Δύο πιανιστικές βραδιές με ξεχωριστό ενδιαφέρον

Δύο πιανιστικές βραδιές με ξεχωριστό ενδιαφέρον

3' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο πιανίστας Σταύρος Κόλλιας δεν δίνει συχνά ρεσιτάλ. Κάθε φορά που επιλέγει να παρουσιαστεί, έχει διαμορφώσει μια ξεχωριστή πρόταση. Ετσι και στις 18 Απριλίου στην αίθουσα «Αρης Γαρουφαλής» του Ωδείου Αθηνών: το πρόγραμμα που πρότεινε –υπό την αιγίδα της πρεσβείας της Ιαπωνίας και του Ελληνοϊαπωνικού Συνδέσμου Φιλίας– έθετε σε διάλογο προσεκτικά επιλεγμένες συνθέσεις του Μότσαρτ με έργα σύγχρονων Ιαπώνων συνθετών, του Τόσιο Χοσοκάουα, του Τόρου Τακεμίτσου, της Κάρεν Τανάκα και του Τόσι Ιτσιγιάναγκι. Πρόγραμμα, που στο χαρτί μοιάζει ετερόκλητο, στην πράξη αποδείχθηκε εξαιρετικά ενδιαφέρον.

Οι Ιάπωνες συνθέτες, είτε της παλαιότερης γενιάς, γεννημένοι τη δεκαετία του 1930 όπως ο Τακεμίτσου και ο Ιτσιγιάναγκι, είτε οι νεότεροι, γεννημένοι αρκετά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιχειρούν στα συγκεκριμένα έργα τη γεφύρωση ανάμεσα στη δική τους παράδοση και σε αυτή της δυτικής μουσικής, εξ ορισμού λόγω της επιλογής του πιάνου, οργάνου εμβληματικού της ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής. Αν στα δυτικά αυτιά τα «Σχεδιάσματα του δέντρου της βροχής» του Τακεμίτσου, γραμμένα τη δεκαετία του 1980 και αφιερωμένα στον Ολιβιέ Μεσιάν, θυμίζουν εξίσου Ντεμπισί, είναι μάλλον επειδή ο Γάλλος συνθέτης στράφηκε πολύ νωρίτερα στον μουσικό πολιτισμό της Απω Ανατολής, εμπλουτίζοντας τη δική του γλώσσα με «εξωτικά» ακούσματα.

Αν, πάλι, αναζητούσε κανείς στις μινιμαλιστικές συνθέσεις των νεότερων Ιαπώνων συνθετών ένα κοινό στοιχείο, αυτό θα ήταν ενδεχομένως η δριμύτητα στα όρια της σκληρότητας, η αδρότητα και η απίστευτη δύναμη κομματιών όπως ο «Μάιος» του Χοσοκάουα ή οι «Σπουδές Τέκνο» της Τανάκα. Τα απέδωσε εξαιρετικά ο Κόλλιας, αναδεικνύοντας ακριβώς αυτή τη δύναμη και τον «κρουστό» χαρακτήρα της μουσικής.

Ενδιάμεσα, ο πιανίστας «μεταμορφωνόταν», προκειμένου να αποδώσει με εκφραστικότητα, λυρισμό και μεγάλη πλαστικότητα ορισμένες από τις ωραιότερες συνθέσεις του Μότσαρτ, όπως η «Φαντασία σε ρε ελάσσονα Κ. 397» και το «Ρόντο σε λα ελάσσονα Κ. 511». Το σύγχρονο Στάινγουεϊ επέτρεψε στον Κόλλια να φωτίσει τη μελαγχολία αυτών των σελίδων, επιλέγοντας τις κατάλληλες ταχύτητες αλλά και τα χρώματα που ταιριάζουν σε αυτή τη μουσική. Προφανώς δεν τίθεται θέμα σύγκρισης, αλλά δεν μπορούσε να παραβλέψει κανείς το απείρως μεγαλύτερο βάθος της μουσικής του Μότσαρτ, τις αναρίθμητα περισσότερες διαστάσεις της: Κάθε νέα ανάκρουση μουσικής φράσης ή θέματος δεν αποτελούσε απλή επανάληψη, αλλά αποκάλυπτε άλλα χρώματα, διαφορετικά συναισθήματα. Κυρίως και πρωτίστως επειδή η ερμηνεία του Κόλλια το επέτρεπε.

Πηγές έμπνευσης

Λίγες ημέρες αργότερα ολοκληρώθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ο κύκλος εκδηλώσεων αφιερωμένων στη πιανίστρια και συνθέτρια Ρένα Κυριακού. Η τελευταία συναυλία πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» στις 23 Απριλίου. Η γνωστή πιανίστρια Εφη Αγραφιώτη, η οποία είχε γνωρίσει προσωπικά την Κυριακού, διαμόρφωσε ένα πρόγραμμα υπό τον γενικό τίτλο «Αρμονίες μνήμης», συνδυάζοντας έργα της ίδιας της συνθέτριας με κομμάτια που συνήθισε να παίζει η Κυριακού στα ρεσιτάλ της. Το εγχείρημα είχε ξεχωριστό ενδιαφέρον, διότι συνέδεε τις επιλογές της συνθέτριας, δηλαδή τα έργα που η ίδια ξεχώριζε και εκτιμούσε, με το δημιουργικό της έργο, στο οποίο προφανώς οι επιλογές αυτές την επηρέασαν.

Ετσι, το πρόγραμμα περιελάμβανε έργα του Αντόνιο Σολέρ αλλά και του Φέλιξ Μέντελσον, του οποίου τις συνθέσεις ηχογράφησε η Κυριακού, σε μια εποχή που ελάχιστοι ασχολούνταν με αυτόν. Περιλάμβανε, επίσης, έργα του Τζον Φιλντ, του Εμανουέλ Σαμπριέ, του Ισαάκ Αλμπένιθ, της Κλάρας Σούμαν αλλά και της ελάχιστα γνωστής Φινλανδής Χέλβι Λεβίνσκα, όπως επίσης ένα Πρελούδιο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ επεξεργασμένο από τον Φερούτσο Μπουζόνι. Ολα τους συνδέουν την Αγραφιώτη και την Κυριακού με προσωπικές μνήμες, πολύτιμες στιγμές που η νεότερη πιανίστρια έχει καταγράψει με πολλή αγάπη στο έντυπο πρόγραμμα της συναυλίας.

«Παίζε χωρίς κοιλιές και σιρόπια» συμβούλευε η Κυριακού την Αγραφιώτη σχετικά με τη μουσική του Τζον Φιλντ, του Ιρλανδού ο οποίος επηρέασε τον Σοπέν και έμεινε γνωστός ως εκείνος που εμπνεύστηκε το είδος του «νυκτερινού» για πιάνο.

Ανάμεσα στις συνθέσεις της Κυριακού, η Αγραφιώτη επέλεξε τρία από τα «Εξι συμφωνικά πρελούδια», την απαιτητικότατη «Μπουρλέσκ» του 1935 και –σε συνεργασία με την υψίφωνο Μυρσίνη Μαργαρίτη– δύο από τα τραγούδια της σε ποίηση Γκαίτε και Κέρνερ, αντίστοιχα.

Το στίγμα της βραδιάς προσδιορίστηκε από τη σεμνότητα και τους χαμηλούς τόνους της Εφης Αγραφιώτη. Η πιανίστρια κινήθηκε με την ίδια άνεση σε όλο το ευρύτατο και διαφορετικών απαιτήσεων ρεπερτόριο, από τους τρυφερούς τόνους του Φιλντ και της Κλάρας Σούμαν ώς την περιπετειώδη «Μπουρλέσκ» της Κυριακού. Η έμφαση δεν ήταν στη δεξιοτεχνία και στον εντυπωσιασμό, αλλά στην έκφραση, στην ποιητική διάσταση της μουσικής και στην απόδοση του ύφους κάθε μουσικής σελίδας. Μια βραδιά, η οποία εκτός από τον ενδιαφέροντα και αποκαλυπτικό προγραμματισμό της, ήταν γεμάτη συναίσθημα και συγκίνηση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή