Τα σημάδια της Κυριακής

2' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε κάποια άκρη του μυαλού μου, σε ένα από αυτά τα μυστηριώδη συρταράκια της μνήμης που ανοιγοκλείνουν ανεξάρτητα από τη θέλησή μου, υπάρχει κρυμμένη μια μέρα. Είναι η μέρα που χάθηκα στην παραλία του Σχινιά, ενώ πλατσούριζα ανέμελα στα ρηχά και οι μεγάλοι ασχολούνταν με τους φίλους τους ή με τον μικρό μου αδελφό ή απλώς τράβηξαν το βλέμμα τους από πάνω μου για μερικά δευτερόλεπτα. Λίγο αργότερα περπατούσα πάνω κάτω κλαίγοντας στη γεμάτη κόσμο παραλία, με λυπήθηκε μια οικογένεια και με πήγε στο αστυνομικό τμήμα, όπου με κέρασαν παγωτό και κόκα κόλα και πέρασα πολύ ωραία. Οι γονείς μου προφανώς όχι και τόσο.

Είναι η μέρα που πέρασα μαζί με τις φίλες μου στην Αγία Μαρίνα, στην Αίγινα, όπου διαπιστώσαμε ότι καμιά δεν είχε σκεφτεί να φέρει αντηλιακό, αλλά δεν μας ένοιαζε και τόσο πολύ. Εμένα με ένοιαξε τελικά, στο καράβι της επιστροφής, όπου οι ώμοι μου ήταν τόσο κόκκινοι, που έλαμπαν στο σκοτάδι και το μπλουζάκι που φορούσα με πονούσε όπου με άγγιζε. Εξακολουθεί να με νοιάζει, κάθε φορά που βλέπω τις φακίδες που άφησε πίσω της η εκδρομή.

Είναι η μέρα που σήμαινε Μοναστηράκι, δίσκους των Doors και χαϊμαλιά και ποια θα τολμήσει να βάλει σκουλαρίκι στη μύτη της και να μιλήσει στον ωραίο που κάθεται στο απέναντι πεζούλι. Το σκουλαρίκι έφυγε, το σημάδι στη μύτη παραμένει και στον ωραίο δεν μίλησε ποτέ καμιά μας.

Είναι η μέρα που βρισκόμουν για πρώτη φορά μόνη σε μια ξένη χώρα, μια άγνωστη πόλη, και δεν είχα ούτε έναν φίλο ακόμη και πήγα σινεμά μόνη μου και είδα το «Χορεύοντας στο σκοτάδι» του Λαρς φον Τρίερ και κάτι μετακινήθηκε μέσα μου τόσο βίαια, που επέστρεψα στο σπίτι με τα πόδια, σαράντα λεπτά δρόμος, δεν ξέρω πόσα τσιγάρα, κλαίγοντας με λυγμούς σε όλη τη διαδρομή. Δεν νομίζω ότι μπήκε ποτέ στη θέση του εκείνο το κομμάτι.

Είναι η μέρα που ξυπνήσαμε σε ένα ξενοδοχείο στο Παρίσι και περπατούσαμε ως το βράδυ και όλα ήταν φωτεινά και πρωτόγνωρα και αναρωτιόμουν πώς να είναι άραγε να μεγαλώνεις και να ζεις μέσα σε τόση ομορφιά, σε κάνει καλύτερο άνθρωπο ή μήπως σε αναισθητοποιεί, και αν την αντικρίσεις έστω και μία φορά, μπορείς να ξαναγίνεις αυτό που ήσουν; Άλλο ένα σημάδι.

Είναι η μέρα, πάντα η ίδια, με χιόνι σε ένα δάσος και να προχωρούν μπροστά ένα παιδί και ένα σκυλάκι που κάθε τόσο σταματούν και κοιτάζουν με αγωνία πίσω τους, για να βεβαιωθούν πως δεν εξαφανίστηκες, πως δεν έχουν μείνει μόνα, πως βρίσκεσαι πάντα εκεί και ξέρεις, εκείνη τη στιγμή, πως, ό,τι και να κάνεις από δω και πέρα, θα τα κουβαλάς μαζί σου πάντοτε, όπως στο τέλος εκείνης της ημέρας που ήταν και τα δύο κουρασμένα και παγωμένα και μισοκοιμισμένα στα χέρια σου.

Αυτή η μέρα, που ξυπνάς αργά και φτιάχνεις καφέ και διαβάζεις τις εφημερίδες και τα βιβλία σου στον καναπέ και σε χτυπάει ο ήλιος και σε ξαναπαίρνει ο ύπνος και ονειρεύεσαι όλες τις μέρες που θα έρθουν, όλες τις Κυριακές που περιμένουν να αφήσουν τα σημάδια τους. ■

*Η Μυρσίνη Γκανά είναι μεταφράστρια. Η πρώτη της ποιητική συλλογή «Τα πέρα μέρη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή