Με Χιώτη και… Μπιτλς στον κήπο

Με Χιώτη και… Μπιτλς στον κήπο

3' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ωραίο κορίτσι, με φωτεινά μάτια και ζεστό χαμόγελο. Με vintage αισθητική, καλή διάθεση, πρωτότυπες διασκευές αλλά και δικό της υλικό, ανοίγει τις φετινές συναυλίες στον κήπο του Μεγάρου στις 14 του μήνα. Η Πέννυ Μπαλτατζή, «το κορίτσι στον κήπο», είναι η χαρά της ζωής. Κάνοντας ένα διάλειμμα από τον καινούργιο της δίσκο, ο οποίος θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο, υπόσχεται κέφι και καλοκαιρινή διάθεση στη συναυλία της. «Μια μπαταρία ξεκούρασης στον κόσμο», λέει στην «Κ». Με πολλές διασκευές τραγουδιών του Χιώτη, του Χατζιδάκι, των Μπιτλς, του Πρίσλεϊ, όλων των δημιουργών που την επηρέασαν και αγαπά. Θα έχει όμως και δικές της συνθέσεις.

Λέει πως έχει 20 χρόνια στον χώρο και σε προλαβαίνει προτού αρχίσεις τους υπολογισμούς: «Ξεκίνησα λίγο πριν τα 16, σε πιάνο μπαρ, ξενοδοχεία, μικρά μαγαζιά». Κι έφτασε στα 24 όταν διάβασε το 2007 μια αγγελία του Φοίβου Δεληβοριά στην «athensvoice» για να αλλάξει η ζωή της. «Μέχρι τότε δεν το είχα πάρει σοβαρά». Εργάστηκαν μαζί τρία χρόνια «και εκεί κατάλαβα ότι αυτό θα κάνω στη ζωή μου». Την επόμενη κιόλας χρονιά είχε συστήσει τη δική της ομάδα. Eνα τρίο (κιθάρα, σαξόφωνο, πλήκτρα), οι πρώιμοι The Swingin’ Cats που έπαιζαν τάνγκο, μπόσα νόβα, κομμάτια από μιούζικαλ. «Επειτα αποφάσισα να μεγαλώσουμε το σχήμα και έτσι οι 15 συναυλίες έγιναν 150, 170…». Με την μπάντα της γλύκαινε την Αθήνα της κρίσης σκορπίζοντας τη χαρά του σουίνγκ, «με πολλή δουλειά, πείσμα και καμία διαπραγμάτευση για παραίτηση». Σήμερα «ζούμε σε μια εποχή που και η μεγαλύτερη ντίβα όπως η Lady Gaga τσαλακώνεται στα σόσιαλ μίντια. Μόνο στην Ελλάδα κάποιοι είναι ακόμη στημένοι. Εγώ θέλω ο κόσμος να με αγαπάει όπως στην καθημερινότητά μου».

Από τις πιο μεταμορφώσιμες περσόνες, επιδιώκει τις αλλαγές. «Κάτι για το οποίο έχω σταυρωθεί πολλές φορές. Ανθρωποι της επικοινωνίας μου λένε ότι πρέπει να έχω μια σταθερή εικόνα, ίδια μαλλιά και τα σχετικά. Τους λέω “παιδιά, αυτά τελειώσανε”. Η προσωπικότητα είσαι εσύ, όχι τα μαλλιά σου». Συνήθως κινείται με οδηγό το ένστικτό της. Στη σκηνή παίζει διαφορετικούς ρόλους. Το παραδέχεται «από παιδάκι αγαπώ το θέατρο. Τεσσάρων ετών στον παιδικό σταθμό που πήγαινα στο Παγκράτι ανέβαζαν έργα του Αριστοφάνη, του Γιάννη Ξανθούλη κ.ά., κι εγώ λάτρευα τις θεατρικές παραστάσεις. Κι ενώ είχα μεγαλώσει, ήμουν πια 13 ετών, έτρεχα μετά το σχολείο στον παιδικό σταθμό συμμετέχοντας στις πρόβες. Ηταν μεγάλη ανακούφιση στα δύσκολα παιδικά μου χρόνια. Εξαιτίας της μητέρας μου που αντιμετώπιζε κάποια ψυχικής υγείας θέματα. Ηταν η διέξοδός μου».

Αργότερα έκανε ένα ετήσιο σεμινάριο για το θέατρο, τώρα ασχολείται με το ψυχόδραμα μπαίνοντας σε ρόλους ανθρώπινους, «για να βρούμε μέσα μας τα σημεία που πονάνε πολύ». Oμως, η μουσική παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η χαρά που βλέπουμε πάνω της «είναι επιλογή». «Προσπαθώ να μη βλέπω μόνο τη μαυρίλα στη ζωή. Ακόμα και στις σκοτεινές μου φάσεις επιλέγω να βρίσκω εκείνο το φως που θα μου τονίζει τις σκιές και τις γωνίες μου, ώστε να τις γνωρίσω καλύτερα».

Το… μουτρωμένο τραγούδι το ξέρει μόνο από τα παλιά βινύλια. «Οι εποχές και οι ανάγκες αλλάζουν», απαντά. Η γενιά της, των 35άρηδων είναι απενοχοποιημένη χωρίς ιδεολογικά στεγανά. Κι αν κάποιοι μιλούν με κλισέ για τη «θετική ενέργεια» και πώς «να φαίνεσαι χαρούμενος», εκείνη λέει κατηγορηματικά: «Δεν πιστεύω στη χαρά που σκεπάζει τη θλίψη. Εγώ άνετα μπορώ να μιλήσω για τις σκοτεινές μου πλευρές και ό,τι έχασα στη ζωή μου. Σας μιλάω για έναν άνθρωπο που έχασε πρόσφατα τον αδερφό του, που η μαμά του είναι πολύ άρρωστη… Ευτυχώς, έχω τον μπαμπά μου. Δεν είμαι καμιά παλαβή που πουλάει φούμαρα για χαρούμενες στιγμές. Θέλει πολλή δύναμη και το κάνω συνειδητά. Θέλω να δίνω δύναμη στον κόσμο. Μην το πάρετε για θράσος, αλλά από κάποιους άλλους τραγουδοποιούς που δηλώνουν την εσωστρέφειά τους στη σκηνή, θεωρώ ότι κάνω βαθύτερη δουλειά με το κοινό μου. Δεν θα κλάψω για να κλάψω».

Ηταν η πρώτη που έκανε ξανά μόδα το swing. «Ηταν μια γενικότερη τάση επιστροφής του παλιού, της μουσικής, των ρούχων, των χτενισμάτων που ξαναγύρισαν με τα σεμεδάκια και τις δαντέλες της γιαγιάς. Πάντα μου άρεσε εκείνη η εποχή, ο Μουζάκης, ο Αττίκ, ο Καπνίσης, τα σουίνγκ. Ολα ήταν οικογενειακά ακούσματα. «Στο σπίτι ακούγαμε από Ζακ Μπρελ και Τζο Ντασέν μέχρι Ντόνα Σάμερ, ντίσκο και Πλέσσα. Η μαμά άκουγε ’60s, αλλά η γιαγιά τραγουδούσε Σουγιούλ». Τώρα οι ορίζοντές της είναι πιο ανοιχτοί και ο ήχος στον καινούργιο δίσκο που ετοιμάζει πιο μεσογειακός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή