Σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας: Μετά την Καταιγίδα

Σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας: Μετά την Καταιγίδα

6' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το τελευταίο χρονικό διάστημα όταν στην ΕΕ γίνεται συζήτηση για την Τουρκία, αλλά και το αντίστροφο, κυριαρχεί το κλίμα σύγκρουσης, απόκλισης και αμοιβαίων αντεγκλήσεων. Οι πολιτικοί τόνοι και στις δύο πλευρές είναι πικρόχολοι, οι επαφές σε υψηλό επίπεδο περιορισμένες και η δημόσια αντίθεση για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. αγγίζει ένα εντυπωσιακά υψηλό ποσοστό 77% στο εσωτερικό της Ένωσης. Οι Τούρκοι επίσης, οι οποίοι στα μέσα της δεκαετίας του 2000 υποστήριζαν την ένταξη της χώρας τους στην ΕΕ με 74%, σήμερα την απορρίπτουν με μικρή πλειοψηφία. Αν αυτές οι δύο τάσεις συνδυαστούν ακόμη και ένας ένθερμος υποστηρικτής του μέλλοντος της Ευρώπης στην Τουρκίας όπως εγώ, θα είχε δεύτερες σκέψεις.

Πράγματι, είναι δύσκολο να φανταστούμε πως η τρέχουσα δυναμική της υποψηφιότητας της Τουρκίας μπορεί να καταλήξει σε ένταξη της χώρας στην ΕΕ όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Πλέον, η Τουρκία δεν είναι λογικό να περιγράφεται ως χώρα που εκπληρώνει τα πολιτικά κριτήρια της Κοπεγχάγης για την προάσπιση της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου. Από τη δική της πλευρά, η Τουρκία ευλόγως δεν εμπιστεύεται την ΕΕ για την έλλειψη αξιοπιστίας, δύο μέτρα και δύο σταθμά και τη διαρκή αλλαγή των κανόνων, ιδιαίτερα μετά την διεύρυνση του 2004. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι η διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, στη λογική ενός στόχου επίτευξης μια διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας, έχει φθάσε σε αδιέξοδο. Αν ο τελευταίος γύρος συνομιλιών, στον οποίο παρατηρήθηκε μια άνευ προηγουμένου ευθυγράμμιση των πολιτικών άστρων, απέτυχε, ίσως οι εμπλεκόμενες πλευρές, ιδίως η Κυπριακή Δημοκρατία, θα πρέπει να παραδεχθεί ανοιχτά ότι δεν ενδιαφέρεται για μια τέτοια συμφωνία. Τελευταία, αλλά όχι λιγότερο σημαντική είναι η απότομη επιδείνωση των γερμανο-τουρκικών δεσμών, που χαρακτηρίζονται από αισχρές κατηγορίες από την Άγκυρα προς τους Ευρωπαίους εταίρους της που είναι καλύτερο να μην αναπαραχθούν. Εν κατακλείδι ακόμη και ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του Ευρωπαϊκού μέλλοντος της Τουρκίας, δυσκολεύεται να κρατήσει αυτήν πίστη του ζωντανή.

Όμως, όπως έχει αποκαλύψει το Feuture (www.feutere.eu), όταν η σχέση ανάμεσα στην ΕΕ και την Τουρκία υπολογιστεί στο σύνολό της, προκύπτει μια πολύ πιο περίπλοκη εικόνα. Είναι αλήθεια, σε πολιτικό επίπεδο η σχέση έχει αγγίξει ιστορικό χαμηλό. Ποτέ η ευρωπαϊκή προσδοκία της Τουρκίας δεν ήταν τόσο κενή και ποτέ, αναλόγως, η αποστασιοποίηση της ΕΕ τόσο οξεία. Αλλά αν ληφθούν υπόψη και άλλες διαστάσεις της σχέσης, τότε η εικόνα αλλάζει σημαντικά. Παρά την πολιτική αντιπαράθεση έχει σημειωθεί μια ασταμάτητη σύγκλιση στο εμπόριο, στις οικονομικές ροές και τη γνώση. Κάτω από την πολιτική επιφάνεια, δομικοί και ανθρώπινοι δείκτες οδηγούν προς μια κατεύθυνση αναπόφευκτης σύγκλισης μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθεί η διαρκώς βαθύτερη συνεργασία σε τομείς όπως η μετανάστευση, η ενέργεια, η εξωτερική πολιτική και η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Σε πολλά από αυτά τα θέματα, η ΕΕ και η Τουρκία δεν συμφωνούν πάντα: Η συνεργασία τους δεν στηρίζεται στην σύγκλιση, αλλά μάλλον στην σχετική επίγνωση των αμοιβαίων αναγκών τους. Αυτό σημαίνει ότι η ευρωτουρκική σχέση είναι στην πραγματικότητα τόσο στενή και τόσο σημαντική που είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεπεράσει το όριο της μη επιστροφής.

Πως μπορούμε να βγάλουμε νόημα σε αυτή την προφανή αντίθεση; Ένας μονοδιάστατος παραμορφωτικός φακός θα μας οδηγούσε στην πεποίθηση ότι η σχέση ΕΕ-Τουρκίας θα οδηγήσει σταδιακά σε σύγκρουση ή μη σύγκρουση. Αν στη θέση τους φορέσουμε πολυδιάστατους φακούς, γίνεται σαφές ότι μέσα στους αιώνες όχι στα χρόνια, η σχέση Ευρώπης-Τουρκίας σημαδεύτηκε από μια διαρκώς εναλλασσόμενη ισορροπία ανάμεσα στην σύγκρουση και τη σύγκλιση. Η ταλάντευση και η συνύπαρξη ανάμεσα στη σύγκρουση και την σύγκλιση απεικονίζει την ίδια την ουσία της ασταθούς κατάστασης της θέσης της Τουρκίας στην Ευρώπη.

Με μια πρώτη ματιά όλα αυτά έχουν μικρή χρησιμότητα στους πολιτικούς ηγέτες που πρέπει να εργαστούν στην κατεύθυνση μιας αξιόπιστης θεσμικής σχέσης ανάμεσα στην ΕΕ και την Τουρκία. Είναι μια παρατήρηση η οποία δεν απαντά άμεσα τα καυτά ερωτήματα περί του αν η ΕΕ θα πρέπει να αναστείλει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, να αναβαθμίσει την τελωνειακή ένωση ή να περιοριστεί σε μια συνεργασία στη βάση συναλλαγής με την Τουρκία σε θέματα όπως η αντιμετώπιση της τρομοκρατία, η ενέργεια ή η μετανάστευση.

Αλλά με λίγο βαθύτερη σκέψη ίσως αποτελεί μια κάποια καθοδήγηση. Αν μια θεσμική σχέση ανάμεσα στην ΕΕ και την Τουρκία στοχεύει στο να καταγράψει την αέναη ταλάντευση ανάμεσα σε δυναμικές σύγκρουσης και σύγκλισης, τότε οφείλει να έχει δύο χαρακτηριστικά. Από τη μια, το θεσμικό πλαίσιο για την ευρωτουρκική σχέση θα πρέπει να είναι αρκετά συνεκτικό ώστε να περιλαμβάνει και να εμβαθύνει τις τάσεις σύγκλισης και τη δυναμική τους, κυρίως στην οικονομική σφαίρα. Την ίδια στιγμή πρέπει να παρέχει ένα πλαίσιο συνολικών κανόνων ώστε να αγκιστρωθούν σε αυτό οι δημοκράτες και μεταρρυθμιστές της Τουρκίας, οι οποίοι σήμερα αποτελούν μια καταδιωκόμενη μειονότητα, αλλά, κατ’ ευχήν, όχι και στο μέλλον. Από την άλλη πλευρά το μέλλον της σχέσης θα πρέπει να είναι αρκετά χαλαρό ώστε να επιτρέπεται η λειτουργική συνεργασία σε τομείς όπου τα συμφέροντα επικαλύπτονται δίχως να συγκλίνουν ή να ταυτίζονται αναγκαστικά, όπως η ασφάλεια, η μετανάστευση και η ενέργεια. Μια τέτοια «χαλαρότητα» θα μπορούσε, σπίσης, να επιτρέψει τον περιορισμό των κραδασμών και, σε περιόδους, τις συγκρούσεις, που είναι σίγουρο ότι θα επιμείνουν όσο η πολιτική σχέση προχωρά.

Πως θα πρέπει να μοιάζει μια τέτοια σχέση.

Η πλήρης ένταξη όπως τη γνωρίζομε σήμερα δεν είναι πιθανή. Αν οι στιγμές της απόκλισης είναι ενδημικές στην αμφισβητούμενη ευρωτουρκική σχέση, τότε η συμμετοχή της Τουρκίας σε μια πιο συνεκτική Ευρωζώνη, μια κοινή πολιτική μετανάστευσης και ασύλου και μια αυξανόμενη Ένωση ασφάλειας και άμυνας, όπως αυτές σκιαγραφήθηκαν από τον Πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, ίσως αποδειχθεί ζουρλομανδύας. Όμως θα ήταν επιζήμιο αν η σχέση γινόταν καθαρά στη βάση της συναλλαγής, με χαρακτηριστικά συνεργασίας όπου τα συμφέροντα επικαλύπτονται, χωρίς σύνδεση στη βάση κανόνων ή θεσμικό δίχτυ ασφαλείας που θα αποτρέπει την πολιτική δυσαρμονία να ολισθαίνει σε ευθεία σύγκρουση.

Χαρτογραφώντας το μέσο δρόμο, μια αναβαθμισμένη τελωνειακή ένωση θα παρείχε πολιτική εδραίωση και θα διασφαλίζε ένα πλαίσιο κανόνων που θα μετασχημάτιζαν την πολιτική οικονομία της Τουρκίας σε κομβικούς τομείς όπως οι υπηρεσίες, οι προμήθειες, η κρατική βοήθεια και η διευθέτηση εμπορικών διαφορών. Είναι απίθανο ότι η τρέχουσα πολιτική τάξη της Τουρκίας θα ήταν πρόθυμη να ξεκινήσει έναν τόσο βαθύ μετασχηματισμό της Τουρκικής πολιτικής οικονομίας. Αν όμως το κάνει, τότε η ΕΕ θα πρέπει να αποδείξει ότι δεν μπλοφάρει.  Μια αναβαθμισμένη τελωνειακή ένωση θα παρείχε επίσης την πλατφόρμα εκτόξευσης για την σταδιακή ενσωμάτωση της Τουρκίας σε διάφορες πτυχές της κοινής αγοράς και τις μελλοντικές εξελίξεις της σε κομβικούς τομείς όπως η ενέργεια, το κλίμα, η ψηφιακή εποχή, οι υποδομές ή το διάστημα. Με αυτή την οπτική γωνία, δεδομένου ότι 30 από τα 35 κεφάλαια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την κοινή αγορά, η επίσημη αναστολή αυτών των συζητήσεων δεν θα έμοιαζε λογική σε βάθος χρόνου. Την ίδια στιγμή, αν η διαδικασία παρέμενε ζωντανή, κάτι τέτοιο δεν θα υπονοούσε την σταδιακή ένταξη της Τουρκίας στον ομοσπονδιακό πυρήνα τομέων όπως η δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, η μετανάστευση και το άσυλο, η ασφάλεια και η άμυνα. Συνεπώς, θα επέτρεπε την συνεργασία σε αυτούς τους τομείς δίχως, διόλου ρεαλιστικά, να υποθέτουμε ότι η Τουρκία οδηγείται σε αναπόφευκτη πολιτική σύγκλιση με την ΕΕ.

Όλα αυτά θα ήταν τραβηγμένα αν δεν υπήρχε το γεγονός ότι η ΕΕ, ανεξάρτητα από την Τουρκία, θα προχωρήσει πιθανότατα σε ένα διαφοροποιημένο μέλλον. Η διαφοροποιημένη ενοποίηση ήταν πάντα μια ευρωπαϊκή πραγματικότητα, είτε πρόκειται για την Ευρωζώνη, τη Ζώνη Σένγκεν, είτε την ερχόμενη Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO) στην άμυνα. Μόνο πολύ πρόσφατα μετατράπηκε σε πολιτικό όραμα για την επανεκκίνηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, κάτι που ευαγγελίζεται θερμά ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν. Αν η διαφοροποίηση θα σημαδέψει το μέλλον της Ένωσης του μέλλοντος και αν σε αυτό η διαφιλονικούμενη σχέση της Τουρκίας με την Ευρώπη θα μπορούσε να βρει το θεσμικό σπίτι της, το να μην ερευνήσουμε, ή ακόμη χειρότερα, να κλείσουμε το μονοπάτι προς αυτή την κατεύθυνση, θα μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνα απερίσκεπτο.

               

Η Ναταλί Τότσι είναι Διευθύντρια του Istituto Affari Internazionali, Ειδική Σύμβουλος της Ύπατης Εκπροσώπου της ΕΕ Φεντερίκα Μογκερίνι και επίτιμη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή