Θετική για τις ελληνικές τράπεζες η εφαρμογή του IFRS 9 εκτιμά η Moody’s

Θετική για τις ελληνικές τράπεζες η εφαρμογή του IFRS 9 εκτιμά η Moody’s

2' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θετικά αποτιμά για τις ελληνικές τράπεζες την ενσωμάτωση του νέου λογιστικού προτύπου (IFRS 9) η Moody’s, μετά την ανακοίνωση των σχετικών στοιχείων από τις εγχώριες τράπεζες.

Συγκεκριμένα, οι πρόσθετες προβλέψεις για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που πραγματοποίησαν οι συστημικές τράπεζες στο πλαίσιο της υιοθέτησης του IFRS 9, ανήλθαν στα 5,7 δισ. ευρώ (πριν από φόρους). Αναλυτικότερα, ο όμιλος της Τράπεζας Πειραιώς προχώρησε σε πρόσθετες προβλέψεις ύψους 1,6 δισ. ευρώ, η Alpha Bank ύψους 1,55 δισ. ευρώ, η Εθνική Τράπεζα ύψους 1,45 δισ. ευρώ και η Eurobank πρόσθετες προβλέψεις ύψους 1,1 δισ. ευρώ.

Η Moody’s σχολιάζοντας την υιοθέτηση του IFRS 9 σημειώνει ότι αυτό έχει θετική πιστωτική επίδραση στις ελληνικές τράπεζες, τονίζοντας ότι τα στοιχεία δείχνουν μια αύξηση των προβλέψεων κατά μέσον όρο 10%, αυξάνοντας την κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) από προβλέψεις στο περίπου 55% από 50% που ήταν στο τέταρτο τρίμηνο του 2017. Οι επιπλέον προβλέψεις, εκτιμά η Moody’s, θα βοηθήσουν τον κλάδο στην προσπάθεια μείωσης των NPEs –που σήμερα φτάνουν τα περίπου 95 δισ. ευρώ– κατά 40% την περίοδο 2017-2019, με βάση τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM). Σύμφωνα με τον οίκο, το μεγαλύτερο απόθεμα προβλέψεων θα επιτρέψει στις τράπεζες να προχωρήσουν σε μεγαλύτερες πωλήσεις προβληματικών δανείων, επιταχύνοντας την εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών.

Η Moody’s εκτιμά ότι η επίπτωση στο κεφάλαιο των τραπεζών από το IFRS 9 θα μειώσει τον δείκτη κεφαλαίων CET1 κατά περίπου 300 μονάδες βάσης, κατά μέσον όρο, την επόμενη πενταετία από ένα δείκτη CET1 περίπου 16,5% στο τέταρτο τρίμηνο του 2017. Ο άμεσος αντίκτυπος το 2018 θα περιοριστεί σε περίπου 15 μονάδες βάσης, καθώς μόλις το 5% των επιπλέον προβλέψεων θα επηρεάσει το ρυθμιστικό κεφάλαιο. Με βάση τους κανόνες, αυτό το 5% θα αυξηθεί σε 15% το 2019, 30% το 2020, 50% το 2021, 75% το 2022 και 100% το 2023.

Σημειώνεται ότι η επίπτωση από τις πρόσθετες αυτές προβλέψεις που διενήργησαν οι τράπεζες, δεν επηρεάζει τα αποτελέσματα αλλά επιβαρύνει κατευθείαν τα κεφάλαια. Ακόμα σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι η επιβάρυνση αυτή ουσιαστικά δεν θα ληφθεί υπόψη στο υπό εξέλιξη stress test, καθώς οι εποπτικές αρχές έχουν δώσει στις τράπεζες τη δυνατότητα να αποσβέσουν σε βάθος 5ετίας τη ζημία, με το 30% της επίπτωσης να αναγνωρίζεται τα τρία πρώτα χρόνια και το υπόλοιπο 70% θα βαρύνει τα εποπτικά κεφάλαια την τελευταία 2ετία. Ετσι, για το 2018 και το stress test η μείωση στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών είναι πολύ μικρή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή