Οι παράλληλοι κόσμοι του Μαξ Ρίχτερ

Οι παράλληλοι κόσμοι του Μαξ Ρίχτερ

2' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο ​​κύριος Γκρι μου έφερε ένα δώρο. «Πήρα ένα για σένα και ένα για μένα», μου είπε. Ηταν ένα cd, το νέο (διπλό μάλιστα) άλμπουμ του Μαξ Ρίχτερ, του ιδιοφυούς συνθέτη από τη Γερμανία που μεγάλωσε κι εργάζεται στο Εδιμβούργο. Ο τίτλος του: «Max Richter Behind The Counter».

Η μουσική του Ρίχτερ είναι μια μεγάλη κοινή μας αγάπη με τον κύριο Γκρι. Του έχουμε αδυναμία διότι οι μουσικές του συνθέσεις διαπνέονται από μια συναρπαστική αφηγηματικότητα (η πεζογραφία, η ποίηση τον εμπνέουν συχνά και βαθιά) και από μιαν ιδιότυπη εικαστική αύρα (ηχοχρώματα που απλώνονται μπροστά σου σαν πίνακες ή σαν φωτογραφίες, σαν βιντεο-εγκαταστάσεις). Τον Ρίχτερ χαρακτηρίζει ακόμα μια άκρως υποβλητική ατμόσφαιρα (το πιάνο και τα έγχορδα υφαίνουν μυστηριακούς κόσμους παράλληλους με εκείνους που στήνει αριστοτεχνικά ο ηλεκτρονικός του εαυτός). Τον αγαπούμε όμως και για τις έξοχες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές του συνθέσεις («Βαλς με τον Μπασίρ», «Disconnect», «Arrival», «The Left Overs» κ.ά.). Ο Ρίχτερ είναι ο κατ’ εξοχήν σύγχρονος μουσικός ποιητής της απουσίας και μιας παράδοξης νοσταλγίας που εξακτινώνεται με την ίδια δύναμη προς το παρελθόν και προς το μέλλον μα και προς τη φευγαλέα παρούσα στιγμή που διαρκώς μας ξεγλιστρά ανάμεσα στα δάχτυλα.

Περίεργος ο τίτλος του άλμπουμ πάντως. Ο Ρίχτερ «κάνει ταμείο»; Κάπως έτσι. Διότι πέρα από δύο δικές του συνθέσεις, όλες οι άλλες είναι ξένες επιλογές που τον σημάδεψαν. «Καλώς ήρθατε στον κόσμο μου», γράφει στο σημείωμα που συνοδεύει τα δισκάκια, σχολιάζοντας κάθε μία από τις μουσικές της ιδιότυπης αυτής ανθολογίας. Ο Μπαχ, ο Χέντελ, ο Πέρσελ, ο Κουπρέν, ο Σούμπερτ, ο Σκριάμπιν, η Νάντια Μπουλανζέ, ο Αϊβς, ο Μπέριο, ο Στιβ Ράιχ, ο Τζον Ανταμς, ο Φίλιπ Γκλας συνυπάρχουν με αμερικανικές «ίντι» μπάντες όπως οι Low ή τη βρετανική Let’s Eat Grandma ή το αμερικανικό σύγχρονο σύνολο μουσικής δωματίου Rachel’s και άλλα πολλά. «Είναι σαν να ακούς τον Ρίχτερ να ακούει όλα αυτά τα έργα», λέει ο κύριος Γκρι.

«Αν ξεχώριζες ένα μόνον, ποιο θα ήταν;», με ρωτάει μετά. «Εστω και με μεγάλη δυσκολία, θα στεκόμουν στο “Αναπάντητο ερώτημα” του Αϊβς», του είπα. «Το ήξερα!» είπε και φανέρωσε ένα σημείωμά μου στην «Κ» από τις 31 Δεκεμβρίου του 2012. «Κοίτα τι έγραφες γι’ αυτό»: «Στο μόλις πέντε λεπτών περίπου αριστουργηματικό έργο του “Το αναπάντητο ερώτημα” (1906), ο Αμερικανός μουσουργός Τσαρλς Αϊβς αποπειράται να αποτυπώσει μουσικά το άχρονο μέσα από μια υποβλητική, φαινομενική “ακινησία” των εγχόρδων, το απειλητικό σχόλιο μιας και μόνης τρομπέτας, το οποίο συμπληρώνεται από τη σκόπιμη κακοφωνία των ξύλινων πνευστών. Η ομορφιά του έργου έγκειται στην (αμερικανική) οικονομία και την γκροτέσκα χροιά του – και μια, κάποια δόση, υπόκωφου (επίσης αμερικανικού) χιούμορ. Μας υπενθυμίζει τη σημασία της κίνησης. (…) Το ερώτημα παραμένει αναπάντητο βέβαια· ένας λόγος παραπάνω για να κινηθούμε προς τα μπροστά, με το παρελθόν να παραμένει ζωντανό μέσα μας – αλλά χωρίς να κοιτάζουμε πια πίσω».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή