Πανάκριβο Μεσοπρόθεσμο

2' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για τα 4+1 χρόνια, 2018-2022, που πρόκειται να ψηφιστεί σε μερικές ώρες εν μέσω περιπλοκών γύρω από το Σκοπιανό, προβλέπει ότι θα πληρώσουμε σε τόκους για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους το ποσό των 32,5 δισ. ευρώ, αθροιστικά. Συγκρινόμενο προς το ΑΕΠ που αναμένεται να δημιουργηθεί στην ίδια περίοδο, μας δίνει ένα ποσοστό λίγο πάνω από το 3%. Πρακτικώς πρόκειται για το κόστος ή αν θέλετε το «επιτόκιο» του δημόσιου χρέους, το οποίο θα κινηθεί, μέσες-άκρες, στο επίπεδο των 320 δισ. ευρώ. Στο Μεσοπρόθεσμο που θα είχε εφαρμοστεί αν δεν είχαμε οδηγηθεί στο τρίτο μνημόνιο, για την πενταετή και πάλι περίοδο 2014-2018, το ποσό των τόκων ήταν περίπου το ίδιο: 32,9 δισ. ευρώ. Το μέσο χρέος θα είχε συγκρατηθεί, σύμφωνα με τους παλαιότερους υπολογισμούς, κοντά στα 300 δισ. Η διαφορά, που δεν είναι συντριπτική, στο κόστος εξυπηρέτησης, που είναι τώρα χαμηλότερο, οφείλεται στις πρόσθετες διευκολύνσεις που έγιναν με τη δεύτερη αξιολόγηση και οι οποίες αναμενόταν να γίνουν έτσι κι αλλιώς αμέσως μετά τη λήξη του δεύτερου μνημονίου.

Επειδή το πρωτογενές πλεόνασμα αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνον στην αποπληρωμή των τόκων, αφού αυτός είναι ο κανόνας που πρέπει να τηρείται όταν δεν θέλουμε να αυξάνεται περαιτέρω το δημόσιο χρέος, κανείς δεν θα ήθελε να «στύβει» περισσότερο τους φορολογουμένους.

Και όμως, εδώ βρίσκεται η σπουδαία διαφορά μεταξύ των δύο Μεσοπροθέσμων: εκείνου που μας έβγαζε από τα μνημόνια το 2015 και αυτού που θα μας βγάλει το 2018.

Με το παρόν Μεσοπρόθεσμο προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα 43,6 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό ξεπερνά κατά 11,1 δισ. ευρώ τους τόκους που χρειάζονται για να διατηρείται ουδέτερη η επίπτωση του χρέους στην οικονομία. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ούτε η κυβέρνηση, ούτε η Επιτροπή, ούτε οι τροϊκανοί έχουν εξηγήσει αυτή την πρόσθετη αφαίμαξη.

Σαν να μην έφτανε αυτό, κι ενώ ήδη το κράτος έχει δημιουργήσει σημαντικό απόθεμα διαθεσίμων, εις βάρος βεβαίως της οικονομικής δραστηριότητας, προβλέπεται ότι το αποθεματικό του κράτους θα ενισχυθεί κατά 1 δισ. ετησίως. Επομένως, πέραν των 11,1 δισ., η υπερβολική αφαίμαξη ανεβαίνει σε 16,1 δισ. Το ποσό αυτό συνιστά μια σημαντικότατη διαφορά εις βάρος των πολιτών και των επιχειρήσεων μεταξύ των δύο προγραμμάτων. Γιατί το νέο Μεσοπρόθεσμο είναι τόσο «ακριβότερο» από το παλαιό; Η παρούσα κυβέρνηση –και με αυτό νιώθουν πολύ άνετα οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών– επέλεξε να βάλει παραπάνω φόρους από όσους χρειάζονται. Πρόκειται για δημοσιονομική παραδοξότητα: ο προϋπολογισμός του κράτους πρέπει να περιλαμβάνει στα τακτικά έσοδα όλες τις υποχρεώσεις και τους σχεδιασμούς του και όχι να εξαρτώνται από τη δήθεν «υπεραπόδοση»!

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή