Αποψη: Το ανεύρετο όνομα

3' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Σε 10 χρόνια κανείς δεν θα θυμάται πια το θέμα του ονόματος»…

Αυτή είναι μία ακόμη –πολυσυζητημένη– πολιτική πρόβλεψη που διαψεύστηκε από τα πράγματα (έστω και αν η ονοματολογική υστερία δεν έχει σήμερα την προ 25ετίας οξύτητά της). Και το ερώτημα είναι «γιατί;». Γιατί το θέμα του ονόματος παραμένει ανεπίλυτο –αν και όχι πια ανέγγιχτο– και γιατί, ειδικά «παρ’ ημίν», απουσιάζει η διάθεση να επιλυθεί, μολονότι όλοι οι ειδήμονες συμφωνούν πως η παράταση της εκκρεμότητας μόνο ευεργετική δεν είναι για την «εθνική μας υπόθεση»: Η ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» παγιώνεται… (Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις ντε γιούρε, με σχετικές διμερείς αναγνωρίσεις, πάντως δε ντε φάκτο σχεδόν καθολικά)… Η χώρα μας διασπαθίζει, σε κάτι που πολλοί θεωρούν έλασσον, το περιορισμένο διεθνοπολιτικό της κεφάλαιο… (Με αποτέλεσμα να αδυνατεί να έχει αποφασιστικό λόγο σε άλλα εθνικά κρισιμότερα θέματα, όπως ενδεχομένως υπήρξε π.χ. η απόσχιση και ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου)… Ενώ δυσχεραίνεται η ένταξη στη βορειοατλαντική συμμαχία του ακατονόμαστου βόρειου γείτονά μας, ο οποίος θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «buffer state» ανάμεσα σε εμάς και μια Σερβία όλο και περισσότερο ευρισκόμενη υπό την επιρροή του Πούτιν… (Ο τελευταίος, άλλωστε, μέσω διαφόρων παραγόντων, έχει κάνει ισχυρή πολιτικοπολιτισμική διείσδυση στη Βόρειο Ελλάδα και επηρεάζει ισχυρούς γνωμοδιαμορφωτικούς μηχανισμούς εθνικής εμβέλειας)…

Αν δεχθούμε πως η σχετική δυσκαμψία μας βλάπτει πράγματι τα μεσομακροπρόθεσμα εθνικά συμφέροντα και αδυνατίζει τη διεθνή ισχύ της χώρας, πώς ερμηνεύεται η εμμονή μιας κοινωνίας «να βγάζει με τα χέρια της τα μάτια της»; Σχηματικά, οπωσδήποτε, και εκ των πραγμάτων επιγραμματικά, θα επιχειρήσω να ανιχνεύσω κάποιες από τις ιστορικές/ψυχολογικές/θεσμικές/πολιτικές ρίζες της εν λόγω «καθήλωσης/αγκύλωσης»…

Πρώτον. Η καθυστερημένη ενσωμάτωση των νέων χωρών, και δη της πολυεθνικής τότε Μακεδονίας («salade Macedoine»), στο ελληνικό κράτος είχε ως αποτέλεσμα οι μεν Βορειοελλαδίτες να θεωρούν πως συνάντησαν ένα ήδη διαμορφωμένο «κράτος των Αθηνών», αποικισμένο από «χαμουτζήδες», που εν πολλοίς αδιαφορεί γι’ αυτούς ή τους αντιμετωπίζει ως ήσσονα προτεραιότητα, οι δε Νότιοι να αντιμετωπίσουν ή/και να αντιμετωπίζουν κάποιες φορές τους νεοχωρίτες ως «περιορισμένης ελληνικότητας» («Βούλγαροι», «τουρκόσποροι» –δεδομένου πως μεγάλο μέρος των Ιώνων προσφύγων εγκαταστάθηκαν εκεί– ενώ και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της τελευταίας κυβέρνησης Βενιζέλου, στο τέλος του Μεσοπολέμου, προσέκρουε στο ότι πολλοί κάτοικοι της περιοχής κατανοούσαν ανεπαρκώς την ελληνική και την έγραφαν ελάχιστα έως καθόλου). Αυτό, όμως, δημιουργούσε σε αρκετούς Eλληνες Μακεδόνες σύνδρομο εθνικής υπεραναπλήρωσης –«Ελληναράδες»–, ενώ οδήγησε την πολιτική, ακόμη και τη στρατιωτική κάποτε, ηγεσία του τόπου σε ανορθολογικές επιλογές. Π.χ. δεν επελέγη το 1941 η γραμμή άμυνας στα Τέμπη κατά των ναζιστικών στρατευμάτων…

Δεύτερον. Η σταδιακή αποδυνάμωση, όχι μόνο στη χώρα μας άλλωστε, αρκετών παραδοσιακών διαιρετικών τομών και αντιπαραθέσεων μεταξύ των ιστορικών κομμάτων, είχε ως αποτέλεσμα το Μακεδονικό να οδηγήσει –μέσα από την ενίσχυση της «οριζόντιας» αντιπαράθεσης δυτικόφιλων κοσμοπολιτών και «εθναμυντόρων»– στη δημιουργία και στην επιβίωση σχεδόν μονοθεματικών κομμάτων, καθώς και στην οικοδόμηση πάνω σε αυτό πολιτικών σταδιοδρομιών… Μάλιστα, με την αποδυνάμωση της μάλλον βραχύβιας διαιρετικής τομής φιλομνημονιακών/αντιμνημονιακών, η αναβίωση του ονοματολογικού ζητήματος λειτουργεί ως σανίδα σωτηρίας για ηγέτες και ηγετίσκους, περισσότερο ή λιγότερο πατριδοκάπηλους, που αισθάνονταν να βουλιάζουν πολιτικά.

Τρίτον. Αν το Μακεδονικό αποτελούσε βάση διαίρεσης μόνο μεταξύ των κομμάτων, με κάποια κόμματα να αντλούν υπόσταση και λόγο ύπαρξης από αυτό, θα ήταν πρόβλημα δυσεπίλυτο μεν, αλλά μάλλον όχι ανεπίλυτο. Το ότι στην πλευρά των ονοματολογικά αδιάλλακτων εντάσσονται κόμματα από γραφικά και υπερεθνικιστικά έως ναζιστικά θα επέτρεπε ίσως στις πολιτικές δυνάμεις που θα πρόβαλλαν συνεκτικά μια αντίθετη στάση, εμπνεόμενη από τον ορθολογισμό και τον πολιτικό πραγματισμό, να τα αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά. Δεδομένου, όμως, πως είμαστε μία από τις απειροελάχιστες χώρες του κόσμου που έχει –λόγω της ύπαρξης του σταυρού προτίμησης– θεσμοθετημένο και εκλογικό εσωκομματικό ανταγωνισμό, η πατριδοκαπηλία και η πλειοδοσία στο θέμα αποτελούν βάση επιβίωσης, στον ενδοκομματικό ανταγωνισμό, των υποψηφίων βουλευτών όλων σχεδόν των κομμάτων, πρωτίστως στις βορειοελλαδικές εκλογικές περιφέρειες…

Τέλος, (συμβατικά τέλος: η λίστα θα ήταν ανεξάντλητη), τέταρτον. Η ελληνική εκκλησιαστική ιεραρχία, που έχει ισχυρούς λόγους να αισθάνεται απειλούμενη στον παγίως διεκδικούμενο από την ίδια πολιτικό ρόλο, θεωρεί πως στο όνομα του ακατονόμαστου γείτονα βρίσκει ένα ισχυρό και προνομιακό πεδίο άμυνας, που της επιτρέπει να ενισχύει τα ευρύτερα διαπραγματευτικά περιθώριά της έναντι της κοσμικής/πολιτικής εξουσίας…

* Καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή