Σε τροχιά αβεβαιότητας το Ελληνικό

Σε τροχιά αβεβαιότητας το Ελληνικό

4' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε νέες ατραπούς εισέρχεται η αξιοποίηση του Ελληνικού, μετά την απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) να κηρύξει το 5% της έκτασης του ακινήτου χώρο αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Η απόφαση του συμβουλίου, η οποία δεν έχει ακόμη καθαρογραφεί, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, προκαλεί εμπόδια στην ανάπτυξη ενός εμπορικού ακινήτου στη ΒΔ πλευρά της έκτασης του Ελληνικού και κάποιων πολυτελών κατοικιών που σχεδιάζονται στη ΒΑ πλευρά. Επιπλέον, σύμφωνα με πληροφορίες, οι οποίες ωστόσο μένει να επιβεβαιωθούν, οι αρχαιολόγοι θέτουν συστάσεις για το ύψος των ανεγειρόμενων κτιρίων. Σύμφωνα με πληροφορίες, συστήνουν τα κτίρια που θα ανεγερθούν να μην ξεπερνούν σε ύψος εκείνο της… Ακρόπολης.

Η κυβέρνηση εμφανίσθηκε ανακουφισμένη αμέσως μετά την απόφαση αυτή του ΚΑΣ. Κυρίως όμως επιχείρησε να υποβαθμίσει τη σημασία της. Η ανακούφιση προήλθε από το γεγονός ότι οι αρχικές συζητήσεις της γενικής γραμματέως Πολιτισμού Μαρίας Βλαζάκη με τα στελέχη της κυβέρνησης έκαναν λόγο για κήρυξη ως χώρου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος του 10% έως 100% της έκτασης στο Ελληνικό.

«Ξεκλείδωμα»

Γι’ αυτό ο υπεύθυνος της κυβέρνησης για τη συγκεκριμένη επένδυση, υπουργός Επικρατείας Αλέκος Φλαμπουράρης, την επομένη της απόφασης του ΚΑΣ έκανε λόγο για «Κασσάνδρες που διαψεύστηκαν» σχετικά με το Ελληνικό, αφού «με τον χαρακτηρισμό ως αρχαιολογικού χώρου ενός μικρού τμήματος μόλις 280 στρεμμάτων, επί συνόλου 6.500, άνοιξε ο δρόμος για την επένδυση». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, καθώς και άλλα στελέχη της κυβέρνησης, που χαρακτήρισαν την απόφαση του ΚΑΣ «το ξεκλείδωμα» της επένδυσης στο Ελληνικό.

Ικανοποιημένοι ακόμη εμφανίστηκαν και οι αρχαιολόγοι, που έκαναν λόγο για απόφαση του ΚΑΣ η οποία προστατεύει τις αρχαιότητες του Ελληνικού. Οι μόνοι που τηρούν στάση αναμονής είναι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι επενδυτές, αλλά και όσοι θεωρούν ότι η επένδυση αυτή αποτελεί ανάχωμα στην οικονομική κρίση της χώρας. Πάντως, η εταιρεία Lamda Development, που διενεργεί τις διαπραγματεύσεις από την πλευρά των ενδιαφερόμενων επενδυτών, πράττοντας έξυπνα, αναμένει καθαρογραμμένη την απόφαση του ΚΑΣ προκειμένου να εκφέρει άποψη. Αυτό θα συμβεί μετά την αξιολόγησή της από τους νομικούς και τους μηχανικούς της. Παράλληλα, η ίδια δηλώνει ότι εμμένει στα όσα έχει υπογράψει μέχρι σήμερα με το ελληνικό Δημόσιο και το ΤΑΙΠΕΔ, υποδηλώνοντας ουσιαστικά ότι η απόφαση του ΚΑΣ αποτελεί νέα αξίωση του πωλητή, πέρα και πάνω από τα συμβατικά κείμενα που έχουν συνομολογηθεί μέχρι σήμερα.

Καλά πληροφορημένες πηγές εξέφραζαν τη δυσαρέσκεια που έχει προκληθεί τόσο στη Γενεύη, έδρα του βασικού μετόχου της Lamda, όσο και στo Aμπου Ντάμπι, έδρα της Eagle Hills, αλλά και στο Πεκίνο, έδρα της Fosun. Οι τρεις τελευταίοι έχουν συστήσει την εταιρεία Hellinikon Global I S.A., η οποία πρόκειται να εξαγοράσει το 100% της εταιρείας Ελληνικόν Α.Ε. και να αναπτύξει το ακίνητο. Οι τρεις μέτοχοι, αν και διαθέτουν μέχρι σήμερα αρραγές μέτωπο, διαπιστώνουν κάθε φορά ότι αναγκάζονται σε μικρότερες ή μεγαλύτερες υποχωρήσεις από τα αρχικώς συμφωνηθέντα. Αυτό έγινε τόσο το καλοκαίρι του 2016, με την τροποποίηση της αρχικής σύμβασης αγοραπωλησίας της εταιρείας Ελληνικόν Α.Ε. (2014), όσο και φέτος το καλοκαίρι, με την υπογραφή του γενικού μνημονίου συναντίληψης και συνεργασίας που υπέγραψαν το υπουργείο Πολιτισμού και η εταιρεία Ελληνικόν Α.Ε. Ουσιαστικά, με βάση το τελευταίο, ο ενδιαφερόμενος επενδυτής δεσμεύεται ότι, αν υπάρξουν αρχαιολογικά ευρήματα, το κόστος εκσκαφής και ανάδειξης θα βαρύνει τον ίδιο.

Ούτε μια «φτυαριά» χωρίς έγκριση

Η απόφαση του ΚΑΣ της περασμένης εβδομάδας σχετικά με το Ελληνικό συνιστά άλλη μία υπαναχώρηση του πωλητή (ΤΑΙΠΕΔ, ελληνικό Δημόσιο) από τα αρχικώς συμφωνηθέντα με τον ενδιαφερόμενο επενδυτή (Lamda Development, Hellinikon Global I). Η υπαναχώρηση όμως αυτή είναι και η πιο σημαντική, αφού πλέον η εταιρεία που θα αναλάβει την αξιοποίηση του ακινήτου, στα 300 στρέμματα που έχουν χαρακτηριστεί αρχαιολογικός χώρος, δεν θα μπορεί να πραγματοποιήσει ούτε μια «φτυαριά» χωρίς την έγκριση των υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού και των εφορειών αρχαιοτήτων Αττικής.

Οι αρχαιολόγοι επιχείρησαν να υποβαθμίσουν τη σημασία της συγκεκριμένης απόφασης. Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) σε ανακοίνωσή του στις 29/9/2017 εκτιμούσε ότι η κήρυξη μέρους του ακινήτου ως χώρου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος «δεν εμποδίζει την έγκριση ή την εκτέλεση του όποιου έργου. Απόδειξη για αυτό», προσετίθετο στην ανακοίνωση, «είναι το κέντρο της Αθήνας, η Ρόδος, το Ναύπλιο, η Μονεμβασία, τα Χανιά και πολλές άλλες περιπτώσεις που αποτελούν κηρυγμένους αρχαιολογικούς χώρους». Παραδέχονταν όμως ότι μια τέτοια απόφαση «διασφαλίζει ότι κάθε τεχνικό έργο θα παίρνει απαραίτητα την έγκριση από την αρχαιολογική υπηρεσία».

«Και το βάψιμο…»

Και αυτό είναι το βασικό πρόβλημα των ενδιαφερόμενων επενδυτών. Πρακτικά, η ανάπτυξη του ακινήτου –τουλάχιστον στον χώρο αρχαιολογικού ενδιαφέροντος– υπεισέρχεται στους ρυθμούς της ελληνικής γραφειοκρατίας. Για κάθε «φτυαριά» θα απαιτείται άδεια της αρμόδιας εφορείας αρχαιοτήτων, ενώ δεν αποκλείεται οι αρχαιολόγοι να θέτουν όρους για το ύψος, τον όγκο κ.ο.κ. των παρακείμενων κτιρίων. «Ακόμη και το βάψιμο των εξωτερικών χώρων των ακινήτων θα χρειάζεται άδεια από τις υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού», παραδέχεται καλά ενημερωμένη πηγή. Στην περίπτωση πρωτότυπων αρχιτεκτονικών λύσεων, όπως αυτή που προτάθηκε από το αρχιτεκτονικό γραφείο Foster+Partners, που περιλαμβάνει υψηλά κτίρια και ειδικών προδιαγραφών, οποιοσδήποτε στις υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού (και όχι μόνο) θεωρεί ότι «προσβάλλεται» η ζώνη του αρχαιολογικού χώρου για οποιοδήποτε λόγο (ύψος, όγκος, σχήμα, χρώμα κ.λπ.) θα έχει δικαίωμα προσφυγής και αναστολής εργασιών, με όχι πάντα αντικειμενικούς ισχυρισμούς. Και το ρίσκο αυτό για τον ενδιαφερόμενο επενδυτή θα υπάρχει όχι μόνο κατά τη φάση της έναρξης λειτουργίας, αλλά για όσο ισχύει ο χαρακτηρισμός της έκτασης, δηλαδή εφ’ όρου ζωής της επένδυσης.

Στην πράξη, η απόφαση του ΚΑΣ θέτει σε νέα τροχιά αβεβαιότητας την επένδυση, που ελπίζεται ότι δεν θα καταλήξει όπως στην Αφάντου της Ρόδου. Εκεί η απόφαση της αρχαιολογικής υπηρεσίας «ναρκοθέτησε» την επένδυση: η αγοραπωλησία του ακινήτου έχει «παγώσει», καθώς οι δύο ενδιαφερόμενοι επενδυτές αποσύρθηκαν μετά την απόφαση του πρώην υπουργού Αριστείδη Μπαλτά να δεχθεί εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ρόδου και να κηρύξει το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης του ακινήτου σε χώρο αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή