«Η ιστορία της CIA» και το… φιάσκο

«Η ιστορία της CIA» και το… φιάσκο

5' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οσοι δεν είναι ευάλωτοι στις θεωρίες συνωμοσίας (και έχουν διαβάσει ένα δυο σοβαρά βιβλία), έχουν αυτή την αίσθηση: ότι η περίφημη (ή διαβόητη) CIA δεν είναι ακριβώς ό,τι πιο επιτυχημένο υπάρχει σε κρατική μυστική υπηρεσία.

Το ογκώδες βιβλίο του Τιμ Γουάινερ «Η ιστορία της CIA», που θα κυκλοφορήσει στις 23 Απριλίου από τις εκδόσεις Γκοβόστη, έχει πολλά τέτοια παραδείγματα που μια στημένη δουλειά κατέληξε σε φιάσκο.

Οπως γράφει στον πρόλογο ο συγγραφέας, το βιβλίο «περιγράφει πώς η ισχυρότερη χώρα του δυτικού κόσμου δεν κατάφερε τελικά να δημιουργήσει μια αξιόλογη κατασκοπευτική υπηρεσία – μια αποτυχία που υπονομεύει ακόμη και σήμερα την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών».

Το βιβλίο βασίζεται στην ανάγνωση πάνω από πενήντα χιλιάδων εγγράφων, κυρίως από τα αρχεία της CIA, του Λευκού Οίκου και του State Department· σε περισσότερες από δύο χιλιάδες προφορικές μαρτυρίες Αμερικανών πρακτόρων, στρατιωτών και διπλωματών και σε περισσότερες από τριακόσιες συνεντεύξεις από το 1987 αξιωματικών και βετεράνων της CIA, συμπεριλαμβανομένων δέκα διοικητών της CIA. Δεν υπάρχουν ούτε ανώνυμες πηγές ούτε αδιασταύρωτα παραθέματα, ούτε διαδόσεις. Είναι η πρώτη ιστορία της CIA που έχει συντεθεί αποκλειστικά βάσει πρωτογενούς έρευνας και επίσημων πηγών. Σήμερα η «Κ» προδημοσιεύει αποκλειστικά αποσπάσματα επιλέγοντας από ένα κεφάλαιο που ενδιαφέρει τους Ελληνες αναγνώστες.

Στις 17 Μαρτίου 1973, ο πρόεδρος Νίξον συναντήθηκε στο Οβάλ Γραφείο με τον Τομ Πάπας (Θωμά Παπαδόπουλο), έναν Ελληνοαμερικανό μεγαλοεπιχειρηματία, πολιτικό μεσάζοντα και φίλο της CIA. Ο Πάπας είχε παραδώσει 549.000 δολάρια μετρητά στην εκστρατεία του Νίξον, το 1968, ως δώρο από τους ηγέτες της ελληνικής στρατιωτικής χούντας. Τα λεφτά είχαν “ξεπλυθεί” μέσω της ΚΥΠ, της ελληνικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Αυτό ήταν ένα από τα πιο σκοτεινά μυστικά του Λευκού Οίκου επί Νίξον. 

Ο Πάπας είχε τώρα εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια ακόμα να προσφέρει στον πρόεδρο – λεφτά που προορίζονταν για την εξαγορά της σιωπής των βετεράνων της CIA που φυλακίστηκαν για τη διάρρηξη στο Watergate. Ο Νίξον τον ευχαρίστησε εγκάρδια: “Γνωρίζω όσα κάνετε για να βοηθήσετε”, είπε. Τα περισσότερα χρήματα προέρχονταν από μέλη και υποστηρικτές των “συνταγματαρχών” – της ελληνικής χούντας που είχε καταλάβει την εξουσία τον Απρίλιο του 1967, με ηγέτες τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, έναν πράκτορα που είχε στρατολογηθεί από τη CIA ήδη από την εποχή του Allen Dulles, και τον σύνδεσμο της ΚΥΠ με την Υπηρεσία». 

«Αυτοί οι συνταγματάρχες συνωμοτούσαν χρόνια», είπε ο Robert Keeley, που αργότερα έγινε ο Αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα. «Ηταν φασίστες. Ταίριαζαν στον κλασικό ορισμό του φασισμού όπως τον αντιπροσώπευε ο Μουσολίνι τη δεκαετία του ’20: ένα συντεχνιακό κράτος, χωρίς Κοινοβούλιο, με τα τρένα να φτάνουν στην ώρα τους, με σκληρή πειθαρχία και λογοκρισία… ένα κλασικό φασιστικό καθεστώς». 

(…) Οι συνταγματάρχες πίστευαν ανέκαθεν ότι «η CIA αποτελούσε έναν απευθείας δίαυλο με τον Λευκό Οίκο», είπε ο Norbert Anschutz, ο υψηλόβαθμος Αμερικανός διπλωμάτης στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του 1967. 

Παρ’ όλα αυτά, οι συνταγματάρχες είχαν αιφνιδιάσει τη CIA. «Η μόνη φορά που είδα τον Helms πραγματικά θυμωμένο ήταν όταν έγινε το πραξικόπημα των Ελλήνων συνταγματαρχών το 1967», είπε ο βετεράνος αναλυτής και επικεφαλής του OCI (Office of Current Intelligence) Dick Lehman. «Οι Ελληνες στρατηγοί σχεδίαζαν ένα πραξικόπημα ενάντια στην εκλεγμένη κυβέρνηση, ένα σχέδιο για το οποίο όλοι ήμασταν ενήμεροι, αλλά ακόμα δεν είχε ωριμάσει. Ωστόσο, μία ομάδα συνταγματαρχών έπαιξε το χαρτί της χωρίς προειδοποίηση».

Η επίσημη αμερικανική πολιτική προς τους συνταγματάρχες ήταν ψυχρή και απόμακρη μέχρι την ορκωμοσία του Ρίτσαρντ Νίξον, τον Ιανουάριο του 1969. Η χούντα χρησιμοποιούσε τον Τομ Πάπας, που συνεργαζόταν είκοσι χρόνια με τη CIA στην Αθήνα, για να στέλνει μετρητά στον πολιτικό κορβανά του Νίξον και του αντιπροέδρου Spiro Agnew – του πιο ισχυρού Ελληνοαμερικανού στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Η πρακτική απέφερε οφέλη. Ο Agnew επισκέφθηκε επισήμως την Αθήνα. Το ίδιο έκαναν και οι υπουργοί Εξωτερικών, Αμυνας και Εμπορίου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πούλησαν στη χούντα άρματα μάχης, αεροσκάφη και πυρομαχικά. Ο σταθμός της CIA στην Αθήνα υποστήριζε ότι η πώληση στρατιωτικού εξοπλισμού στους συνταγματάρχες «θα τους επανέφερε στη δημοκρατία», όπως είπε ο Archer Κ. Blood, πολιτικό στέλεχος της αμερικανικής πρεσβείας. Αυτό ήταν «αναληθές» είπε ο Blood – αλλά «οποιοδήποτε επικριτικό σχόλιο κατά της χούντας, θα προκαλούσε την οργή της CIA». 

Ως το 1973, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το μόνο έθνος στον ανεπτυγμένο κόσμο που είχε φιλικές σχέσεις με τη χούντα, η οποία φυλάκιζε και βασάνιζε τους πολιτικούς της εχθρούς. «Ο σταθμάρχης της CIA συνεργαζόταν στενά με τους τύπους που ξυλοκοπούσαν τους Eλληνες», είπε ο Charles Stuart Kennedy – ο Αμερικανός γενικός πρόξενος στην Αθήνα. «Ηγειρα ζητήματα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά η CIA τα αντιπαρερχόταν». Η Υπηρεσία «διατηρούσε πολύ στενές σχέσεις με τους λάθος ανθρώπους», είπε ο Κένεντι. «Φαίνεται ότι επηρέαζε υπερβολικά τον πρέσβη», έναν παλιό φίλο του Ρίτσαρντ Νίξον, ονόματι Henry Tasca. 

Ο ρόλος του σταθμάρχη Jim Potts και ο στρατηγός Δημ. Ιωαννίδης

Την άνοιξη του 1974, ο στρατηγός Δημήτριος Ιωαννίδης ανέλαβε τα ηνία της χούντας. Ο Ιωαννίδης συνεργαζόταν με τη CIA 22 χρόνια. Η Υπηρεσία ήταν ο μοναδικός σύνδεσμος του Ιωαννίδη με την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών· ο πρέσβης και η αμερικανική διπλωματική κοινότητα ήταν εκτός κυκλώματος. Στα μάτια της χούντας, η αμερικανική κυβέρνηση ήταν ο Jim Potts, ο σταθμάρχης της CIA. Η Υπηρεσία είχε «ένα σημαντικό ατού στην Αθήνα· Είχαν σχέσεις με τον άνθρωπο που διοικούσε τη χώρα και δεν ήθελαν να τις διαταράξουν», είπε ο Thomas Boyatt, αξιωματούχος του υπουργείου Εξωτερικών στην Ουάσιγκτον, αρμόδιος για την Κύπρο. 

Η Κύπρος, ένα νησί σαράντα μίλια από την ακτή της Τουρκίας και πεντακόσια μίλια από την Αθήνα, υπήρξε επίκεντρο αντιπαράθεσης ελληνικών και ισλαμικών στρατευμάτων, από την εποχή του προφήτη Μωάμεθ. Οι Ελληνες συνταγματάρχες έτρεφαν βαθύ μίσος για τον Κύπριο ηγέτη, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, και επιθυμούσαν σφόδρα να τον ανατρέψουν. Ο Αμερικανός αναπληρωτής του επικεφαλής της αντιπροσωπείας στην Κύπρο, William Crawford, είχε αντιληφθεί τα σχέδιά τους. 

«Μετέβην στην Αθήνα πεπεισμένος ότι εύκολα θα ακύρωνα τα σχέδιά τους», θυμάται. «Ο σταθμάρχης μας στην Αθήνα Jim Potts μού είπε ότι αυτό ήταν εντελώς απίθανο. Δεν μπορούσε να συμφωνήσει μαζί μου: αυτοί οι άνθρωποι ήταν φίλοι μας, συνεργάζονταν μαζί μας τριάντα χρόνια και ποτέ δεν θα έκαναν κάτι τόσο ηλίθιο». 

Το 1974, ο Tom Boyatt βεβαιώθηκε ότι οι φίλοι της CIA στην Αθήνα σκόπευαν να ξεπαστρέψουν τον Μακάριο. Εστειλε ένα τηλεγράφημα στον πρέσβη Tasca στην Αθήνα. Πήγαινε να μιλήσεις στον στρατηγό Ιωαννίδη, έγραφε. Φρόντισε «να του δώσεις να καταλάβει» ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι εκ διαμέτρου αντίθετες με οποιαδήποτε προσπάθεια από οποιοδήποτε μέλος της ελληνικής κυβέρνησης, φανερό ή κρυφό, να αναμειχθεί στις κυπριακές υποθέσεις». Πες του ότι «είμαστε συγκεκριμένα αντίθετοι με οποιαδήποτε απόπειρα ανατροπής του Μακαρίου και εγκαθίδρυσης μιας φίλα διακείμενης προς την Αθήνα κυβέρνησης. Διότι, αν συμβεί αυτό, οι Τούρκοι θα εισβάλουν και αυτό δεν θα είναι καλό για κανέναν μας». 

Ωστόσο, ο πρέσβης Tasca δεν είχε ποτέ του μιλήσει στον στρατηγό Ιωαννίδη. Αυτός ήταν ο ρόλος του σταθμάρχη της CIA. 

Το Σάββατο 12 Ιουλίου 1974, το υπουργείο Εξωτερικών έλαβε ένα τηλεγράφημα από τον σταθμό της CIA στην Αθήνα. Μείνετε ήσυχοι, έλεγε. Ο στρατηγός και η χούντα δεν θα έκαναν τίποτα για να ανατρέψουν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. «Ωραία, λοιπόν, είχαμε πληροφορίες εκ των έσω», ανακαλούσε στη μνήμη του ο Boyatt. «Πήγα σπίτι. Και γύρω στις 3, ξημερώματα Δευτέρας, μου τηλεφώνησαν από το Κέντρο Επιχειρήσεων του υπουργείου Εξωτερικών και μου είπαν “πρέπει να έρθετε από εδώ”». Η χούντα είχε επιτεθεί».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή