Ντίνος Ηλιόπουλος, ένας φινετσάτος αντιήρωας

Ντίνος Ηλιόπουλος, ένας φινετσάτος αντιήρωας

8' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Το γράψιμο αυτού του βιβλίου το τελείωσα πρόσφατα. Δεν φταίω εγώ αν στον επόμενο τόνο, ώσπου να ‘ρθει δηλαδή στα χέρια σας, όσα σημερινά γράφω θα έχουν γίνει χθες. Ο χρόνος. Ετσι και τον πετύχω πουθενά αυτόν! Είναι ο πιο αχάριστος τρομοκράτης. Ενώ εμείς τον κάνουμε βιντεοθήκη, αυτός προτιμάει να μας ξεπετάξει με μια Πολαρόιντ. Τρία πράγματα δεν θυμάμαι ποτέ: Πρώτον: ονόματα. Δεύτερον: ημερομηνίες. Τρίτον: το ξέχασα».

(Τελευταία σελίδα του Βιβλίου: «Ενας Ηλιόπουλος ονόματι Ντίνος», 1999).

Αλλο ένα ελληνικό χαμόγελο έσβησε. Αλλη μια χαρισματική παρουσία από εκείνες που χάρισαν συγκίνηση και διασκέδαση στους Ελληνες επί πολλές δεκαετίες, από τη σκηνή και την οθόνη. Ο Ντίνος δεν είναι πια κοντά μας. Ο Ντίνος που δεν έκανε «μαγκιές» ως λαϊκός ήρωας της σκηνής και της οθόνης, που δεν ενσάρκωνε τον «κλασικό», λεγόμενο, τύπο Ελληνα, αλλά ήταν ένας γνησιότατος, πανανθρώπινος «αντιήρωας», ο γλυκός κι ευγενικός Ντίνος Ηλιόπουλος έσβησε προχθές το βράδυ. Εσβησε στην Κεντρική Κλινική Αθηνών, σε ηλικία 88 χρόνων, αποκαμωμένος από την πολύμηνη μάχη με τις ασθένειες και την προχωρημένη ηλικία του. Τις τελευταίες ημέρες, μάλιστα, ο ασθενής δεν είχε καμία επικοινωνία με το περιβάλλον.

Γνωρίζοντας ότι το τέλος πλησίαζε, επανέλαβε στους οικείους του -τις τρεις γυναίκες της ζωής του, τη γυναίκα του Χίλντα και τις κόρες του Εβίτα και Χίλντεγκαρντ- την επιθυμία του: «Θα ήθελα στην κηδεία μου να φορούν όλοι λευκά και να ακούγεται τζαζ…». Και είναι βέβαιο ότι τα μαύρα και το βαρύ πένθος δεν ταιριάζουν στη φινέτσα, στην αισιοδοξία του και στη θετική διάθεση που είχε απέναντι στη ζωή όλα αυτά τα χρόνια. Σήμερα στις 11 το πρωί, στο Α’ Νεκροταφείο, είναι βέβαιο ότι θα βρεθούν στο πλευρό της οικογενείας, για να αποχαιρετίσουν τον «Ντίνο, Ντινάκο, Ντινάρα» -όπως χαϊδευτικά τον αποκαλούσαν φίλοι και θαυμαστές- της σκηνής, της οθόνης, της ζωής…

Από τους κορυφαίους μιας μεγάλης γενιάς

Ηταν ένας από τους καλύτερους και για αρκετά χρόνια αδικημένους Ελληνες ηθοποιούς. Κωμικός εξαιρετικός, αγαπητός σε όλους για τους τύπους που ενσάρκωνε, ειδικότερα στον συνεσταλμένο, άτολμο και λίγο αφηρημένο χαρακτήρα.

Ομως, αυτό ήταν και στη ζωή ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Ταπεινός, ανασφαλής, αντιήρωας. Δεν πρόβαλε ποτέ τον εαυτό του, ενώ πάντα του προκαλούσε αμηχανία οποιαδήποτε ένδειξη θαυμασμού, πολύ περισσότερο η εικόνα ενός κασετοφώνου που κατέγραφε τα λόγια του.

Σε αυτές τις περιπτώσεις κόμπιαζε, έχανε τα λόγια του -οι παύσεις του ήταν δημοφιλείς-, μεταμορφωνόταν στον νικημένο ήρωα που έχανε στη ζωή από κάποιον πιο σίγουρο. Αυτό ακριβώς που εμφάνιζε στο πανί.

Διέθετε, όμως, μία φανερή φινέτσα ανάμικτη με χιούμορ. Κάτι ευρωπαϊκό. Καλλιέργεια που ελάχιστοι της γενιάς του είχαν, θαυμάσια κίνηση, κορμοστασιά και το κυριότερο την ικανότητα του αυτοσχεδιασμού. Βοηθούσε τους νέους, δεν ήταν ανταγωνιστικός, είχε πάντα μια έμφυτη ευγένεια και τρόπους ειλικρινείς.

«Από τους κορυφαίους μιας μεγάλης γενιάς Ελλήνων ηθοποιών, κωμικών κυρίως που στο ταλέντο, την εργατικότητα, τη σεμνότητα, την αμεσότητα και τον ηρωισμό τους στηρίχθηκε το αιθαλές όπως αποδεικνύεται από την τηλεοπτική του χρήση, φαινόμενο της εγχώριας κινηματογραφικής κωμωδίας» σημειώνει εύστοχα ο Γιώργος Μπράμος στην έκδοση του 39ου φεστιβάλ: «Ντίνος Ηλιόπουλος 50 χρόνια προσφορά στον ελληνικό κινηματογράφο».

Είναι ο πρώτος, συνεχίζει, που δεν αυτοσαρκάζεται γιατί είναι χονδρός, κοντός ή βλάχος, αλλά ανακαλύπτει τη λεπτή γραμμή της αυτοειρωνείας για μια ιδιαιτερότητά του, που δεν είναι σωματικό μειονέκτημα και υπογραμμίζει έτσι την αγοραφοβία του.

Δημοφιλές δίδυμο

Θαύμαζε πάντα τον Τσάρλι Τσάπλιν, ενώ αποτέλεσε ένα από τα πιο επιτυχημένα δίδυμα με τον Μίμη Φωτόπουλο που υπήρξε φίλος του ώς τον θάνατό του. Οταν τον ρωτούσαν για τη δειλία που απεικονιζόταν στις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, απαντούσε ότι τολμηρή του πράξη, για την οποία άλλωστε υπερηφανευόταν, ήταν το ανέβασμα της κωμωδίας του Πλαύτου «Μέναιχμοι» το 1966. «Ηταν ένα ανέβασμα που ξάφνιασε για την εποχή εκείνη. Περηφανεύομαι γι’ αυτό το πείραμα γιατί έγινε πριν καν εμφανιστούν ο Μελ Μπρουκς και οι Μόντι Πάιθονς που καλλιέργησαν το είδος εκείνο. Εδώ οι κριτικοί, οι μισοί με αποκάλεσαν τρελό και οι άλλοι μισοί το χαιρέτισαν σαν ένα σταθμό στο ελληνικό θέατρο» είχε εξομολογηθεί σε συνέντευξή του, το 1988.

«Η κωμική τέχνη του κ. Ηλιόπουλου ξεκινάει από την κομέντια ντελ άρτε, όχι τόσο γιατί ακολουθεί κάποιον συγκεκριμένο τύπο αυτής της υποκριτικής παράδοσης, αλλά γιατί οικοδομεί τους ρόλους με τον ίδιο τρόπο. Ο Ηλιόπουλος παίζει ένα ρόλο και ταυτόχρονα τον τύπο του μέσα στον ρόλο. Είναι ο κατ’ εξοχήν ηθοποιός με τα τυποποιημένα τερτίπια, με τη διαφορά πως δεν είναι ένας τυποποιημένος ηθοποιός. Εχει κατασκευάσει έναν κωμικό κώδικα τελείως προσωπικό, ύστερα από μελέτη των προσόντων του και των ελαττωμάτων του. Μεγάλοι κωμικοί είναι εκείνοι που, κωδικοποιώντας τα μέσα τους, εξαίρουν -υπερτονίζοντας, υπογραμμίζοντας- το ελάττωμά τους. Αυτή η μέθοδος απαιτεί ένστικτο και μεγάλη φαντασία, δύο προσόντα που διαθέτει αφειδώλευτα ο Ηλιόπουλος» σημειώνει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος.

Ποτέ δεν αποκρυσταλλώνει την κίνηση σε μία πάγια έκφραση, επισημαίνει ο θεατρικός κριτικός. Ενώ δίνει την εντύπωση του τέλεια μελετημένου, ένα είδος γοητευτικής άμυνας που τον συνέχει, αφήνει γύρω απ’ τις κινήσεις του ένα σαφές μετείκασμα, με αποτέλεσμα να φαίνεται πως συνεχώς εφευρίσκει τον ρυθμό κι αυτοσχεδιάζει. Εχω την εντύπωση πως δεν υπάρχει πιο σχολαστικός ηθοποιός κατά τη διάρκεια της δοκιμής. Μένω με τη γνώμη, όπως τόσα χρόνια τον παρακολουθώ, πως έχει μετρήσει με το χιλιοστό κάθε βήμα του, κάθε απόσταση και κάθε φωτοσκίαση των αντιδράσεών του. Κι όμως, όταν τον βλέπεις στην παράσταση νομίζεις πως ψάχνει να βρει την επόμενη κίνηση, πως τώρα μαθαίνει τις θέσεις του και πως με κόπο εκφωνεί τα λόγια του. Η όλη του προσπάθεια αφήνει στον θεατή τη γεύση του ανολοκλήρωτου, κι εδώ ακριβώς είναι το μυστικό της μεγάλης του τέχνης, αλλά κι ο μεγάλος του εχθρός. Είναι ένας κωμικός δύσκολος, γιατί δεν κολακεύει ποτέ με ευκολίες το κοινό…».

Να όμως τι είχε σημειώσει ο ίδιος ο πρωταγωνιστής για όσους του έλεγαν ότι χόρευε πολυ ωραία. «Κατακλέβω τις φιγούρες από τον Fred Astaire, τον Gene Kelly (…) Πολλοί σημερινοί που έχουν δει τις ταινίες μου στην τηλεόραση, μου λένε: «Στα νιάτα σας, θα πρέπει να ήσαστε χορευτής». Φυσικά, δεν μπορώ να δεχτώ τη βεβήλωση για την ύψιστη τέχνη του χορού, που γι’ αυτήν έδωσε ο Verlaine τον καλύτερο ορισμό: «Είναι η μουσική όταν την κοιτάς». Αν δικαιούμαι έναν έπαινο είναι για το ότι, μέσα από την επιθυμία μου να ήμουν ένας τέτοιος χορευτής, εφηύρα την παρωδία του χορού -σαχλαμαρίτσες, δηλαδή…

«Σαν ξυραφάκια»

Η πρώτη γλώσσα που έμαθε ήταν γαλλικά, αφού μεγάλωσε στη Μασσαλία, γεννήθηκε όμως στην Αλεξάνδρεια. Τα ελληνικά τα έμαθε με τον ερχομό της οικογένειάς του στην Αθήνα το 1935. Σπουδάζει στην Μπερξάιρ Χάι Κομέρσιαλ Σκουλ προκειμένου να συνεχίσει τα βήματα του πατέρα του στο εμπόριο, ωστόσο μετά τον στρατό, αναγκάζεται να δουλέψει και να αλλάξει αρκετές δουλειές. «Σαν ξυραφάκια» έχει πει χαρακτηριστικά. Από ασφαλιστικά γραφεία μέχρι γραφεία αυτοκινήτων, τίποτε όμως που να αφορούσε το θέατρο.

Βέβαια, ο κινηματογράφος του άρεσε από μικρό παιδί. Ηρωές του, όταν ήταν στη Μασσαλία, οι: Harold Lloyd, Buster Keaton, ενώ στην Ελλάδα βλέπει στη σκηνή τους: Μαυρέα, Αυλωνίτη, Αργυρόπουλο, Κοκκίνη.

Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να σκεφθεί να δοκιμάσει το θέατρο. Η πρώτη εμπειρία ωστόσο με τη δραματική σχολή δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Ενα ποίημα του Καβάφη πήγε να απαγγείλει -λάτρευε μέχρι το τέλος την ποίηση- όμως στον δεύτερο στίχο του είπαν «φτάνει». Ετσι, στη σχολή του Εθνικού δεν φοίτησε αφού τον «έκοψαν», αποφοίτησε, πάντως, από εκείνη του Ντίνου Σαραντίδη. Το όνομά του γίνεται γρήγορα γνωστό και η πρώτη του εμφάνιση έγινε στον θίασο της Κατερίνας στο «Κυρία, σας αγαπώ» του Λ. Λεντς.

Στον κινηματογράφο αρχίζει καριέρα το ’48 και μέσα σε πέντε 10ετίες γυρίζει 76 ταινίες και αμέτρητες βιντεοκασέτες, δυστυχώς, αλλά και σίριαλ.

Ωστόσο, τίποτα, δεν ξεπέρασε την ερμηνεία του στον «Δράκο» του Ν. Κούνδουρου. «Δεν ξέρω πώς του ήρθε του Κούνδουρου να με διαλέξει ή πώς μου ‘ρθε εμένα να με μαγνητίσει αυτός ο νέος σκηνοθέτης και να μας οδηγήσει -τη Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, τον Αργύρη κι εμένα- με τον σιγανό, υποβλητικό του τρόπο».

Το «χρυσό στέμμα» από τον Λογοθετίδη

Στο θέατρο από το 1943 έπαιξε με όλους τους μεγάλους από τους: Β. Μανωλίδου, Μ. Αρώνη, Δ. Χορν, Μ. Μερκούρη, Μ. Κοτοπούλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Κατράκη κ.ά., ερμηνεύοντας έργα των: Σαίξπηρ, Μπ. Σο, Γκολντόνι κ.ά. Για τον Ηλιόπουλο μεγάλος ηθοποιός της εποχής ήταν ο Βασίλης Λογοθετίδης. Μάλιστα είχε πει όταν τον είδε στη σκηνή: «Τι κλόουν, τι καταπληκτικός κλόουν!..».

«Μία τέτοια φράση, από έναν τόσο μεγάλο ηθοποιό, ήταν η καθιέρωση, το χρυσό στέμμα που έπαιρνε ο νέος κωμικός» γράφει ο Φρίξος Ηλιάδης.

Θιασάρχης, γίνεται το ’53 στο «Ρεξ» με τον «Θανασάκη πολιτευόμενο» και την Αννα Συνοδινού δίπλα του, ενώ ένα χρόνο αργότερα συγκροτεί θίασο με τον Μ. Φωτόπουλο. Την ίδια περίοδο ερωτεύεται και παντρεύεται, για να χωρίσει σύντομα, μια θαυμάστριά του, ενώ δέκα χρόνια αργότερα παντρεύεται την Αυστριακή Χίλντεγκαρντ από την οποία αποκτά τις κόρες του Εβίτα και Χίλντα.

Στο θέατρο συνεργάστηκε ακόμη με την Ελλη Λαμπέτη στη «Γλυκιά Ιρμα», την Τζένη Καρέζη, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, με τον Αλέξη Σολομό στο «Προσκήνιο» κ.ά. ενώ η παρουσία του στη σκηνή ήταν ετήσια εδώ και χρόνια.

Επαιξε στο Εθνικό το 1977 εμηνεύοντας τον «Αμφιτρύωνα» του Πλαύτου, επίσης στην Επίδαυρο, στο Ηρώδειο γενικά είχε την ικανότητα να προσαρμόζεται σε όλα τα είδη. Από επιθεωρήσεις, κωμωδίες, μιούζικαλ, παραστάσεις με νέους και παλιούς ηθοποιούς, που δεν ήταν πάντα αντάξιες του ταλέντου του, ήταν ωστόσο φανερό ότι ο Ηλιόπουλος δεν μπορούσε να μείνει καιρό μακριά από τη σκηνή. Τελευταία του παραστάση ήταν η «Πριγκίπισσα του λαού» στο θέατρο «Καλουτά».

Πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες από το τέλος της δεκαετίας του ’40 όπως: «Εκατό χιλιάδες λίρες», «Τα τέσσερα σκαλοπάτια», «Τζο ο τρομερός», «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», «Στουρνάρα 288», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Ζητείται ψεύτης» κ.ά. Για την προσφορά του στο θέατρο τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α’.

Χρόνος, ο πιο αχάριστος τρομοκράτης

«Σ’ έναν κόσμο-μαραθώνιο, όπου παρκάρισες σε διπλή γραμμή, οι χειμώνες πάνε κι έρχονται. Καιρός να βάλουμε κάνα κούτσουρο στο καλοριφέρ. Τώρα, η τούρτα των γενεθλίων μου έχει τόσα κεριά που αν τ’ ανάψουμε όλα θα ψηθεί μονάχη της. Πολύ θέατρο, κάμποσος κινηματογράφος, τηλεόραση ελάχιστη. Ποτέ δεν την άντεξα έτσι πεταχτή, φευγάτη και μοναχική που είναι.

Η ζωή μου ήταν μια ζωή φανταστική με πολλές φανταστικές ζωές. Αυτές των προσώπων που υποδύθηκα. Τα ονόματά τους κατρακυλάνε τηλεχιονοστιβάδα στη μνήμη του κόσμου. Δεν είναι Φάλσταφ ούτε καν Σγαναρέλος, είναι ονόματα καθημερινά, δικά μας. Θανασάκης, Ψευτοθόδωρος, Λευτεράκης. Μικροσκοπικοί ήρωες που όμως άγγιξαν την καρδιά του λαού μας.

Να είσαι κάτι το ’49 (όπου αναδείχθηκα) και να εξακολουθείς να είσαι κάτι το ’99, είναι επίσης κάτι!

Μου το δείχνει η τρυφερότητα του κόσμου, των συναδέλφων μου, της κριτικής…

Μου το δείχνουν οι δυο-τρεις γενιές που μεγάλωσα, που καταφθάνουν πάνω μου συγκινημένοι να τους μείνω κι άλλο παρών.

Οι στενοί μου άγνωστοι του δρόμου, ο φοιτητής, το κοριτσόπουλο, ο φορτηγατζής, ο μηχανόβιος που ανάμεσα στο γέρασε που τους ξεφεύγει και το δεν το έκανα επίτηδες που τους απαντάω, με φέρνουν στην ηλικία τους και με προσφωνούν Ντίνο, Ντινάκο, Ντινάρα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή