Εβίτα Αράπογλου: Η τέχνη και η ψυχή της Ελλάδας

Εβίτα Αράπογλου: Η τέχνη και η ψυχή της Ελλάδας

8' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ερώτηση «θα είστε Ελλάδα;» αποδείχθηκε η πιο κρίσιμη στην προσπάθεια να συναντηθούμε με την Εβίτα Αράπογλου. Γιατί η ιστορικός τέχνης με την ίδια άνεση που κινείται στην ελληνική ζωγραφική του 19ου και 20ού αιώνα, μοιράζει και τον χρόνο της ανάμεσα στην Αθήνα, στη Λευκωσία και στο Λονδίνο, ταξιδεύοντας παράλληλα και σε άλλες πόλεις του κόσμου. Η έγνοια της είναι μία και μόνη: να μιλήσει για τους ζωγράφους και τις συλλογές που γνωρίζει ως ειδήμων και αγαπά σαν «οικογένεια».

Οι δεσμοί που ανέπτυξε με τους Ελληνες ζωγράφους και ιδιαίτερα με τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα έχουν αποτυπωθεί σε πολλές εκδόσεις και εκθέσεις. Η πιο πρόσφατη: «Γκίκας, Craxton, Leigh Fermor. Η γοητεία της ζωής στην Ελλάδα» που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Λευκωσία στη Λεβέντειο Πινακοθήκη, μετακόμισε στην Αθήνα στο Μουσείο Μπενάκη (καλοκαίρι 2017) και στις 8 Μαρτίου θα μεταφερθεί στο Βρετανικό Μουσείο.

«Η έκθεση, όπως και η έκδοση, είναι ένα πανόραμα στη ζωή των τριών φίλων, στους τέσσερις τόπους όπου έζησαν –την Υδρα, την Καρδαμύλη, τα Χανιά και την Κέρκυρα– μέσα από έργα τέχνης τους, αποσπάσματα από κείμενα, γράμματα και σημειώσεις, φωτογραφίες, αφιερώσεις. Μέσα από όλα αυτά, φιλοδοξεί τώρα να ξαναζωντανέψει στο Λονδίνο μια ολόκληρη εποχή ανεπανάληπτης γοητείας στην Ελλάδα», λέει η Εβίτα Αράπογλου.

Συλλογική προσπάθεια

Και συμπληρώνει, καθώς ένα τέτοιο γεγονός είναι αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας: «Για τη σύνθεση δουλέψαμε πολλοί. Ο ιστορικός και πρώην πρέσβης σερ Μάικλ Λιούελιν-Σμιθ που μελέτησε τα αρχεία του Λι Φέρμορ, ο βιογράφος του Κράξτον, Ιαν Κόλινς, η Ιωάννα Μωραΐτη επικεφαλής του αρχείου Γκίκα στο Μουσείο Μπενάκη και πάρα πολλοί συνεργάτες από το Βρετανικό Μουσείο. Τη διοργάνωση των τριών εκθέσεων είχε η Λεβέντειος Πινακοθήκη σε συνεργασία με το Craxton Estate και το Μουσείο Μπενάκη και χορηγός του όλου εγχειρήματος είναι το Ιδρυμα Α. Γ. Λεβέντη».

Οι δρόμοι του ζωγράφου Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα (1906-1994), του Βρετανού συγγραφέα Πάτρικ Λι Φέρμορ (1915-2011) και του επίσης Βρετανού ζωγράφου Τζον Κράξτον (1922-2009) διασταυρώθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’40 και δεν χώρισαν ώς τον θάνατό τους. Κάθε ένα από αυτά τα σπίτια, στα οποία έζησαν, ήταν ένα μικρό σύμπαν «που ενσάρκωνε την αγάπη για την Ελλάδα, την ύπαιθρο και την εγκαρδιότητα των ανθρώπων της», όπως σημειώνει η κ. Αράπογλου, ως μία εκ των τεσσάρων επιμελητών της έκθεσης.

Δώσαμε ραντεβού, τις τελευταίες ημέρες του 2017, στην Κριεζώτου 3. Στο Μουσείο Μπενάκη και σπίτι του Γκίκα και περπατήσαμε, μιλώντας, ώς το Σύνταγμα, αναζητώντας, στο κατάμεστο εορταστικό κέντρο ένα σχετικά ήσυχο μέρος για φαγητό. «Πώς προέκυψε η σχέση σας με τον Γκίκα;», ρωτώ. Η απάντηση, γεμάτη από μικρές ιστορίες, αδικείται στη σύνοψη: «Θα πάω λίγο πιο πίσω… Σπούδαζα στο Λονδίνο ιστορία της τέχνης. Την εποχή του μεταπτυχιακού μου διοργανώναμε με δύο φίλους έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών. Με αυτή την αφορμή, αρχές του ’80 τους συνάντησα όλους. Τον Βασιλείου, τον Τσαρούχη, τον Τέτση, ήταν μάλιστα η εποχή που ετοίμαζε τη “Λαϊκή Αγορά” και είχε ένα διαμέρισμα στη Μαρασλή, τότε, δεν το ξεχνώ, όπου είχε στήσει τα τελάρα και καθώς μιλούσαμε περπατούσαμε ανάμεσα στη “Λαϊκή”… Κι ακόμη, τον Τάσσο, τον Μόραλη, τον Κοκκινίδη και, βέβαια, τον Γκίκα… Ηταν η εποχή που νόμιζες ότι τίποτα δεν θα αλλάξει… Υπήρχε μαγεία.

Ο Γκίκας ήταν απόμακρος… Δέος. Ψύχραιμος, λιγομίλητος, εσωστρεφής… Μόνο την ταραχή μου να φανταστώ, από εκείνη τη συνάντηση… Θέλεις επειδή του άρεσε η ιδέα μας, θέλεις επειδή ερχόταν συχνά στο Λονδίνο λόγω της γυναίκας του, της Μπάρμπαρα, συνδεθήκαμε. Μου ζήτησε να τον βοηθήσω στην έκθεσή του στη Royal Academy of Arts, στα τέλη του ’80. Υστερα τον βοήθησα στην έκδοση με τα σχέδιά του. Περνούσα πολύ χρόνο στην Κριεζώτου μελετώντας τα σχέδια, κουβεντιάζοντας μαζί του. Ηταν βαθύτατη η καλλιέργεια αυτού του ανθρώπου. Τον άκουγες και μάθαινες χίλια πράγματα από τον συνδυαστικό τρόπο που λειτουργούσε το μυαλό του».

– Τι χαρακτηρίζει, πιστεύετε, αυτή τη γενιά των δημιουργών με άξονα τη «Γενιά του ’30»;

– Αυτή η γενιά των καλλιτεχνών, των ποιητών, των στοχαστών, νοιάστηκε να περιγράψει, να ερμηνεύσει την ψυχή της Ελλάδας και άφησε πίσω της τόσα κείμενα, έργα τέχνης, κτίσματα, που ήταν αρκετά για να εμπνεύσουν βαθιά τις γενιές που ακολούθησαν. Αν αυτά είχαν πραγματικά αφομοιωθεί από τα εκπαιδευτικά μας συστήματα, αν είχαν βοηθηθεί οι δάσκαλοι να τα ενστερνιστούν για να μεταλαμπαδεύουν, δεν θα είχαμε χάσει σήμερα την ουσία της εθνικής μας περηφάνιας που θα έπρεπε να στηρίζεται στην ταυτότητά μας μέσα από τον πολιτισμό, την ιστορία του πνεύματος και της τέχνης μας.

– «Ζήσατε», και, σε έναν άλλον κόσμο από τον σημερινό…

– Δεν έχω νοσταλγία, αν αυτό εννοείτε. Είναι μια σκυταλοδρομία, μια συνέχεια. Προσπαθώ να κρατάω το απόσταγμα από κάθε περίοδο.

– Ο 19ος και 20ός αιώνας έχουν μεγάλη διαφορά από τον 21ο;

– Η μεγάλη διαφορά είναι η αντίληψη του χρόνου. Δεν είναι θέμα ρυθμών. Οι ζωές τους ήταν εναρμονισμένες με μια εσωτερική ηρεμία.

– Τι σας λείπει από τους ανθρώπους που γνωρίσατε και δεν συναντάτε στους σημερινούς;

– Τους γνώρισα σε μεγάλη ηλικία. Περισυλλογής. Είχαν μια στοχαστικότητα. Εβρισκαν τις λύσεις μέσα τους.

Η ιστορία της τέχνης είναι μια εικονογράφηση της Ιστορίας

Ο επόμενος σταθμός στη ζωή της, αν εξαιρέσουμε την οικογενειακή ζωή της και τα τέσσερα παιδιά που απέκτησε, είναι η σχέση της με το Ιδρυμα και τη Συλλογή Α. Γ. Λεβέντη. «Το ’89 μου ζήτησε ο πρόεδρος του Ιδρύματος, Κωνσταντίνος Λεβέντης, να γράψω τον πρώτο κατάλογο της συλλογής. Η Συλλογή Λεβέντη ήταν τότε η Συλλογή Αβέρωφ, η πρώτη του Ευάγγελου Αβέρωφ την οποία δημιούργησε με πολύ κόπο και αγάπη και κάποια στιγμή προσωπικής απογοήτευσης και αδυναμίας, την πούλησε στον φίλο του Αναστάση Λεβέντη, σημαντικό επιχειρηματία. Περιελάμβανε τότε 181 έργα, από τα μέσα του 19ου έως τα μέσα του 20ού αιώνα.

Οταν εκτέθηκε η Συλλογή Λεβέντη στο Λονδίνο, μου ανέθεσαν την επιμέλειά της. Ηταν –και εξακολουθεί να είναι– ένα καταπληκτικό ταξίδι. Επρεπε να μελετηθεί, να συντηρηθεί και να συμπληρωθεί. Μπουζιάνης, Κόντογλου, Παπαλουκάς… Σήμερα, μέσα από 280 έργα στη Λεβέντειο Πινακοθήκη, αντιπροσωπεύονται σχεδόν όλοι οι σημαντικοί καλλιτέχνες από τον 19ο μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Μπορείς να διαβάσεις την ιστορία της Ελλάδας μέσα από αυτή τη συλλογή. Μπορείς να αφηγείσαι γεγονότα και να σταματάς μπροστά σε έργα που συνδέονται με αυτά».

«Υπάρχουν σήμερα συλλογές με παρόμοιο ιστορικό εύρος;», τη ρωτώ. «Είναι πολύ σπάνιο…», απαντά. «Σύγχρονοι συλλέκτες ή οργανισμοί επικεντρώνονται κατά κανόνα σε έναν καλλιτέχνη ή ένα ρεύμα ή μία ενότητα».

Η Εβίτα Αράπογλου είναι «δεσμευμένη» στη δουλειά της. Εξαρχής. «Ηθελα να σπουδάσω ιστορία της τέχνης, παρότι φλέρταρα και με την αρχιτεκτονική (σ.σ. ο πατέρας της ήταν αρχιτέκτονας). Ηταν μεγάλη τύχη να βρεθώ στο Λονδίνο εκείνη την περίοδο. Να πηγαίνεις σε διαλέξεις και μαθήματα του Ερνστ Γκόμπριχ, σε κατάμεστα αμφιθέατρα… Να χάνεσαι στις βιβλιοθήκες αναζητώντας πηγές, να κάνεις έρευνα. Τα μουσεία γύρω σου πάρα πολλά. Η μελέτη ήταν μια περιπέτεια».

Οι σύγχρονες προκλήσεις

«Και σήμερα, τι μέλλον έχει το επάγγελμα του ιστορικού τέχνης;», σχολιάζω περισσότερο παρά ρωτώ. Για τη συνομιλήτριά μου δεν υπάρχουν περιθώρια αμφιβολίας: «Οι ιστορικοί τέχνης θα συνεχίζουν να ερευνούν, να ανακαλύπτουν, να τεκμηριώνουν, να καταγράφουν και να συνδέουν, αναθεωρώντας και συμπληρώνοντας την ιστορία της τέχνης που τελικά είναι και μια εικονογράφηση της Ιστορίας. Αυτό που μοιάζει να ενδιαφέρει όμως όλο και περισσότερο στην εποχή μας, είναι αυτές οι χίλιες μικρές ιστορίες που κρύβονται πίσω από τα έργα τέχνης. Είναι όλα τα προσωπικά, τα ιδιαίτερα στοιχεία που συνθέτουν τον δημιουργό, τη ζωή και το περιβάλλον του.

Αν καταφέρει ο ιστορικός τέχνης να φέρει τον θεατή κοντά στον μικρόκοσμο, στη σκέψη και στο βλέμμα του καλλιτέχνη, μέσα από τις σημειώσεις του, τα γράμματα και τα σκίτσα του, μέσα από μαρτυρίες για τη ζωή του, τότε θα προσθέσει μια βαθύτερη ανθρώπινη διάσταση στα έργα και στην εποχή τους. Η γοητεία τού να μπορείς να ξαναζωντανεύεις τον ενδόμυχο κόσμο της τέχνης με αυτό τον τρόπο, είναι ίσως μια αντίδραση στη συναρπαστική αλλά ψυχρή αμεσότητα των ψηφιακών εικόνων που μας έχουν κατακυριεύσει».

Το αστικό σπίτι

Θυμίζω στην Εβίτα Αράπογλου μια παλαιότερη επισήμανση του Αγγελου Δεληβορριά ότι το Μουσείο – Πινακοθήκη Γκίκα διαφυλάσσει και τη μνήμη του αστικού σπιτιού σε αντίθεση με τον νεοπλουτισμό της νεοελληνικής κατοικίας βορείων προαστίων. «Πώς ορίζεται το “σπίτι”;», τη ρωτώ. «Το σπίτι είναι ο κόσμος μας. Τα βιβλία, τα αντικείμενα, τα ατέλειωτα χαρτιά και οι φωτογραφίες, τα μύρια πράγματα γύρω. Τα σπίτια τα κάνουν τα “μαζέματα”, μαζέματα από τις διαδρομές, τις περιπέτειες και τα συναισθήματα αυτών που μένουν μέσα τους. Η ψυχή τους γίνεται η ψυχή του ίδιου του σπιτιού. Εκεί καθρεφτίζονται όλα, η καλλιέργεια, οι συνήθειες, οι αναμνήσεις και η σύνδεση ανάμεσα σε γενιές».

Προσθέτω τη φράση, από μια επιστολή του Κράξτον, που συμπεριλαμβάνεται στην –εξαιρετική– έκδοση η οποία συνοδεύει την έκθεση: «Οι άνθρωποι μπορούν να φτιάξουν σπίτια, αλλά τα σπίτια δεν μπορούν να φτιάξουν ανθρώπους».

Η συνάντηση

Τη βρήκα να κάθεται στη μαρμάρινη σκάλα της Κριεζώτου 3 απ’ όπου και θα φεύγαμε μία ώρα αργότερα… με δυσκολία. Η Εβίτα Αράπογλου μου επισήμανε σημεία του μουσείου που δεν είχα αντιληφθεί στην πρώτη επίσκεψη. Διέσχιζε με ταχύτητα τους χώρους, μιλούσε με πάθος για όλα: υλικά, συλλογές του ζεύγους Γκίκα, άνοιγε ντουλαπάκια και συρτάρια για να μου δείξει πού έβαζε τις μπογιές, πού τα καβαλέτα, «δες αυτόν τον φεγγίτη», «αυτήν τη λεπτομέρεια εδώ», «αυτό το είχε φέρει από την Κίνα»…

Βγήκαμε στην εορταστική Αθήνα τυλιγμένες στην αχλύ άλλης εποχής. Περιπλανηθήκαμε αρκετά για να βρούμε ένα σχετικά ήσυχο μέρος για φαγητό. Καταλήξαμε –και καθόλου δεν το μετανιώσαμε– στο κινεζικό εστιατόριο «Jing» (Νίκης 13). Μοιραστήκαμε νουντλς με λαχανικά, ντάμπλινγκ ατμού με χοιρινό, κοτόπουλο με ρίζες μπαμπού και μανιτάρια, συνοδευόμενο από ρύζι ατμού. Σύνολο: 35,50 ευρώ.

Oι σταθμοί της

1956

Γεννήθηκε στην Αθήνα.

1982

Τελειώνει σπουδές Ιστορίας της Τέχνης στο University College και Ιστορίας στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.

1988-1989

Εκθεση Ghika στη Royal Academy και συγγραφή του πρώτου καταλόγου της Συλλογής Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη.

1992

Επιστροφή στην Ελλάδα. Εκδοση «GHIKA Σχέδια» και έκθεση «Περιπλανήσεις» στο Μουσείο Μπενάκη – Πινακοθήκη Γκίκα.

1994

Αναλαμβάνει επιμελήτρια της Συλλογής Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη.

2011

Κριεζώτου 3. Εκδοση αφιερωμένη στο σπίτι, στο εργαστήριο και στην Πινακοθήκη Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα.

2012

Επιμέλεια της έκθεσης «Από τις Συλλογές του Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη» στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα.

2014

Συμμετοχή στη διοργάνωση της μόνιμης έκθεσης της Ελληνικής Συλλογής στη νέα Λεβέντειο Πινακοθήκη, Λευκωσία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή