Υποβάθμιση της Κίνας από S&P λόγω μεγάλης αύξησης δημόσιου χρέους

Υποβάθμιση της Κίνας από S&P λόγω μεγάλης αύξησης δημόσιου χρέους

3' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λίγες μόνον εβδομάδες πριν από το συνέδριο που διοργανώνει κάθε πέντε χρόνια το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, ο οίκος S&P υποβάθμισε χθες την πιστοληπτική ικανότητα της Κίνας για πρώτη φορά από το 1999, επικαλούμενος τη συνεχιζόμενη διόγκωση του δημόσιου χρέους της. Πρόκειται για υποβάθμιση κατά μία βαθμίδα από το ΑΑ+ στο Α+ και έπεται ανάλογων υποβαθμίσεων από τους άλλους δύο μεγάλους οίκους αξιολόγησης, Moody’s και Fitch – η Moody’s υποβάθμισε το κινεζικό χρέος τον Μάιο. Συνοδεύεται, άλλωστε, και από την υποβάθμιση τριών ξένων τραπεζών που λειτουργούν κυρίως στην Κίνα, συγκεκριμένα των HSBC China, Hang Seng China και DBS Bank China, καθώς, σύμφωνα με τη S&P, δεν θα μπορέσουν να αποφύγουν την πτώχευση σε περίπτωση στάσης πληρωμών από το Πεκίνο.

Εξηγώντας το σκεπτικό της υποβάθμισης, η S&P επισημαίνει ότι η συνεχιζόμενη πιστωτική επέκταση στην Κίνα έχει εντείνει τους οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς κινδύνους, αν και αναγνωρίζει ότι αυτή η πιστωτική επέκταση «έχει συνεισφέρει στην αύξηση του ΑΕΠ της χώρας και στην άνοδο των τιμών περιουσιακών στοιχείων». Κι ενώ διαπιστώνει πως «οι πρόσφατες προσπάθειες της πολιτικής ηγεσίας να περιορίσει τον δανεισμό των επιχειρήσεων μπορούν να θέσουν μεσοπρόθεσμα υπό έλεγχο τους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους», προεξοφλεί ότι η πιστωτική επέκταση θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα την επόμενη διετία και σταδιακά θα αυξήσει τους κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οπως σχολιάζει η εφημερίδα New York Times, παρά το γεγονός ότι η βαθμολογία της S&P εναρμονίζεται τώρα με τις βαθμολογίες που έχουν δώσει στο χρέος της Κίνας οι Moody’s και Fitch, η χρονική στιγμή που επέλεξε ο εν λόγω οίκος κάνει εντύπωση, καθώς στο επικείμενο συνέδριο χαράσσεται συνήθως το νέο πενταετές πρόγραμμα της κινεζικής ηγεσίας και τίθενται στο πλαίσιό του οι νέες προτεραιότητες του Πεκίνου.

Ωρα για μεταρρυθμίσεις

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το σχόλιο του Ρομπ Σουμπαράμαν, οικονομολόγου της Nomura στη Σιγκαπούρη, ο οποίος τόνισε ότι «η υποβάθμιση αποτελεί έγκαιρη υπενθύμιση προς τις κινεζικές αρχές πως θα χρειαστεί να πιουν το πικρό ποτήρι ορισμένων εκ των πλέον επώδυνων μεταρρυθμίσεων που έχουν αναβληθεί, όπως η μείωση του δανεισμού των επιχειρήσεων και η αναδιάρθρωση των κρατικών εταιρειών». Ο ίδιος αναλυτής κάλεσε εμμέσως το Πεκίνο να αλλάξει μοντέλο ανάπτυξης και να στραφεί από «την ποσότητα στην ποιότητα», ενώ εξέφρασε την ελπίδα ότι στη διάρκεια του έτους το Πεκίνο θα περιορίσει τον στόχο του για ανάπτυξη φέτος σε ρυθμούς της τάξης του 6% έως 6,5%. Οι υποβαθμίσεις του κινεζικού χρέους συνάδουν με τις προειδοποιήσεις του ΔΝΤ ότι η πιστωτική επέκταση στη δεύτερη οικονομία του κόσμου έχει πάρει «επικίνδυνο δρόμο». Το Ταμείο έχει, μάλιστα, καλέσει το Πεκίνο να αναλάβει «αποφασιστική δράση» για την αντιμετώπιση του προβλήματος, ενώ τον Σεπτέμβριο η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών προέβλεψε ότι η υπερβολική πιστωτική επέκταση θα οδηγήσει σε τραπεζική κρίση τα επόμενα τρία χρόνια. Σημειωτέον ότι το ΔΝΤ αναβάθμισε προ ημερών την πρόβλεψή του για τον μέσο όρο ετήσιας ανάπτυξης της Κίνας έως το 2020, αλλά προεξόφλησε ότι αυτή η ανάπτυξη θα επιτευχθεί με τίμημα την αύξηση του χρέους και τη συνεπακόλουθη μεγέθυνση των κινδύνων.

Μικρή η επίπτωση, εκτιμούν οι αναλυτές

Μέλη της Κινεζικής Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών, ερευνητικού ινστιτούτου ελεγχόμενου από το Πεκίνο, εξέφρασαν προσφάτως την εκτίμηση ότι το χρέος της Κίνας δεν εγκυμονεί τόσους κινδύνους όσους μπορεί να νομίσει κανείς εκ πρώτης όψεως, αν ληφθεί υπ’ όψιν ο όγκος των περιουσιακών στοιχείων που ελέγχει το κράτος. Το εν λόγω ινστιτούτο υπολογίζει πως η αξία των περιουσιακών στοιχείων του κράτους ανέρχεται περίπου σε 125,4 τρισ. γουάν, ποσό αντίστοιχο των 19 τρισ. δολαρίων, που ισοδυναμεί με περίπου 1,8 φορές το ΑΕΠ της χώρας.

Σε ό,τι αφορά τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει για την Κίνα η υποβάθμιση του χρέους της, ο Τομ Ορλικ, επικεφαλής της ομάδας οικονομολόγων της Bloomberg Intelligence στο Πεκίνο, προεξοφλεί ότι «θα είναι πολύ περιορισμένος, καθώς η Κίνα είναι μια χώρα με τεράστια αποθέματα εγχώριας αποταμίευσης και δεν εξαρτάται από την εξωτερική χρηματοδότηση».

Οπως επισημαίνει, άλλωστε, το Bloomberg, η Ιστορία καταδεικνύει πως οι τιμές και οι αποδόσεις του χρέους των χωρών δεν επηρεάζονται πάντα καθοριστικά από τις βαθμολογίες πιστοληπτικής αξιολόγησής της. Ενδεικτική περίπτωση ήταν οι αποδόσεις των ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου, που σημείωσαν ελάχιστη μεταβολή το 2011, όταν η S&P υποβάθμισε το χρέος των ΗΠΑ. Οι ξένοι επενδυτές αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 2% της εγχώριας αγοράς ομολόγων στην Κίνα, μολονότι οι κινεζικές αρχές προσπαθούν να διευρύνουν τη συμμετοχή τους. Σε ό,τι αφορά τα ομόλογα που έχουν εκδοθεί εκτός Κίνας από κινεζικούς φορείς, έχουν και πάλι αγοραστεί από εγχώριους πιστωτές.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή