Η αναγέννηση της σταχτοπούτας Μαλαγουζιάς

Η αναγέννηση της σταχτοπούτας Μαλαγουζιάς

5' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η τρίτομος «Ελληνική Αμπελογραφία» του καθηγητή Βάσου Κριμπά, που εκδόθηκε την περίοδο 1943-49, είναι ένα πολύτιμο βιβλίο για τους ειδικούς επιστήμονες, που βρίσκεται πια μόνο σε λίγες βιβλιοθήκες, όπου φυλάγεται σαν κόρη οφθαλμού. Σε αυτήν ανατρέχουμε για πληροφορίες σχετικά με τις ελληνικές ποικιλίες αμπέλου που σώζονταν μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων, εποχή που μελετήθηκαν στις περιοχές καλλιεργείας τους, οι περισσότερες ποικιλίες, πολλές εκ των οποίων ήταν ακόμη και τότε σπάνιες και δυσεύρετες.

Μια από αυτές ήταν και η Μαλαγουζιά: «Φυτό ισχυράς βλαστήσεως… σταφυλή μεγάλου μήκους (22 εκ.), απλή, κωνικοκυλινδρική, πυκνή, ράγες ισομεγέθεις… σαρξ μαλακή, γλυκεία, με γεύσιν λίαν ευχάριστον, πολύχυμον, με ελαφρόν άρωμα. Μαλαγουζιά Μεσολογγίου λευκή: σάκχαρον % 27,6. Κλάδευμα βραχύ εις 2-3 κόμβους είναι καρποφόρος και ο τυφλός οφθαλμός. Δεν ανθορροεί. Ποικιλία απαντωμένη εις την συλλογήν της Γεωργικής Σχολής Πατρών και του κτήματος Δεκελείας (Αττική). «Μνημονεύεται εις τα Οινολογικά του Ρουσοπούλου ως απαντωμένη σποραδικώς εις τινας νήσους ως και εις Μεσολλόγγιον».

Αυτές είναι οι λίγες ουσιαστικές πληροφορίες που έχουμε από τις παλαιότερες πηγές για τη Μαλαγουζιά, που στη δεκαετία του’80 άρχισε να γίνεται περιζήτητη και της οποίας το μέλλον διαγράφεται διεθνές, γιατί η ποικιλία αυτή, όπως και το Ασύρτικο, έχουν κινήσει τα 4-5 τελευταία χρόνια το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον.

Οπως προκύπτει από τα γραφόμενα του Κριμπά, η ποικιλία ήταν εντοπισμένη στην περιοχή του Μεσολογγίου από πολύ παλιά. Αρκετά χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ποικιλία εξακολουθούσε να καλλιεργείται στη δυτική Ναυπακτία, στα πεδινά των περιοχών Μεσολογγίου- Αιτωλικού, καθώς και στα πεδινά της Παραχελωίτιδας (Νεοχώρι, Κατοχή), μεταξύ Αχελώου και Λιμνοθάλασσας του Μεσολογγιού. Σε αυτές τις περιοχές συγκαλλιεργείτο με το μοσχούδι, διαφόρους ροδίτες και γκορ(ε)τσάνους. Οι αμπελουργοί την εκτιμούσαν για την παραγωγικότητά της, την πρωιμότητα και τα υψηλόβαθμα κρασιά που έδινε (περί τους 16 αλκοολικούς βαθμούς).

Ο Χαράλαμπος Κοτίνης, γεωπόνος, ειδικός σε θέματα αμπελουργίας, στον οποίο οφείλω τις πιο πάνω πληροφορίες, μου έλεγε: «Στο πατρικό μου αμπέλι, ο τρύγος της Μαλαγουζιάς συνέπιπτε με εκείνο του μοσχουδιού, στα μέσα Αυγούστου. Λόγω της πρωιμότητάς της, οι κτηνοτρόφοι της ορεινής Ναυπακτίας είχαν μεταφέρει μικρό αριθμό πρέμνων της από τα ξεχειμαδιά τους στο Μεσολόγγι, στις ορεινότατες, κοινότητες Λεύκας και Μανδρινής, σε υψόμετρο περί τα 1.100 μ., όπου τα σταφύλια ωρίμαζαν περί τα μέσα Σεπτεμβρίου.

Με την οικοπεδοποίηση της πεδιάδας της Ναυπάκτου και την ανάπτυξη των αρδευομένων καλλιεργειών (Μεσολόγγιο – Παραχελωίτιδα), η αμπελοκαλλιέργεια μειώθηκε δραστικά, με αποτέλεσμα η ποικιλία σχεδόν να εξαφανισθεί. Ευτυχώς, ο Κοτίνης πρόφθασε και διέσωσε το 1970 εμβολιοκληματίδες, γιατί όταν την αναζήτησε και πάλι το 1993, εντόπισε μόνο μικρό αριθμό πρέμνων σε κληματαριές γύρω από το Μεσολόγγι, καθώς και σε παλιά αυτόρριζα αμπέλια στη Ναύπακτο.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι δεν ήταν μόνον η φυλλοξήρα και η εντατικοποίηση του τουρισμού που απειλούσαν τις σπάνιες ποικιλίες με εξαφάνιση αντιμετώπιζαν και άλλους, εξίσου σοβαρούς, κινδύνους.

Το οδοιπορικό

Το 1970, το Ινστιτούτο Αμπέλου, το οποίο διέθετε συλλογή ποικιλιών στη Λυκόβρυση της Αττικής, ενδιαφέρθηκε να συμπεριλάβει και τη Μαλαγουζιά. Ο Κοτίνης του προμήθευσε εμβολιοκληματίδες από τα λίγα κλήματα που είχε ο αμπελουργός Βαλανδρέας στο Νεοχώρι, κοινότητα της επαρχίας Μεσολογγίου, στην πεδιάδα ανατολικά του Αχελώου. Μερικές απ’ αυτές τις κληματίδες, το Ινστιτούτο Οίνου -αδελφό Ιδρυμα του Ινστιτούτου Αμπέλου- έστειλε στη Σιθωνία της Χαλκιδικής, στην αμπελουργική εκμετάλλευση Πόρτο Καρράς, με την οποία συνεργαζόταν.

Από τις πρώτες οινοποιήσεις το 1974, το Ινστιτούτο Οίνου επισήμανε τον αρωματικό πλούτο της ποικιλίας και συνέστησε «να προσεχθεί ιδιαίτερα η σπάνια αυτή ποικιλία, λόγω των ποιοτικών χαρακτήρων των οίνων που παράγονται από αυτή».* Πράγματι, η καλλιέργεια της Μαλαγουζιάς επεκτάθηκε, και μάλιστα το Κτήμα Καρρά, πρώτο αυτό, με οινολόγο τον Βαγγέλη Γεροβασιλείου, κυκλοφόρησε εμφιαλωμένο το κρασί της, με το όνομα Μαλαγουζιά γραμμένο στην ετικέτα. Οταν στη συνέχεια, ο Γεροβασιλείου δημιούργησε την οικογενειακή τους εκμετάλλευση στην Επανομή, 25 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης, φύτευσε το 1980 ίσο αριθμό πρέμνων Ασύρτικου και Μαλαγουζιάς. Επομένως, η Μαλαγουζιά του κτήματος Καρρά και του κτήματος Γεροβασιλείου έχει κοινή προέλευση τα κλήματα του αμπελουργού Βαλανδρέα στο Νεοχώρι.

Το 1979, ο Σωτήρης Σωτηρόπουλος, χημικός-οινολόγος του Ινστιτούτου Οίνου, πρότεινε στον Κοτίνη να συνεργασθούν για την προώθηση της Μαλαγουζιάς στην περιοχή της Ζίτσας. Φυτωριακό υλικό προμηθεύθηκαν και πάλι από την περιοχή του Μεσολογγίου, αλλά από διάφορες κληματαριές, όμως η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε λόγω λάθους των αμπελουργών, που δεν ακολούθησαν σωστά τις υποδείξεις εμβολιασμού. Από το ίδιο αυτό φυτωριακό υλικό, ο Σωτηρόπουλος έστειλε μικρό μέρος στην Πάτρα, στον Θανάση Παρπαρούση, ο οποίος εγκατέστησε μικροφυτεία στα Μποζαΐτικα Πατρών. Αργότερα, ο αμπελουργός-οινοποιός Παρπαρούσης έστειλε εμβόλια στην «αγρότισσα» Ρωξάνη Μάτσα, που τα φύτεψε στον αμπελώνα της δίπλα στο οινοποιείο του Καμπά στην Κάντζα στα Μεσόγεια Αττικής, απ’ όπου η ποικιλία μεταπήδησε στην Κάρυστο, στο Κτήμα Μοντοφώλι. Η Μαλαγουζιά αυτών των κτημάτων και όσων άλλων πήραν εμβόλια από τα κλήματά τους, κατάγεται από κληματαριές του Μεσολογγιού.

Οταν το 1993, ο Κωνσταντίνος Δαρεμάς ανέθεσε στον Χαράλαμπο Κοτίνη την εγκατάσταση ενός αμπελώνα του στην περιοχή Μαρκοπούλου στη διασταύρωση προς Βραυρώνα, ο φίλτατος Χαράλαμπος με ρώτησε -όπως το συνήθιζε και τον ευχαριστώ γι’ αυτό- ποιες ποικιλίες θα έπρεπε να καλλιεργηθούν. Φύτεψε και Μαλαγουζιά, του συνέστησα. Αλλο που δεν ήθελε. Ομως εμβόλια δεν υπήρχαν. Από τα είκοσι πρέμνα του Ινστιτούτου Αμπέλου, για τα οποία είχε ο ίδιος προμηθεύσει φυτωριακό υλικό προ εικοσαετίας, μπόρεσε να εγκαταστήσει όλα κι όλα 180 πρέμνα, τα σταφύλια των οποίων οινοποιήθηκαν το 1995, επιβεβαιώνοντας την προσαρμοστικότητα και το ποιοτικό δυναμικό της ποικιλίας.

Τότε αποφασίστηκε να στείλουν όλες τις εμβολιοκληματίδες από αυτά τα 180 πρέμνα καθώς και από το Κτήμα Μάτσα, στα φυτώρια της Vitro – Hellas (Νησέλι Ημαθίας) και έτσι στη φυτευτική περίοδο του 1996 εγκαταστάθηκε ο αμπελώνας Δαρεμά 8 στρεμμάτων με Μαλαγουζιά στην καρδιά της Μεσογέας, σήμερα δε ετοιμάζονται άλλα 7 στρέμματα.

Μετά το 1996, πάντοτε χάρις στη δραστηριότητα του Κοτίνη, εγκαταστάθηκαν αμπελώνες Μαλαγουζιάς 7-8 στρεμμάτων στη Μύκονο και 6 στρεμμάτων στην Κάρυστο. Ενας άλλος αμπελώνας «στήθηκε» στο Αγρίνιο, ενώ ένας άλλος, 200 στρεμμάτων, ετοιμάζεται στα δυτικά της Πάτρας. Γι’ αυτό δίκαια ο Κοτίνης μου έλεγε μια ημέρα: «Συγχωρήστε μου που θα σας απασχολήσω και πάλι με την Μαλαγουζιά μου».

Είναι πανθομολογούμενο, ότι ο Χαράλαμπος Κοτίνης είναι το καλό πνεύμα που οδήγησε τη σταχτοπούτα Μαλαγουζιά στο χορό του παλατιού. Ομως εκείνος που της φόρεσε το γοβάκι και την ανέδειξε βασίλισσα, είναι ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου. Αλλά για το δικό του κτήμα και τον τρόπο που οινοποιεί το Ασύρτικο και τη Μαλαγουζιά, στο επόμενο σημείωμα.

Επιστολη Στεφανου Μανου Σημαντικότερη αλλαγή η ανατροπή του συνδικαλιστικού απαρτχάιντ

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή