Νοσταλγία στη Σκάλα της Γλυφάδας

Νοσταλγία στη Σκάλα της Γλυφάδας

2' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το μεσημέρι της περασμένης Κυριακής, η θεία Ευτυχία μού διηγούνταν ενώ τρώγαμε ψάρι στη Γλυφάδα:

– Που λες, εκείνο το βράδυ ακούμε με τον μαέστρο στο ραδιόφωνο ότι την Κυριακή ο Θεοχαρίδης θα διηύθυνε στη Scala την «Ηλέκτρα» του Στράους. Βουτάμε το πρώτο αεροπλάνο και πετάμε από Σάλτσμπουργκ για Μιλάνο. 

Ο μακαρίτης ο θείος μου ήταν τενόρος. Η θεία τον αποκαλούσε «μαέστρο».

– Τέλεια! έκανα εγώ.  

– Θα έπρεπε να φοράμε φράκο ο μαέστρος και τουαλέτα εγώ, γιατί είχαμε πρώτη θέση. Από την τρίτη σειρά και πίσω έβαζες, αν ήθελες, και απλό κοστούμι. Πίσω, μπορούσες να πας και με μπικίνι! δήλωσε η θεία κι έβαλε στο στόμα την τελευταία μπουκιά της τσιπούρας της. 

Γέλασα και περίμενα να καταπιεί την μπουκιά. 

– Μόλις τελείωσε η παράσταση, βγαίνω με τον θείο σου στο φουαγέ και πέφτουμε πάνω στον Θεοχαρίδη. Ο θείος σου κάνει να τον συγχαρεί, αλλά εκείνος, μόλις ακούει ελληνικά, γίνεται θηρίο: «Τι θέλετε;» ρωτάει απότομα. Τότε σκύβει στο αυτί του η γραμματέας του, εκείνη η φριχτή Αντζέλικα ντε λα Κιέζα, και του λέει ποιοι είμαστε. 

– Και ντράπηκε και ζήτησε συγγνώμη;

– Τι λες τώρα! Έκανε πως δεν μας γνώριζε ο ακοινώνητος! Γύρισε την πλάτη του κι έφυγε. Πρόλαβα μόνο και τον άκουσα που έλεγε μέσα από τα δόντια του: «Έλληνες δηλαδή!». Και στραβομουτσούνιαζε.

– Ήμαρτον! Σας άφησε σύξυλους; 

– Ναι, σου λέω! Τελείως γαϊδούρι! Μα άκου τι έκανα! Πιάνω και του γράφω ένα σημείωμα και του το στέλνω με έναν νεαρό. «Κύριε», έλεγε, «ως Ελληνίδα λυρική τραγουδίστρια που έχω ζήσει στο εξωτερικό, όποτε συναντώ έναν Έλληνα, δεν τον βάζω με κανέναν άλλον. Ο Έλληνας είναι ανώτερος, κύριε. Κι εμείς δεν ερχόμαστε, ξέρετε, από το Μενίδι! Ερχόμαστε από το Σάλτσμπουργκ, όπου το καλοκαίρι διευθύνουν οι σπουδαιότεροι διευθυντές ορχήστρας του κόσμου. Και ούτε που ασχοληθήκαμε μαζί τους, μόνο πήραμε το πρώτο αεροπλάνο και ήρθαμε στο Μιλάνο, για ναακούσουμε τον Έλληνα τον μαέστρο! Εσάς δηλαδή!»

– Μπράβο, θεία! Α, μωρέ, τον καβαλημένο!

Η θεία Ευτυχία πήρε μια ανάσα και ήπιε την τελευταία της γουλιά κρασί. Τακτοποίησε κάτι στην τσάντα της και φώναξε: 

– Τον λογαριασμό, παρακαλώ! 

Και ψιθύρισε χαμογελώντας συνωμοτικά στο αυτί μου τη γνωστή φράση: 

 -Πριν με πας σπίτι, πετάγομαι ένα λεπτό εκεί όπου πάει μόνος του ακόμη και ο πάπας!

★★★

Πάνε δέκα χρόνια που η θεία Ευτυχία έχει πάρει σύνταξη και ζει στην Ελλάδα, και πέντε που έχει πεθάνει ο θείος. Με κερνάει ψάρι κάθε Κυριακή σε μια παραλιακή ψαροταβέρνα που λέγεται «La Scala». Εκεί συχνάζουν όλοι οι συνταξιούχοι της Λυρικής. Κάθε Κυριακή στη «Σκάλα» της Γλυφάδας η θεία μού διηγείται και μια ιστορία. Οι ιστορίες της επαναλαμβάνονται με μια αφόρητη περιοδικότητα. Είτε θα είναι από μια συγκεκριμένη όπερα είτε από εκείνη την αξέχαστη παραγωγή στην ψυχρή βορειοευρωπαϊκή πόλη που νοσταλγεί.

Την περασμένη Κυριακή όμως είχε πολλή ζέστη, είχε κουνούπια και η νοσταλγία εξατμίστηκε στο λεπτό. Άφησα τη θεία έξω από το σπίτι της κι αμέσως τηλεφώνησα στους φίλους μου να έρθουν για μπίρες στο σπίτι μου, στο Μενίδι. Άναψα μόνο το φως της κουζίνας. Άφησα σκοτεινή τη βεράντα, να βλέπω το φεγγάρι μέσα από το γιασεμί. Όταν χτύπησε το κουδούνι, ακουγόταν, ήδη, η Χαρούλα στη διαπασών: «Η πιο καλή γκαρσόνα είμ’ εγώ…». ■

* Ο Νίκος Ξένιος είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή