«Σέβομαι τον Χαλεπά, ταυτίζομαι με την Αριάδνη»

«Σέβομαι τον Χαλεπά, ταυτίζομαι με την Αριάδνη»

3' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δυο νουβέλες, δυο γραφές. Αυτό σκεφτόμουν διαβάζοντας τις «Δυο γυναίκες, δυο θεές» της Ρέας Γαλανάκη, τις δύο ιστορίες που κατέθεσε, για την «Αθηνά βοσκοπούλα» του Γιαννούλη Χαλεπά και την Αριάδνη της Κρήτης, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη και συνοδεύονται από επίμετρο της συγγραφέως. Είναι δύο μεγάλοι έρωτες της Ρέας Γαλανάκη, ένα χρέος, το οποίο εδώ και πολλά χρόνια έψαχνε τρόπο να καλύψει. Και τον βρήκε.

Οι δύο νουβέλες γεφυρώνονται κυρίως από τον έρωτα με τον οποίο αγκάλιασε του ήρωές της. «Εχω προσωπική σχέση με τον Χαλεπά και την Αριάδνη. Για χρόνια με έτρωγε αυτή η έγνοια, μέσω της οποίας θέλησα να δείξω τον έρωτα, με τον οποίον συχνά δημιουργούμε», λέει η Ρέα Γαλανάκη σε συνομιλία μας. Πράγματι, διαβάζοντας το επίμετρό της, με τον τίτλο «Κάποιες χρήσιμες, ίσως, σημειώσεις», αντιλαμβάνεσαι αυτή την έγνοια που κράτησε χρόνια. Η ιστορία του Χαλεπά –που αναφέρεται στα 28 χρόνια που έζησε στην Τήνο μετά το φρενοκομείο της Κέρκυρας– και εκείνη της Αριάδνης –και του ερωτικού της πάθους για τον ξένο κι εχθρό Θησέα– πέρασαν από χίλια κύματα στο μυαλό και την πένα της Ρέας Γαλανάκη: από μυθιστορήματα έγιναν διηγήματα, μετά νουβέλες – σχέδια, ματαιώσεις, νίκες…

Η νουβέλα «Αθηνά βοσκοπούλα» είναι γραμμένη στο β΄ πληθυντικό πρόσωπο, της ευγενείας. Απευθύνεται στον δημιουργό του γλυπτού με «απέραντο σεβασμό και με μεγάλη ταπεινότητα – με θαυμασμό για το πώς κατάφερε να ξαναβρεί τον εαυτό του», μου λέει η Ρέα Γαλανάκη. Για την ίδια, έχει πάντοτε ιδιαίτερη σημασία, στη λογοτεχνία, «ο τρόπος που αφηγείσαι την ιστορία ανάλογα με το πρόσωπο». Αυτός ο πληθυντικός ευγενείας εντείνει τη μυθιστορηματική ανάπλαση των τριών δεκαετιών του Γιαννούλη Χαλεπά, κατά τους οποίους κυριαρχεί η δύσκολη σχέση του με τη μάνα του, με τους εαυτούς του ανά τα χρόνια και με τους άλλους, εκείνους που τον ονόμασαν «παρία γλύπτη», αυτόν που «νεκραναστήθηκε» και δύο φορές εν ζωή αναγνωρίστηκε από Ελληνες και ξένους συναδέλφους του.

Στο κέντρο όλων, η «Αθηνά βοσκοπούλα», «μια γυναίκα ούτε εξήντα εκατοστά, από νερό και κόκκινο πηλό». Είναι εκείνη η μορφή την οποία ο μαγικός Τήνιος γλύπτης δημιούργησε με «τα ταπεινά δικά σας υλικά, αφού εκείνο τον καιρό το μάρμαρο, η δόξα της νεότητάς σας, ήταν απρόσιτο για σας. Οσο κι η καλοσύνη των ανθρώπων».

Είναι η ίδια μορφή στην οποία η Ρέα Γαλανάκη δίνει καλύτερα υλικά, εκείνα της μελέτης και της γραφής, «του λόγου του και του θυμού, αυτής της βαθιάς μείξης με την οποία δουλεύει η τέχνη», όπως αναφέρει η ίδια στη συνομιλία μας. Η «Αθηνά βοσκοπούλα» γίνεται η σχεδόν πραγματική παρέα του Χαλεπά, ένα παράθυρο στο κενό και στο βαθύ έλλειμμα ανθρώπων, αγάπης, απλής κουβέντας. Εχοντας δουλέψει ως βοσκός, μετά το φρενοκομείο της Κέρκυρας, μπλέκει εντός του την προ και τη μετά τον εγκλεισμό του εποχή, με τη μητέρα του να «φεύγει» κι εκείνον αργά και σταθερά να «απέρχεται».

«Με την Αριάδνη ταυτίζομαι», λέει η Ρέα Γαλανάκη. «Οχι από πλευράς στρατευμένου γυναικείου λόγου, αλλά διά του λόγου μια ερωτευμένης γυναίκας –με τον εχθρό Θησέα–, η οποία επιτέλους μιλάει». Ισως αυτή η ταύτιση είναι που οδηγεί τη συγγραφέα στην επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Ενα «εγώ» παθιασμένο, με το πάθος του ανθρώπου και του θεού, της πριγκίπισσας και της ιέρειας – η Αριάδνη αφηγείται την… άκρα ταπείνωση που οδηγεί στη μοιραία αποκατάστασή της. Η Ρέα Γαλανάκη τα βάζει με τους παραδεδομένους μύθους της αρχαιότητας, προκειμένου να διασώσει την τιμή μιας ηρωίδας η ιστορία της οποίας γράφτηκε από άλλους.

Το ανθρώπινο βάθος

«Συμπάσχω, με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, έχω αισθήματα ανθρωπισμού, δεν είναι συγκατάβαση απέναντι στην Αριάδνη. Εχω πάντοτε έγνοια για το ανθρώπινο βάθος», μου διηγείται η συγγραφέας. «Να μην ξεχνάμε ότι και η “Αθηνά βοσκοπούλα” και η Αριάδνη είναι κατασκευάσματα. Χαίρομαι, ωστόσο, που συμβαίνει αυτή η αγκαλιά με τους ήρωες. Ξέρετε, μέσα από αυτούς προσπαθούμε να καταλάβουμε την ιστορία, τους μύθους, τις κοινωνίες, τους ανθρώπους. Επιμένω, όμως, ότι γράφω λογοτεχνία», λέει η Ρέα Γαλανάκη. «Αυτό που μετράει σε ό,τι κάνω είναι ο βαθμός συγκίνησης του αναγνώστη, η σταγόνα που θα μείνει από κάθε βιβλίο. Οι ήρωές μου, πλάσματα της φαντασίας από τα οποία καμιά φορά δεν ξεφεύγεις, πρέπει να έχουν κάτι δικό μου. Γι’ αυτό, ίσως, αγαπάω όλα μου τα βιβλία: διότι μετά προκαλούν αληθινές ιστορίες, όπως συνέβη με τον απόγονο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά που ήρθε και με βρήκε, με το θρυλικό δαχτυλίδι», αφηγείται.

«Οπως ύστερα από κάθε βιβλίο, τώρα βρίσκομαι σε αγρανάπαυση. Δεν σταματώ, όμως, να σκέφτομαι τι άλλο θα μπορέσω να κάνω από εδώ και πέρα – αν θα έχω την εύνοια των θεών», ολοκληρώνει την κουβέντα μας η Ρέα Γαλανάκη.

​​Ρέα Γαλάνακη, «Δυο γυναίκες, δυο θέες», νουβέλες, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 216.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή