Ένα απόγευμα με την Κάθριν Γκρέιαμ

Ένα απόγευμα με την Κάθριν Γκρέιαμ

5' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ένα απόγευμα στα μέσα της δεκαετίας του ’90 γνώρισα την Κάθριν Γκρέιαμ στην αίθουσα σύνταξης της International Herald Tribune στο παρισινό προάστιο Νεγί. Η Washington Post ήταν εκείνη την εποχή κάτοχος του 50% της ΙΗΤ. Για τα νεαρά μέλη του λεγόμενου «support staff», βοηθητικού προσωπικού της Trib («χαϊδευτικό» της ΙΗΤ), στο οποίο ανήκα τότε, ήταν μια αξεπέραστη στιγμή. Ψηλή, με μια ήρεμα επιβλητική παρουσία, η Κέι, όπως τη φώναζαν, μας μίλησε για τη μόνιμη ανάγκη για καλή δημοσιογραφία. Λίγο αργότερα, είχε την ευγένεια και την αντοχή να μιλήσει στον καθένα από εμάς τους «μικρούς» ξεχωριστά, ρωτώντας μας για τα καθήκοντά μας στην εφημερίδα. Θυμάμαι ότι με ιδιαίτερη περηφάνια τής είπα ότι ήμουν Ελληνίδα.

Δύσκολο πράσινο φως

Όλοι γνωρίζαμε ότι, ως ιδιοκτήτρια της Post, η Γκρέιαμ είχε δώσει το 1971 το δύσκολο πράσινο φως για τη δημοσιοποίηση ενός μεγάλου μέρους των «Pentagon Papers», των Αρχείων του Πενταγώνου, της μυστικής κυβερνητικής έρευνας που έδειχνε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επί χρόνια έπαιρναν μέρος σ’ έναν «χαμένο» πόλεμο στο Βιετνάμ. Tην έρευνα είχαν αρχικά φέρει στο φως οι New York Times. Γνωρίζαμε ότι λίγο αργότερα είχε δώσει την έγκρισή της για την αποκάλυψη του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ από τους μάχιμους ρεπόρτερ Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνσταϊν. Και στις δύο περιπτώσεις, επαγγελματικός της παρτενέρ ήταν ο διευθυντής της Post, Μπεν Μπράντλι.

Ξέραμε επίσης ότι η Κέι ήταν μέλος της αμερικανικής «αριστοκρατίας» και ότι προς τιμήν της ο Τρούμαν Καπότε είχε οργανώσει το 1966 το «Black and White Ball», μια βραδιά που είχε χαρακτηριστεί το «μεγαλύτερο πάρτι» του περασμένου αιώνα, στο ξενοδοχείο Πλάζα της Νέας Υόρκης. Μπροστά μας είχαμε την εκδότρια-επιχειρηματία η οποία βρισκόταν στην ηγεσία του ομίλου που περιλάμβανε το περιοδικό Newsweek, καθώς και κερδοφόρους τηλεοπτικούς σταθμούς.

Η Κέι μάς μίλησε εκείνο το απόγευμα για την Trib, μια ιδιότυπη συμμαχία της Post και των NYT, των δύο «αιώνιων» αντιπάλων στην αμερικανική δημοσιογραφική αρένα. Από το 1991, οι δύο εφημερίδες ήταν ισότιμοι συνέταιροι στην εφημερίδα με έδρα το Παρίσι, με τους συντάκτες της ΙΗΤ να «διαλέγουν» υλικό και από τις δύο για το διεθνές κοινό τους. Η ΙΗΤ είχε «γεννηθεί» ως Paris Herald το 1887 –η ευρωπαϊκή έκδοση της New York Herald– και είχε αλλάξει διάφορα χέρια. Η Post είχε αποκτήσει μερίδιο το 1966, για να ακολουθήσουν έναν χρόνο αργότερα οι ΝΥΤ. Πολύ πριν από τη μεγάλη παγκοσμιοποίηση, το 1974, η Trib ήταν η πρώτη που χρησιμοποίησε τη μέθοδο του «φαξ» για να τυπωθεί σε διάφορα μέρη του κόσμου. Για την εκδοτική ιστορία, τo 1998 η IHT και η «Καθημερινή» ένωσαν τις δυνάμεις τους για την έκδοση της Kathimerini English Edition, μιας εφημερίδας, και πλέον ιστοσελίδας, που φέτος κλείνει 20 χρόνια χρήσιμης ενημέρωσης για εγχώριους και διεθνείς αναγνώστες.

 

Ένα απόγευμα με την Κάθριν Γκρέιαμ-1

© Wally McNamee by Corbis / Getty Images / Ideal Image

 

Προσωπική ιστορία

Αργότερα, το 1997, στις σελίδες της εξαιρετικής της αυτοβιογραφίας, «Personal History» («Προσωπική ιστορία»), ανακαλύψαμε τον ιδιωτικό βίο της Κέι, που έγινε δημόσιος. Η ιστορία της κόρης, συζύγου, μητέρας τεσσάρων παιδιών, χήρας και εκδότριας της Post για πάνω από 20 χρόνια. Το 1998 κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ.

Η Γκρέιαμ γεννήθηκε το 1917 σ’ ένα ιδιαίτερα προνομιούχο περιβάλλον που συγκέντρωνε έντονες συναισθηματικές ελλείψεις. Η λαμπερή, επικριτική μητέρα της αποδυνάμωνε συνεχώς οποιαδήποτε αίσθηση αυτοπεποίθησης πάλευε να αποκτήσει η νεαρή Κάθριν, ενώ ο λιγομίλητος πατέρας της, που της έδειχνε με τον τρόπο του την εμπιστοσύνη του προς εκείνη, «παρέδωσε» τελικά την οικογενειακή Post, που είχε αγοράσει το 1933, στον γαμπρό και σύζυγο της Κέι, Φιλ Γκρέιαμ, το 1957. 

«Η δημοσιογραφία είναι το πρώτο προσχέδιο της ιστορίας», έλεγε ο χαρισματικός, μανιοκαταθλιπτικός Φιλ, ο οποίος αυτοκτόνησε με κυνηγετικό όπλο το 1963. Η αγαπημένη οικοδέσποινα της Ουάσιγκτον ανέλαβε δράση, μαθαίνοντας, δουλεύοντας και κερδίζοντας τον τίτλο της πρώτης γυναίκας στο τιμόνι μιας εταιρείας στη λίστα Fortune 500. «Είναι δύσκολο να “ξαναφτιάξεις” αποφάσεις και ακόμα πιο δύσκολο να ξανασκεφτείς “μη αποφάσεις”. Καμιά φορά δεν αποφασίζεις καν, απλώς προχωράς μπροστά, και αυτό έκανα εγώ. Προχώρησα μπροστά, τυφλά και ασυλλόγιστα, σε μια νέα, άγνωστη ζωή», γράφει στο «Personal History».

Στο βιβλίο περιγράφει επίσης το «πατρονάρισμα» εκείνων που δούλευαν για λογαριασμό της. «Ο ένας ομιλητής μετά τον άλλον ξεκινούσαν την παρουσίασή τους ντροπαλά, λέγοντας: “Κυρία και κύριοι” ή “Κύριοι και Κυρία Γκρέιαμ”, πάντα με ένα ελαφρύ γέλιο», θυμάται στις βραβευμένες σελίδες, όπου προσθέτει ότι πολύτιμες συμβουλές έλαβε από τη φεμινίστρια, ακτιβίστρια και δημοσιογράφο Γκλόρια Στάινεμ, αλλά και από τον γκουρού-επενδυτή Γουόρεν Μπάφετ. 

Στο οσκαρικού τύπου «The Post: απαγορευμένα μυστικά» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, που προβάλλεται αυτές τις ημέρες και στις ελληνικές αίθουσες, η «μαέστρος» Μέριλ Στριπ ερμηνεύει την Γκρέιαμ ως μια άλλη Σιδηρά Κυρία με ιδιαίτερες αποχρώσεις. Το έργο υπογραμμίζει την απόλυτη σημασία της ελευθερίας του Τύπου και της Δικαιοσύνης, αλλά και τις «γκρι», πολλές φορές, σχέσεις των ανθρώπων των ΜΜΕ με την εκάστοτε εξουσία. Θυμίζει ότι οι εφημερίδες είναι επιχειρήσεις και χρειάζονται κερδοφορία, αλλά και τη μοναδική απόλαυση του να κρατάς στο χέρι ένα τυπωμένο φύλλο – ειδικά όταν περιέχει την είδηση που μπορεί να αλλάξει την Ιστορία.

Η Γκρέιαμ πέθανε το 2001 από τα τραύματα που υπέστη όταν έπεσε σ’ ένα πεζοδρόμιο στο Σαν Βάλεϊ του Αϊντάχο. Έναν χρόνο αργότερα, η Post πούλησε το μερίδιό της στην ΙΗΤ (σήμερα New York Times International Edition), στους «αντιπάλους», βάζοντας τέλος σε μια συνέργεια 35 ετών. H οικογένεια Γκρέιαμ κράτησε την Post μέχρι το 2013, όταν την αγόρασε ο σημερινός πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, Τζεφ Μπέζος, έναντι 250 εκατ. δολαρίων. Οι «γίγαντες» Post και NYT τώρα συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο στα πρωτοσέλιδά τους με ρεπορτάζ για τη διακυβέρνηση του προέδρου «Make America Great Again» Τραμπ, έναν δημοσιογραφικό «μαραθώνιο» για τον οποίο το Vanity Fair αναρωτιέται αν θα είναι ο «τελευταίος μεγάλος πόλεμος των εφημερίδων».

Λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα και μόλις δύο μέρες πριν η ταινία κάνει soft πρεμιέρα σε επιλεγμένες αίθουσες στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οικογένεια Γκρέιαμ ανακοίνωσε ότι ο γιος της Κέι, Γουίλιαμ, είχε αυτοκτονήσει στο σπίτι του στο Λος Άντζελες στην ηλικία των 54 ετών.

Στην αίθουσα σύνταξης στο Νεγί εκείνο το απόγευμα στα μέσα της δεκαετίας του ’90, δεν υψώθηκαν smartphones για να απαθανατίσουν το στιγμιότυπο της συνάντησης της Κέι με τους «μικρούς» και τους «μεγάλους» ανθρώπους της Trib. Η καταγραφή της υπέροχης εκείνης μέρας έγινε στον «σκληρό δίσκο» της ουσιαστικής μνήμης. ■

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή