Αποψη: Η πολυφαρμακία καλά κρατεί

Αποψη: Η πολυφαρμακία καλά κρατεί

3' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα από τα παράδοξα στον χώρο της υγείας είναι η συνεχιζόμενη πολυφαρμακία, ιδιαίτερα των ακριβών φαρμάκων, παρά τη σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης του μέσου Ελληνα τα τελευταία χρόνια. Τα μέτρα που ελήφθησαν στη διάρκεια της κρίσης, όπως η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, η θετική λίστα αποζημιωμένων φαρμάκων κ.ά., δεν μπόρεσαν να θεραπεύσουν το πρόβλημα αλλά και τις άλλες στρεβλώσεις στον χώρο του φαρμάκου, πλην της μείωσης της υπέρογκης δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης. Η Ελλάδα συνεχίζει να έχει πάρα πολλούς φαρμακοποιούς, πάρα πολλά φαρμακεία (95 ανά 100.000 κατοίκους, με τον μέσο όρο στην Ευρώπη των «28» να είναι 31), πάρα πολλές φαρμακαποθήκες (δεκαπλάσιες από πολλές ευρωπαϊκές χώρες), καθώς και πάρα πολλούς γιατρούς (διπλάσιοι από τον μ.ό. των χωρών του ΟΟΣΑ), προβληματικό σύστημα τιμολόγησης, μικρή διείσδυση γενόσημων φαρμάκων (τη μικρότερη στην Ευρώπη) και κυρίως υψηλή κατανάλωση φαρμάκων, ιδιαίτερα αντιβιοτικών και ακριβών φαρμάκων.

Τη βασική ευθύνη για την πολυφαρμακία την έχουν οι γιατροί οι οποίοι συνεχίζουν να συνταγογραφούν κατά 50% περισσότερα φάρμακα σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Ευθύνονται όμως και τα φαρμακεία, τα οποία πωλούν παρανόμως συνταγογραφούμενα φάρμακα χωρίς συνταγή, σε ποσοστό 30%, εκ των οποίων το 1/3 περίπου αφορά πώληση αντιβιοτικών. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση αντιβιοτικών στη χώρα μας είναι τρεις φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στην Ολλανδία και δεύτερη μεγαλύτερη μετά την Τουρκία, ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ. Και τα ακριβά φάρμακα παρουσιάζουν αυξημένες πωλήσεις, αλλά και αύξηση της μέσης τιμής τους κατά 24% την περίοδο 2009-14. Στην Ελλάδα, τιμή μεγαλύτερη των 100 ευρώ έχει το 4,3% των φαρμάκων, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Πορτογαλία είναι 1,8% και στην Ιταλία 1,2%.

Ευθύνη για την αυξημένη κατανάλωση έχουν βέβαια και όσες φαρμακευτικές εταιρείες ακολουθούν «επιθετική» πολιτική προώθησης των προϊόντων τους, αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες που απαιτούν συχνά πολλά και ακριβά φάρμακα για να νιώσουν ασφαλείς. Εξαιτίας της πολυφαρμακίας, η σημαντική μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, που υποχώρησε στα 2 δισ. ευρώ το 2016 από 5,2 δισ. το 2009 (η δε κατά κεφαλήν δαπάνη μειώθηκε σε 183 ευρώ, όταν ο μ.ό. της Ε.Ε.-22 είναι 285), δεν επηρέασε την κατά κεφαλήν ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη η οποία παρέμεινε υψηλή. Το 2014 ήταν 468 ευρώ κατέχοντας την τρίτη θέση ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ, μετά τη Γερμανία και την Ιρλανδία και την πρώτη θέση στα συνταγογραφούμενα φάρμακα.

Η μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης επιτεύχθηκε κυρίως λόγω της μείωσης των τιμών, την περιορισμένη είσοδο νέων καινοτόμων φαρμάκων και τις επιστροφές των φαρμακευτικών εταιρειών μέσω clawback και rebate, τα οποία αποτελούν τα πιο ανορθολογικά υποκατάστατα μέτρων ορθολογικής κατανάλωσης, καθώς αντιμετωπίζουν ισοπεδωτικά και άδικα τις επιχειρήσεις και τα φάρμακα. Δεν διαφοροποιούν τα αναγκαία από τα μη αναγκαία φάρμακα ή τα αποτελεσματικά από τα μη αποτελεσματικά φάρμακα, ενώ ταυτόχρονα εφησυχάζουν τους κυβερνώντες και τους δανειστές ως προς τη συγκράτηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης. Ο εφησυχασμός αυτός, καθώς και η διαχρονική μονομερής εστίαση της πολιτείας στη μείωση των τιμών, καθυστερούν τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για τον έλεγχο της ποσότητας και της σύνθεσης της φαρμακευτικής κατανάλωσης.

Τα μέτρα αυτά αφορούν τη δημιουργία θεραπευτικών πρωτοκόλλων και την ενσωμάτωσή τους στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση, την ενίσχυση της προπτυχιακής εκπαίδευσης γιατρών και φαρμακοποιών και τη συνεχή κατάρτισή τους, την ενημέρωση του κοινού για τους κινδύνους της πολυφαρμακίας, την επιβολή ελέγχων και κυρώσεων στα φαρμακεία για την πώληση συνταγογραφούμενων φαρμάκων χωρίς συνταγή γιατρού και τον αυστηρό έλεγχο της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης των γιατρών με ποινές αλλά και επιβραβεύσεις σωστής συνταγογραφικής πρακτικής. Η εφαρμογή αυτών των μέτρων θα ενισχύσει την πρόσβαση του Ελληνα ασθενούς στο αναγκαίο φάρμακο, που καθίσταται σήμερα προβληματική λόγω των υφιστάμενων περιορισμών στις δαπάνες για την υγεία.

* Ο κ. Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής ΕΚΠΑ, διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας και του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή