Τιμή στη «μητέρα της νουβέλ βαγκ»

Τιμή στη «μητέρα της νουβέλ βαγκ»

5' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Η “σινέ-γραφή”, για την οποία μιλώ συχνά, βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της στο ντοκιμαντέρ. Οι άνθρωποι που συναντώ, τα πλάνα που γυρίζω, μόνη ή με συνεργείο, ο τρόπος που μοντάρω, αντηχητικός ή αντιστικτικός, τα σχόλια που συνοδεύουν τις εικόνες, η επιλογή της μουσικής – όλα αυτά δεν είναι η γραφή ενός σεναρίου, ούτε το στυλ της σκηνοθεσίας ούτε οι λέξεις ενός σχολίου. Ολα αυτά, αν προσθέσουμε και το τυχαίο, όλα αυτά είναι η “σινέ-γραφή” μιας ταινίας».

Η δήλωση αυτή της Ανιές Βαρντά είναι από τον κατάλογο του 41ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (2000), το οποίο οργάνωσε και το πρώτο αφιέρωμα στο έργο της. Τότε ήταν ακόμη 72 ετών, είχε τιμηθεί με την Αργυρή Αρκτο του Βερολίνου (1964, «Le bonheur») και με το Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας (1985, «Δίχως στέγη, δίχως νόμο»), είχε αποχαιρετίσει τον σύζυγό της, σκηνοθέτη Ζακ Ντεμί, ήδη μία δεκαετία (πέθανε το 1990) γυρίζοντας μια τριλογία με θέμα τον ίδιο και το έργο του.

Από εκείνη την εποχή, από μια σύντομη συνομιλία μαζί της, η οποία δημοσιεύτηκε στην «Κ», απομονώνουμε το ερώτημα που θέσαμε στη «μητέρα της νουβέλ βαγκ», όπως αποκαλούν τη Βαρντά: «Ποια κατά τη γνώμη σας είναι τα χαρακτηριστικά της νουβέλ βαγκ που λείπουν από το σύγχρονο ευρωπαϊκό σινεμά;». Και η απάντησή της: «Μια ερώτηση τόσο αρνητική εμπεριέχει και την απάντηση… Εγώ θα έλεγα: Ενα μέρος του νέου γαλλικού κινηματογράφου καταπιάνεται με κοινωνικά ζητήματα και προβλήματα της εποχής μας. Τα προβλήματα καταγράφονται με τιμιότητα, γεγονός που στερεί συχνά από τις ταινίες τη γοητεία. Δεν υπάρχει ξεγνοιασιά, ούτε ανάμεσα στους νέους, δεν υπάρχει μια καθαρά κωμική διάθεση και αυτό κάνει τις ταινίες ακόμη πιο βαριές.

Ρεύμα ανανέωσης

»Η νουβέλ βαγκ δημιουργήθηκε από καλλιτέχνες που ήταν εγωιστές –με εξαίρεση ορισμένους– και αυτό συνοδευόταν από πολλή ξεγνοιασιά, γοητεία και ελαφρότητα. Οι ηθοποιοί ήταν συχνά απρόβλεπτοι, αυθεντικοί. Δεν υπήρχε όλη αυτή η πίεση για την εμφάνιση στις νέες ηθοποιούς. Hθελαν να γίνουν σταρ… διασκεδάζοντας. Η νουβέλ βαγκ είχε πολλά χαρακτηριστικά. Ανάμεσα στα άλλα να είναι νέα, να φέρει ένα ρεύμα ανανέωσης, μια αύρα φρεσκάδας και μια ριπή ανέμου σε ένα σινεμά μονότονο, ρουτινιάρικο. Αλλά υπάρχουν –ευτυχώς– κύματα και κύματα που πάφλαζαν τότε και συνεχίζουν να παφλάζουν…».

Φέτος, η Ανιές Βαρντά είναι 89 ετών και «συνεχίζει να παφλάζει». Oχι μόνο υπογράφει ένα από τα πιο μεστά και τρυφερά ντοκιμαντέρ, εμπλουτίζοντας την ιστορία του κινηματογράφου τεκμηρίωσης, αλλά είναι και υποψήφια, για πρώτη φορά στη ζωή της, για Οσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ, το οποίο, αν κερδίσει την ερχόμενη Κυριακή, θα μοιραστεί με τον 34χρονο συνσκηνοθέτη και συνοδοιπόρο της, Γάλλο φωτογράφο και street artist, JR. To «Πρόσωπα & Ιστορίες» («Faces Places») είναι η ταινία έναρξης του 20ού Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την Παρασκευή 2 Μαρτίου.

Τη δήλωση του προλόγου, για τη «σινέ-γραφή», συμπληρώνει μια πιο πρόσφατη της Ανιές Βαρντά, στην οποία υπογραμμίζει ότι «στις ταινίες μου πάντα ήθελα να κάνω τους ανθρώπους να δουν σε βάθος. Δεν θέλω να δείξω πράγματα, αλλά να τους δώσω την επιθυμία να δουν». Στα 89 της, δεν έχει τίποτα να αποδείξει, αλλά έχει ακόμη την επιθυμία να ανακαλύψει. Αυτή η μικροκαμωμένη γυναίκα με το χαρακτηριστικό κούρεμα μαλλιών που θυμίζει δίχρωμη κάσκα, που περπατάει με την υποβοήθηση ενός μπαστουνιού ή την κρατάει πότε πότε ο JR, εξακολουθεί να έχει ως κινητήρια δύναμη την περιέργεια.

Με τον JR κάθε άλλο παρά αταίριαστο ζευγάρι αποτελούν. Μοιράζονται την εμπειρία ενός ιδιότυπου road movie, σε μικρές πόλεις της γαλλικής υπαίθρου, συναντούν ανθρώπους από την εργατική τάξη, αγρότες και βιομηχανικούς εργάτες, πρώην ανθρακωρύχους, ανθρώπους καθημερινούς, μετατρέποντας τα φωτογραφικά πορτρέτα τους σε τεράστιες τοιχογραφίες, που τοποθετούν σε μεγάλες επιφάνειες: προσόψεις σπιτιών, τοίχους εργοστασίων, πλατείες χωριών, αποβάθρες, στάβλους… Ταξιδεύουν με ένα βαν το οποίο έχει ενσωματωμένη μια μηχανή εκτύπωσης.

Η Βαρντά πλησιάζει με προσοχή, ενδιαφέρον και έγνοια τα πρόσωπα. Δεν εισβάλλει στις ζωές τους και ύστερα τα εγκαταλείπει: «Δεν μπορώ να “κλέψω” τις ζωές τους και μετά να εξαφανιστώ», λέει. «Συμπάσχω. Τα ντοκιμαντέρ γεννούν υποχρεώσεις. Διατηρούμε μια σχέση με τους ανθρώπους που κινηματογραφούμε. Δεν μπορούμε απλώς να κάνουμε τη δουλειά μας και να επιστρέφουμε σπίτι μας». Το μότο που μοιράζεται η Βαρντά με τον JR είναι ότι «κάθε πρόσωπο λέει μια ιστορία». Η φωτογραφία βοηθάει να αποτυπώνονται και να μη χάνονται στη μαύρη τρύπα της μνήμης.

Παρακολουθώντας το «Πρόσωπα & Ιστορίες» περιδιαβαίνει κανείς ένα σύμπαν συναρπαστικό· τόσο απλό, άμεσο και ανεπιτήδευτο, αντιστέκεται σε κάθε κατηγοριοποίηση, είναι ρευστό όσο και η ζωή, έχει την ειλικρίνεια μιας αβίαστης συνομιλίας, την ένταση της περιστασιακής εκμυστήρευσης, τον αυθορμητισμό που γεννάει η ανάγκη να «μοιραστούμε» αυτό που μας στριμώχνει και μας απασχολεί. Αυτή η υπαίθρια γκαλερί πορτρέτων καθημερινών ανθρώπων προκαλεί σε γαλήνιο στοχασμό και ενδοσκόπηση όσο η θέα μιας ελβετικής λίμνης, έχει μιαν αύρα φρεσκάδας όσο η παρατήρηση μιας καθησυχαστικής ανθρώπινης γεωγραφίας χωρίς έριδες, ανταγωνισμούς, εντάσεις. Με χαμόγελο που συμφιλιώνει και ανακουφίζει όπως και μια φιλική, προστατευτική αγκαλιά.

Η ηλικιωμένη αλλά καλοστεκούμενη Ζανίν, για παράδειγμα, είναι η τελευταία κάτοικος ενός εγκαταλελειμμένου οικισμού ανθρακωρύχων. Ο JR «φιλοτεχνεί» το πορτρέτο της στην πρόσοψη του σπιτιού της κι εκείνη όταν το βλέπει βουρκώνει, δεν ξέρει τι να πει. Η Βαρντά την αγκαλιάζει και της λέει απλώς ότι αυτό είναι ένας τρόπος για να «γιορτάσει» τη δική της οικογενειακή ιστορία μαζί με την ιστορία της πόλης της.

Η Βαρντά κάνει έναν απολογισμό ζωής εν κινήσει. Επισκέπτεται τον τάφο του φίλου της Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν «στο μικρότερο νεκροταφείο του κόσμου» –«φιλοξενεί» δέκα νεκρούς όλους κι όλους–, αποφασίζει να συναντήσει τον φίλο της Ζαν-Λικ Γκοντάρ, στο σπίτι του στην Ελβετία. Ομως, ενώ τον έχει ενημερώσει ότι θα πάει να τον δει μαζί με τον JR, έχει πάρει μάλιστα και τα αγαπημένα του κρουασάν από τον γειτονικό φούρνο, εκείνος δεν της ανοίγει την πόρτα. Στενοχωριέται βαθύτατα, τα αισθήματά της είναι συγκεχυμένα, όπως λέει στον JR, ο οποίος φοράει συνέχεια μαύρα γυαλιά (θυμίζει πολύ τον Γκοντάρ νέο), αλλά δεν αφήνει τη θλίψη να την παρασύρει.

Ξέρει ότι ο Ζαν-Λικ είναι εξαιρετικά ιδιόρρυθμος, ένας «μοναχικός φιλόσοφος». Κρεμάει τα κρουασάν στο πόμολο της εξώπορτας και μαζί με τον νεαρό συνοδοιπόρο της πηγαίνουν «να κοιτάξουν τη λίμνη». «Φοβάσαι τον θάνατο;» τη ρωτάει ο JR. «Τον σκέφτομαι πολύ, αλλά δεν νομίζω ότι τον φοβάμαι», απαντάει εκείνη. «Ισως και να βρίσκομαι στο τέλος. Το περιμένω».

Οι ελληνικές ρίζες και το έργο της

Το επετειακό 20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (2-11 Μαρτίου) τιμά την πρωτοπόρο και αεικίνητη, παρά την ηλικία της, Ανιές Βαρντά, προβάλλοντας δέκα ντοκιμαντέρ-σταθμούς στη φιλμογραφία της. Γεννημένη το 1928 στο Βέλγιο, από πατέρα Ελληνα (προερχόταν από πρόσφυγες της Μικράς Ασίας) και μητέρα Γαλλίδα, αναδείχθηκε σε εμβληματική μορφή της γαλλικής νουβέλ βαγκ. Εγινε η πρώτη γυναίκα εκπρόσωπος του ρεύματος, πλάι σε σκηνοθέτες όπως ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ο Φρανσουά Τριφό, αλλά και ο σύζυγός της Ζακ Ντεμί. Τον περασμένο Νοέμβριο, της απονεμήθηκε τιμητικό Οσκαρ για το σύνολο της καριέρας της.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή