Στο κράτος το 30% του τζίρου και το 34% της μισθολογικής δαπάνης

Στο κράτος το 30% του τζίρου και το 34% της μισθολογικής δαπάνης

4' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με το αναπτυξιακό σχέδιο που παρουσίασε η κυβέρνηση, θέτει δύο βασικούς στόχους: να μειώσει την ανεργία κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες μέχρι το 2022 –από το 21,4% περίπου στο 14%– και να επιτύχει μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2% με «όχημα» κυρίως την προσέλκυση επενδύσεων. Η μείωση της ανεργίας κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες προϋποθέτει τη δημιουργία τουλάχιστον 300.000-350.000 νέων θέσεων εργασίας οι οποίες θα πρέπει να δημιουργηθούν από επιχειρήσεις οι οποίες θα είναι διατεθειμένες:

1. Να αναλάβουν μη μισθολογικό κόστος το οποίο κυμαίνεται κατά μέσον όρο στο 34%. Αυτό σημαίνει ότι για να αμείβουν με περίπου 910 ευρώ καθαρά τους υπαλλήλους τους σε μηνιαία βάση, θα πρέπει να πληρώνουν τουλάχιστον 1.350 ευρώ για κάθε εργαζόμενο.

2. Να οργανώσουν σωστά τα λογιστήριά τους ώστε να πληρώνουν σε μηνιαία βάση ακόμη και πάνω από 20 διαφορετικούς φόρους και κρατήσεις που εξακολουθούν να επιβάλλονται από την ελληνική νομοθεσία, πάντοτε υπό την απειλή προστίμων και κυρώσεων σε περίπτωση που χαθούν προθεσμίες.

3. Να αποδεχθούν ότι, ακόμη και για μία εμπορική δραστηριότητα, το ποσό που θα πρέπει να αποδίδεται στο Δημόσιο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μπορεί να ξεπερνά ακόμη και το ένα τέταρτο του συνολικού τζίρου και μάλιστα χωρίς να περιλαμβάνεται ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων, με την προκαταβολή που πλέον υπολογίζεται με συντελεστή 100% (ή 50% μόνο για τα πρώτα τρία χρόνια δραστηριοποίησης μιας νέας εταιρείας).

4. Να ξεπεράσουν το γεγονός ότι ο φορολογικός συντελεστής του 29% μαζί με τον φόρο του 15% που επιβάλλεται στα πιθανά μερίσματα συνθέτουν ένα «κοκτέιλ» που απορροφά πάνω από το 40% των κερδών που θα απομείνουν, ειδικά αν συνυπολογιστεί και η εισφορά αλληλεγγύης που επιβάλλεται στο όνομα του μετόχου.

Το πώς μεταφράζονται όλα αυτά στην πράξη για μια εταιρεία που θέλει να δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα προκύπτει από ένα συγκεκριμένο παράδειγμα μιας μεγάλης εμπορικής επιχείρησης με έσοδα της τάξεως των 190 εκατ. (χωρίς τον ΦΠΑ), η οποία απασχολεί 1.800 εργαζομένους επί ελληνικού εδάφους. Μια τέτοια επιχείρηση συγκαταλέγεται στους πολύ μεγάλους εργοδότες της χώρας, οι οποίοι μάλιστα, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, προσφέρουν και σαφώς υψηλότερους μισθούς σε σχέση με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Είναι ενδεικτικό ότι ο μέσος μισθός στις εταιρείες που απασχολούν λιγότερα από 10 άτομα ο μέσος μεικτός μισθός πλήρους απασχόλησης διαμορφώνεται με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία στα 741 ευρώ (περίπου 621 ευρώ καθαρά), όταν στις επιχειρήσεις με πάνω από 10 άτομα προσωπικό ο μέσος μηνιαίος μισθός στο 8ωρο ανέρχεται στα 1.250,6 ευρώ (ή στα 1.053 ευρώ αν συνυπολογιστούν και οι μερικώς απασχολούμενοι). Η εμπορική επιχείρηση των 1.800 εργαζομένων αντιμετωπίζει ένα μισθολογικό κόστος της τάξεως των 23 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για το ποσό που κατατίθεται κάθε χρόνο στους τραπεζικούς λογαριασμούς των εργαζομένων. Αν γίνει η αναγωγή με τους 14 μισθούς, προκύπτει ότι ο μέσος καθαρός μισθός ανά εργαζόμενο ανέρχεται περίπου στα 912 ευρώ. Επιπλέον αυτού του ποσού, η εταιρεία αποδίδει 5,5 εκατ. σε εργοδοτικές εισφορές, περίπου 4 εκατ. σε εισφορές εργαζομένων (οι οποίες παρακρατούνται και αποδίδονται) αλλά και περίπου δύο εκατ. ευρώ σε φόρο μισθωτών υπηρεσιών (επίσης παρακρατείται από τον εργαζόμενο και αποδίδεται στην εφορία). Ετσι, το τελικό κόστος για τη μισθοδοσία των 1.800 εργαζομένων ανεβαίνει περίπου στα 34,5 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε περίπου 1.357 ευρώ τον μήνα ανά εργαζόμενο. Ετσι, προκύπτει ότι το συνολικό κόστος της απασχόλησης ανέρχεται περίπου στο 33%-34% για την επιχείρηση, το οποίο προστίθεται στις καθαρές αποδοχές των εργαζομένων. Πρέπει να σημειωθεί ότι το ποσοστό διαμορφώνεται σε αυτά τα επίπεδα επειδή ο μέσος μισθός είναι στα 915 ευρώ. Για μέσες απολαβές άνω των 1.100-1.200 ευρώ τον μήνα (καθαρά), το κόστος ανεβαίνει πάνω από το 40%, κάτι που προφανώς λαμβάνει υπόψη της μια επιχείρηση αν πρόκειται να προχωρήσει σε αυξήσεις.

Μακριά η λίστα

Η μακριά λίστα των φόρων και των τελών που πρέπει να παρακολουθεί και να αποδίδει το λογιστήριο της συγκεκριμένης επιχείρησης περιλαμβάνει πάνω από… 20 εγγραφές, πριν καν έρθει η ώρα της υποβολής της ετήσιας φορολογικής δήλωσης και της απόδοσης του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων. Μια εμπορική επιχείρηση του συγκεκριμένου μεγέθους έχει να αντιμετωπίσει, πέραν των βασικών (ΦΠΑ, εργοδοτικές εισφορές και εισφορές εργαζομένου, όπως και φόρο μισθωτών υπηρεσιών), την εισφορά αλληλεγγύης, τον ΕΝΦΙΑ νομικών προσώπων, τα τέλη καθαριότητας που αποδίδονται μέσω της ΔΕΗ, τους φόρους ανακύκλωσης μπαταριών και λαμπτήρων, τον φόρο εργοληπτών, το τέλος επιτηδεύματος, το χαρτόσημο μισθωμάτων και το τέλος διαφήμισης. Το άθροισμα όλων των ποσών που πρέπει να αποδοθούν στο Δημόσιο ανέρχεται στα 59,5 εκατ., όταν ο κύκλος εργασιών μαζί με τον ΦΠΑ είναι περίπου 235 εκατ. ευρώ. Δηλαδή, κάθε μήνα αποδίδεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο Δημόσιο περίπου το 25,5% του κύκλου εργασιών. Και όταν έρθει η ώρα υποβολής της φορολογικής δήλωσης, θα πρέπει να αποδοθεί και το 29% επί των κερδών προ φόρων (στη συγκεκριμένη εταιρεία είναι 2 εκατ.), αλλά και προκαταβολή 100% για την επόμενη χρονιά, η οποία επηρεάζει καταλυτικά τη ρευστότητα σε περιπτώσεις που υπάρχει αύξηση κερδοφορίας από τη μια χρονιά στην άλλη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή