Ρίσκο για τη Forthnet η διακοπή της σύμβασης με τη Super League

Ρίσκο για τη Forthnet η διακοπή της σύμβασης με τη Super League

5' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ως μια κίνηση υψηλού ρίσκου μεταφράζεται η μονομερής απόφαση της διοίκησης της Forthnet να διακόψει το συμβόλαιο που είχε με τη Super League. Aν και η κίνηση αυτή είχε προαναγγελθεί, η απόφαση ξάφνιασε στην παρούσα συγκυρία. Και αυτό επειδή η οικονομική αναφορά που δόθηκε πριν από λίγες ημέρες στους υποψήφιους αγοραστές της εταιρείας, στις προβλέψεις μεγεθών περιλαμβάνονταν τα αντίστοιχα έσοδα και κέρδη της από το ελληνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου κατά τη σεζόν 2018-19.

Η εξέλιξη πάντως φέρεται ότι ήταν σε γνώση των πιστωτριών τραπεζών. Η διοίκηση της Forthnet αναφέρει ότι ήθελε να απαλλαγεί από το «βαρίδι» που ονομάζεται Super League και το οποίο δημιουργεί τεράστιο κόστος στην εταιρεία. Μόνον τα δικαιώματα μετάδοσης, όπως γνωστοποίησε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ανέρχονταν σε 37 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ σ’ αυτό θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και το κόστος παραγωγής που προκαλούσε στην εταιρεία η μετάδοση αγώνων χαμηλής τηλεθέασης. Από την άλλη πλευρά, η Forthnet μπορεί να απογυμνωθεί από ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο. Καλώς ή κακώς τα δικαιώματα του ελληνικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου (Super League) και σίγουρα τα δικαιώματα του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος καλαθοσφαίρισης (Euro League), ήταν δύο από τα πιο βασικά περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας. Αυτά άλλωστε διαφήμιζε κατά κόρον, προκειμένου να διατηρήσει ή και να αποσπάσει νέους πελάτες, συνδρομητές των καναλιών Novasport.

Οντας όμως ελεύθερη η Super League, το παιχνίδι των δικαιωμάτων μετάδοσης των αγώνων ποδοσφαίρου εκκινεί από μηδενική βάση. Προς την κατεύθυνση αυτή καραδοκεί ο ΟΤΕ, ο οποίος σε αντίθεση με τη Forhnet έχει διαθέσιμα περισσότερο από 1 δισ. ευρώ. Και μια πιθανή προσθήκη των αγώνων της Super League, ή η διεκδίκηση των δικαιωμάτων μετάδοσης αγώνων ορισμένων ομάδων, μπορεί να προσδώσει νέους πόντους στο μερίδιο του ΟΤΕ το οποίο, αν και με μικρότερη ένταση, συνεχώς διευρύνεται. Ο τελευταίος, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, φαίνεται να επανεξετάζει τη στρατηγική του στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Οπως ανέφερε πρόσφατα ο πρόεδρός του, Μιχάλης Τσαμάζ, «κατ’ αρχήν το αθλητικό περιεχόμενο ενδιαφέρει», όπως άλλωστε έδειξε και η απόκτηση των δικαιωμάτων μετάδοσης των αγώνων ποδοσφαίρου για το Κύπελλο Ελλάδος. Αυτό που πρέπει να διαφανεί από την πλευρά του ΟΤΕ είναι το υπό ποιες συνθήκες και προϋποθέσεις θα ενδιαφερθεί για το ελληνικό πρωτάθλημα.

Εν γένει όμως η αξία του ποδοσφαιρικού περιεχομένου υποχωρεί. Αυτό δείχνει και η υπόθεση της Premier League στη Βρετανία, όπου για πρώτη φορά μετά το 1992, που μπήκαν τα συνδρομητικά κανάλια στο κυνήγι των δικαιωμάτων μετάδοσης των αγώνων, η τιμή των δικαιωμάτων μειώνεται. Αν και η δημοπρασία δεν έχει λήξει ακόμη, όλα δείχνουν ότι το κόστος μετάδοσης του βρετανικού πρωταθλήματος θα μειωθεί περίπου 16%. Επίσης αλήθεια είναι ότι το βρετανικό ποδόσφαιρο δεν διάγει και τις καλύτερες ημέρες του βίου του.

Αναλογικά –αν όχι περισσότερο– εκτιμάται ότι έχει μειωθεί και η αξία του δικαιώματος μετάδοσης του ελληνικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2009 που ενέσκηψε η κρίση στη χώρα, τα τηλεοπτικά δικαιώματα έχουν υποχωρήσει τουλάχιστον 10%. Φαίνεται όμως ότι αυτό δεν ήταν αρκετό. O χρόνος ωστόσο που επελέγη να διακοπεί η συνεργασία των Forthnet-Super League ευνοεί τον ΟΤΕ. Ο τελευταίος δεν έχει να αντιμετωπίσει την αλλαγής ιδιοκτησίας, όπως η Forthnet, γεγονός που του δίνει μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων. Αντίθετα για τον νέο ιδιοκτήτη της Forthnet μέχρι να αναλάβει την εταιρεία, μπορεί είτε η Super League είτε ορισμένες βασικές της ομάδες να έχουν βρεις άλλους χορηγούς.

Οι επόμενες κινήσεις θα δείξουν αν η κίνηση αυτή ήταν ορθή. Αν οι ομάδες επιστρέψουν στη Forthnet με λιγότερα χρήματα, τότε ο στόχος θα επιτευχθεί. Αν όμως χαθούν ομάδες και πάνε στον ΟΤΕ, τότε η Forthnet θα έχει ακόμη ισχυρότερο ανταγωνισμό. Αν οι ομάδες μοιραστούν, ακόμη και σε τρίτους ενδιαφερόμενους, τότε η κατάσταση θα πρέπει να σταθμιστεί εκ νέου για τα κέρδη και τα οφέλη αυτής της απόφασης.

Η υπερφορολόγηση «πάγωσε» την αγορά της συνδρομητικής τηλεόρασης

H αγορά της συνδρομητικής τηλεόρασης εκτιμάται ότι υπέστη σημαντική υποχώρηση μέσα στο 2017. Οι πωλήσεις μειώθηκαν καθώς τα τιμολόγια των παρόχων άρχισε να τα «βαραίνει» η υψηλή φορολογία. Η υποχώρηση έγινε εμφανής κυρίως στα μέσα της περασμένης χρονιάς, αν και πολλοί είναι εκείνοι που εκτιμούν ότι η αγορά είχε αρχίσει να επηρεάζεται αρνητικά ακόμη και από το 2016.

 
Ειδικότερα, άρχισε να επηρεάζεται λίγο μετά την α΄ αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από τους πιστωτές (άνοιξη του 2016), όταν η κυβέρνηση στο πλαίσιο της συμφωνίας της με τους θεσμούς συμφώνησε στην επιβολή φορολογικού τέλους 10% στις υπηρεσίες συνδρομητικής τηλεόρασης. Η εφαρμογή του τέλους ήταν άμεση, δηλαδή από τον Ιούνιο του 2016. Παράλληλα, στο πλαίσιο της γ΄ αξιολόγησης η κυβέρνηση νομοθέτησε επιπλέον φόρο 2% στη συνδρομητική τηλεόραση, αυτή τη φορά υπέρ της ενίσχυσης του ταμείου ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των δημοσιογράφων (ΕΔΟΕΑΠ). Το τέλος, ωστόσο, δεν έχει εφαρμοστεί καθώς απουσιάζει η σχετική υπουργική απόφαση δεδομένου ότι οι πιστωτές δεν έχουν αποδεχθεί, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, το σχέδιο της κυβέρνησης για τη διάσωση του ΕΔΟΕΑΠ.

 
Σημειώνεται ότι η συνδρομητική τηλεόραση, σε αντίθεση με την ελεύθερη, είναι αδειοδοτημένη και έχει την υποχρέωση να καταβάλλει ετήσιο τέλος, το οποίο είναι κλιμακούμενο ανάλογα με τα έτη λειτουργίας (0,5% – 3%). Επιπλέον, καταβάλλει το 1,8% επί του κύκλου εργασιών στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων, ενώ επιπλέον ποσοστό 1,5% του κύκλου εργασιών κατευθύνεται ως ενίσχυση του ελληνικού κινηματογράφου. Τα φορολογικά τέλη επομένως ανέρχονται από 13,8% έως 15,3%, χωρίς σ’ αυτά να περιλαμβάνεται το τέλος του ΕΔΟΕΑΠ. Στα τέλη αυτά επιβάλλεται επιπλέον ΦΠΑ 24%. Ακόμη, τα συνδρομητικά κανάλια καταβάλλουν, όπως συμβαίνει με τα ελεύθερα κανάλια, τον ειδικό φόρο 20% που πρόσφατα ο αρμόδιος υπουργός Νίκος Παππάς μείωσε στο 5% επί της αξίας των διαφημίσεων.

 
Η υπέρμετρη φορολογία αναμφίβολα «πάγωσε» την αγορά. Το α΄ εξάμηνο του 2017, σύμφωνα με την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), για πρώτη φορά οι συνδέσεις συνδρομητικής τηλεόρασης υποχώρησαν κατά περίπου 9.000. Για την ακρίβεια, τον Ιούνιο του 2017 υπήρχαν 1.000.071 συνδέσεις συνδρομητικής τηλεόρασης, από 1.009.054 που ήταν στο τέλος του 2016. Η μείωση είναι μικρή, μόλις 0,9%, αλλά είναι η πρώτη που καταγράφεται από το 2010 μέσα σε ένα εξάμηνο.

 
Την τάση αυτή υποχώρησης της αγοράς υπογράμμισε και ο πρόεδρος του ομίλου ΟΤΕ, Μιχάλης Τσαμάζ. Μιλώντας πριν από λίγες ημέρες στους δημοσιογράφους, ο κ. Τσαμάζ είπε ότι η υπερφορολόγηση των υπηρεσιών συνδρομητικής τηλεόρασης «πάγωσε» την ανάπτυξη της αγοράς. «Αναμέναμε 100.000 νέους πελάτες μέσα στη (προηγούμενη) χρονιά και τελικά μας ήρθαν 25.000…», τόνισε χαρακτηριστικά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή