Et in Arcadia ego

3' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λ​​όγοι σημαντικοί επί προσωπικού, αν και, γενικώς, συνηθισμένοι και εν πολλοίς αναπόφευκτοι, συντονίστηκαν έτσι ώστε να επιστρέφω συχνά επί μέρες πολλές στην αφετηρία. Αναγκαστικά αφού, εδώ και περίπου σαράντα χρόνια, η παραμονή στην Αρκαδία, στην Τρίπολη, δεν διαρκούσε παρά μερικές ώρες. Τόσες ώστε να καλυφθούν στοιχειωδώς οι γονεϊκές ανάγκες της επαφής με το «παιδί», τόσες ώστε να δημιουργείται ξανά και ξανά το ασφυκτικό αίσθημα της επαρχιακής ζωής, τόσες ώστε να μην αφήνουν να ξεχαστεί η επιθυμία της φυγής, του ανήκειν σε κάτι μεγαλύτερο και, σύμφωνα με τις τότε εκτιμήσεις, καλύτερο, πιο ουσιαστικό, πιο πανανθρώπινο. Τόσες ώστε να τροφοδοτούν εκ νέου την ανάγκη της δημιουργίας και την απόρριψη μιας ασφαλούς ιδιώτευσης υπό τους όρους ενός αμείλικτου κοινοτισμού, τόσες ώστε να εντείνουν την ανάγκη της εξατομίκευσης. Μακριά από την οικογένεια. Μακριά από κάθε είδους οικογένεια.

Και να ’μαι. Πρωταγωνίστρια και κομπάρσος σε μια αθέατη, άχρονη και άτοπη τελετή επιστροφής και υποδοχής, επαρχιώτισσα από την Ομόνοια. Δρόμοι, μαγαζιά, άγνωστα γνωστά πρόσωπα, γέροντες φίλοι του «μπαμπά», συμμαθητές και καθηγητές από το σχολείο –«τόσο ωραία που έγραφες», «τόσο γρήγορα που καταλάβαινες», «τι κάνεις εδώ;»–, ταμπέλες με ονόματα ιατρών, συναδέλφων του πατρός από καιρό νεκρών και πάντως αποσυρμένων, κανείς δεν τις κατεβάζει, τα data της σιγουριάς. Εφυγες το 1978 αλλά μη νομίζεις, είναι απλώς η επόμενη μέρα, μιαν άλλη μέρα του 1978, η θέση σου υπάρχει εδώ, την κρατάμε εμείς: Υπόσχεση και απειλή.
Και ιδού. Η σύγκρουση της θαυμάστριας του καντιανού υποκειμένου, η σύγκρουση της μακρόχρονης προσπάθειας για την ολοκλήρωση ενός «άλλου» ανθρώπου, με το συναίσθημα. Το ασαφές συναίσθημα. Το «γενικώς και αορίστως» συναίσθημα. Το εκδικούμενο συναίσθημα που ανεπαισθήτως χαμογελά μέσα στην ομίχλη των βουνών της Αρκαδίας, του αγέλαστου ορεινού τοπίου, του καχύποπτου απέναντι στην εξέλιξη. Ιδού το μαρτύριο της άγονης επιστροφής, της αναποτελεσματικής και μάταιης επιστροφής στην ανυπόφορη και λατρεμένη μήτρα.

Εμβρόντητη στέκομαι μπροστά στη Μητρόπολη του Αγίου Βασιλείου με τα υψωμένα πανό (ή μήπως να τα πω λάβαρα;), δίπλα δίπλα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο πολιούχος νεομάρτυρας Παύλος, 1818-2018. Επέτειος διακοσίων ετών, σαράντα προσωπικά χρόνια με τραβούν απ’ το μανίκι, αλλά τώρα πια δεν είμαι σίγουρη ότι θέλω να ξεφύγω, ότι θέλω να βρεθώ μακριά από τη σύγχυση της σύγχρονης ελληνικότητας. Να ’μαι εδώ αυτό που είναι όλοι. Ενσυνειδήτως ή όχι –τι σημασία έχει; Να πάω πιο μπροστά δεν βλέπω να μπορώ και να γυρίσω πίσω δεν γίνεται.

Σ’ αυτό το ιδιόμορφο τράνζιτ του ελληνικού ψυχισμού, της –ποιας;– ελληνικής ταυτότητας, υπό τον μανδύα της ξένης, πιεσμένη από τις απαιτήσεις της ελευθερίας αφήνομαι να φλερτάρω με την Αρκαδία των ρομαντικών, με τη νιτσεϊκή σημείωση:

«Ασυνείδητα, σαν να μην ήταν τίποτα πιο φυσικό, κατοικούσατε σε αυτόν τον αγνό, καθαρό κόσμο του φωτός (που δεν είχε ίχνος λαχτάρας, προσδοκίας και χωρίς να κοιτά κανείς προς τα εμπρός ή προς τα πίσω) με Ελληνες ήρωες. Τα θεώρησες όλα, όπως ο Πουσέν και η σχολή του, ταυτόχρονα ηρωικά και ειδυλλιακά. Ετσι έχουν ζήσει αρκετοί ανεξάρτητοι άνθρωποι, αισθανόμενοι συνεχώς μέσα στον κόσμο και τον κόσμο μέσα τους […]»*

Κάπως σαν τις επαγγελματικές ταμπέλες με τα ονόματα των νεκρών και πάντως αποσυρμένων που δεν τολμά να κατεβάσει κανείς. Να ’μαι –ξανά– εδώ αυτό που είναι όλοι. Σε μια ιδιωτεία που συνιστά εθνικό χαρακτηριστικό. Εντός μου το κουβαλώ, ως ακαθάριστο εθνικό προϊόν το περιφέρουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας.

Στάση προσωπικής ζωής και εξωτερικής πολιτικής. Οπου «η νιότη είναι αιώνια» και η «ανακούφιση» από τις εγκόσμιες υποχρεώσεις μόνιμος στόχος. Αφήνομαι να φλερτάρω με το απορριφθέν. Στην αγκαλιά της μικρής, ορθόδοξης ελληνικής κοινωνίας που υπόσχεται αγάπη, που υπόσχεται τα πάντα αφού ελάχιστα θα κάνει, στην αγκαλιά του ακίνητου χρόνου και του θανάτου της δυνατότητας. Των δυνατοτήτων ενός ανθρώπου, μιας κοινωνίας, μιας χώρας.

* Το απόσπασμα εντός εισαγωγικών είναι από το δεύτερο μέρος του «Human, All Too Human», από το κεφάλαιο «The Wanderer and his Shadow» του Friedrich Nietzsche.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή