Η αιώνια επιστροφή της ελληνικής ασθένειας

Η αιώνια επιστροφή της ελληνικής ασθένειας

3' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Α​​ισθάνομαι πως, στην Ελλάδα, τα τελευταία τριάντα χρόνια λέμε τα ίδια και τα ίδια. Mε τον έναν ή τον άλλον τρόπο περιστρεφόμαστε διαρκώς γύρω από τον εαυτό μας παραμένοντας ουσιαστικά ακίνητοι, αντιμετωπίζοντας συνεχώς τα ίδια προβλήματα: δημοσιονομική αστάθεια, οικονομικο-πολιτικά σκάνδαλα, υπερβολική πολιτική πόλωση, λαϊκισμό και δημαγωγία, τάσεις κυβερνητικού αυταρχισμού, περίεργη σχέση ανάμεσα σε επιχειρηματίες και πολιτικούς.

Οι τελευταίες εβδομάδες ήταν η επιτομή τού τι ζούμε ως χώρα όλα αυτά τα χρόνια. Επικοινωνιακά, ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε το Σκοπιανό από κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση ήταν τραγικός. Οι μεν επιχείρησαν να διαιρέσουν τους αντιπάλους τους μπας και ωφεληθούν οι φίλοι τους (βλέπε ΑΝΕΛ), οι δε έτρεχαν αγχωμένοι στα συλλαλητήρια μπας και συναντήσουν τους αγριεμένους ψηφοφόρους τους. Και μόλις πήγε να κλείσει αυτός ο κύκλος, ξεχείλισε ο βούρκος της Novartis, όπου ένα πραγματικά σοβαρό ζήτημα (οι σχέσεις των εταιρειών με το πολιτικό σύστημα και την ιατρική κοινότητα, για το οποίο και ο πλέον αδαής σε αυτή τη χώρα κάτι έχει αντιληφθεί) έγινε και πάλι η αφορμή για νέα άγρια πόλωση προεκλογικού χαρακτήρα αναμφιβόλως.

Από τη μια, έχουμε μια επιθετική κυβέρνηση που στελέχη της παριστάνουν τους εισαγγελείς. Από την άλλη, έχουμε μια αμυνόμενη και αμήχανη αξιωματική αντιπολίτευση, που φοβάται πως μπορεί να χάσει (και πάλι) τις εντυπώσεις αν η κοινή γνώμη πειστεί πως κάτι «περίεργο» συνέβη στις σχέσεις του πολιτικού συστήματος και της φαρμακοβιομηχανίας κατά την περίοδο της διακυβέρνησής της. Προφανώς, στην πατρίδα μας, η εκτίναξη της φαρμακευτικής δαπάνης μέσα σε λίγα χρόνια δεν θεωρείται από μόνη της «περίεργο» γεγονός.

Η κυβέρνηση δεν αντιλαμβάνεται πόσο κακό κάνει η ίδια στην υπόθεση αυτή με το να δείχνει τέτοια συμπεριφορά, ενώ η αντιπολίτευση ασφαλώς και αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο να θυμηθούν όλοι γιατί την έστειλαν στην αντιπολίτευση. Εν τω μεταξύ, το κύρος και η αξιοπιστία των θεσμών τσαλακώνονται, όπως γινόταν εξάλλου και την προηγούμενη εβδομάδα, όταν πρώην πρωθυπουργοί και υπουργοί έτρεχαν στα συλλαλητήρια χωρίς να συνειδητοποιούν τη βαρύτητα μιας τέτοιας πράξης.

Η διεθνής βιβλιογραφία αναδεικνύει κυρίως πέντε παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση και την άνοδο της άκρας Δεξιάς και των εθνικολαϊκιστικών κομμάτων:

α. Τις οικονομικές κρίσεις.

β. Το αίσθημα πραγματικής ή φανταστικής εθνικής ταπείνωσης.

γ. Την έλλειψη αξιοπιστίας των θεσμών εξαιτίας οικονομικο-πολιτικών σκανδάλων που αγγίζουν πρόσωπα στον πυρήνα του πολιτικού συστήματος, που οδηγεί σε γενικευμένη πεποίθηση των πολιτών πως το πολιτικό προσωπικό είναι διεφθαρμένο.

δ. Την αύξηση των μεταναστευτικών ροών με πληθυσμούς που έχουν μεγάλη πολιτισμική απόσταση από τις κοινωνίες υποδοχής, και

ε. Την απότομη εκτίναξη της εγκληματικότητας και την ενίσχυση του αισθήματος ανασφάλειας των πολιτών.

Κοιτάξτε γκίνια ε; Για όποιον στοιχειωδώς παρακολουθεί τις ελληνικές εξελίξεις, είναι εύκολο να διαπιστώσει πως συντρέχουν όλοι εκείνοι οι παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν καταστάσεις «εκτός ελέγχου» και να οδηγήσουν στην εκλογική εκτίναξη ακροδεξιών και εθνικολαϊκιστικών κινημάτων.

Το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή έδειξε μια στασιμότητα μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και την παραπομπή ηγετικών στελεχών της στη Δικαιοσύνη δεν σημαίνει πως η ζήτηση για την άκρα Δεξιά εξέλιπε. Ούτε πως περιορίστηκε η ζήτηση για εθνικολαϊκισμό στην Ελλάδα επειδή αυτός υπέστη μια δραματική ταπείνωση το 2015 μετά το δημοψήφισμα. Το «Οχι» του δημοψηφίσματος συνεχίζει να κυκλοφορεί σαν ζόμπι ανάμεσά μας και στοιχειώνει το πολιτικό προσωπικό στις πλατείες και στα συλλαλητήρια. Οσο η κυρίαρχη ιδεολογία και η πολιτική συμπεριφορά παραπέμπουν σε εκδοχές του εθνικολαϊκισμού, ο κίνδυνος παραμονεύει.

Δυστυχώς, το πολιτικό προσωπικό δείχνει να αδυνατεί να ζήσει στην ομαλότητα και τη συναίνεση. Βλέπω το γερμανικό πολιτικό σύστημα και με πιάνει θλίψη και ζήλια. Γιατί να μην μπορούμε να γίνουμε λίγο περισσότερο σαν κι αυτούς; Στην Ελλάδα, οι μεν σκέφτονται πώς θα μείνουν στην κυβέρνηση για άλλα 20 χρόνια με κάθε κόστος (γιατί νομίζετε η χώρα χρεοκόπησε ή έφτασε στο χείλος τόσες φορές;). Οι δε είναι με το ρολόι στο χέρι μη χάσουν καμιά ώρα από την απόλαυση της εξουσίας. Ετσι, όμως, συνεχίζουμε να πριονίζουμε το αδύναμο κλαδί της Δημοκρατίας.

Περισσότερο από ποτέ, είναι ανάγκη τώρα να οικοδομηθούν οι όροι συναίνεσης της νέας μεταπολίτευσης. Είναι απόλυτη ανάγκη να βρούμε τους μηχανισμούς εκείνους, τόσο τους θεσμικούς αλλά κυρίως τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές, ώστε το πολιτικό σύστημα και προσωπικό να περάσει από τη φάση του πρωτόγονου διπολισμού στη φάση του μη πολωμένου και συνεργατικού πολυκομματισμού. Φτάνει πια με την κατάσταση πολέμου ανάμεσα στο «φως» και στο «σκοτάδι», στους «πατριώτες» και στους «δωσίλογους», στους «τίμιους» και στους «διεφθαρμένους». Γελάει ο κόσμος μαζί μας!

Αν δεν βρούμε τη φόρμουλα για να ξεπεράσουμε το αρρωστημένο κλίμα που μαστίζει τη χώρα μας περιμένουν κι άλλες συμφορές ακόμη, εμάς και τα παιδιά μας.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή