-1983 με θέμα τα ελληνικά μάρμαρα, εμπνευσμένη από τις πτυχώσεις των κλεμμένων Γλυπτών του Παρθενώνα», συνεχίζει ο Τσεκλένης. 

Ο Γεράρδος έντυσε τη Ζακλίν Μπισέ ως Τζάκι Κένεντι-Ωνάση στη ταινία «The Last Tycoon», την Μπέττυ Αρβανίτη στη σειρά του BBC «Who Pays the Ferrryman», αλλά και τη Νάνα Μούσχουρη, μεταξύ άλλων. Συνεργάστηκε, επίσης, στενά με τη Μιμή Ντενίση. 

Αν δεν ξέρεις τη ραφή…

«Εχω ένα στυλ το οποίο διατηρώ από τότε που ξεκίνησα. Και πιστεύω ότι είναι η ύψιστη τιμή για έναν σχεδιαστή μόδας. Μου αρέσει να δουν μια πελάτισσά μου και να πουν “α! αυτή φοράει Γεράρδο!”», αναφέρει ο δημιουργός στο βιβλίο του Λυμπερόπουλου. «Εχουν έρθει να με βρουν νέα παιδιά, σχεδιαστές από σχολές. Τι να σου κάνει όμως ένα σχέδιο; Πέρα από τη σύλληψη, το σκίτσο, δεν έχουν να σου προτείνουν τίποτα άλλο. Τι ύφασμα χρειάζεται για να βγει σωστό το ρούχο. Σκληρό, μαλακό; Δεν γνωρίζουν τη ραφή. Και αν δεν ξέρεις τη ραφή, δεν μπορείς να καθοδηγήσεις τη μοδίστρα τι να σου ετοιμάσει». 

Ο σχεδιαστής Λάσκαρης, ο οποίος πρόσφατα παρουσίασε μια συλλογή στο πλαίσιο της εβδομάδας υψηλής ραπτικής στο Παρίσι, μαθήτευσε στο ατελιέ του Γεράρδου. «Ηταν ένας καλός τεχνίτης, είχε φοβερό μάτι», λέει στην «Κ» για τον «δάσκαλό» του. «Μου έλεγε, “έλα στην πρόβα”, εκεί που πραγματικά βλέπεις πώς φτιάχνεται το ρούχο. Σου μάθαινε την ποιότητα και την αισθητική. Εκανε απλά, αλλά ωραία πράγματα, το πιο δύσκολο απ’ όλα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή