«Φαρενάιτ 451», η αφύπνιση

4' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Για να ακούσεις τα βιβλία να μιλούν, πρέπει να συνομιλήσεις μαζί τους στο αρχικό τους περιβάλλον», σημειώνει ο Αντονι Γκράφτον στη μικρής έκτασης μελέτη του «Το έντυπο σε κρίση / Το βιβλίο εξαϋλώνεται» (ΜΙΕΤ, 2013). Οπωσδήποτε, προτού εξετάσει κανείς ποιο ήταν το περιβάλλον από το οποίο προέκυψε το «Φαρενάιτ 451» του Ρέι Μπράντμπερι, οφείλει να διαβάσει προσεκτικά το βιβλίο. Τότε θα διαπιστώσει ότι δεν αφορά τα αυταρχικά καθεστώτα και τη λογοκρισία που επιβάλλουν, όπως διαβάζει κανείς από δω κι από κει (αλλά και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, εκδ. Αγρα, 2012!). Στον κόσμο του μυθιστορήματος του Μπράντμπερι δεν υπάρχει index απαγορευμένων βιβλίων σαν αυτούς που είχαν επιβάλει η Ιερά Εξέταση, οι σταλινιστές ή οι ναζί. Εδώ καίγονται όλα τα βιβλία ανεξαιρέτως, ως κατάληξη μιας σύνθετης κοινωνικοπολιτικής διαδικασίας έκπτωσης και παρακμής.

Η μείωση του ελεύθερου χρόνου, η θεοποίηση της ταχύτητας, τα νέα μέσα επικοινωνίας και διασκέδασης, η μαζική κουλτούρα (όπου κυριαρχεί το γρήγορο και εύκολο, ό,τι δεν απαιτεί σκέψη και προβληματισμό) συνέβαλαν στο να απομακρυνθούν οι άνθρωποι από τα βιβλία. Εχασαν την ικανότητα της συγκέντρωσης που απαιτεί το διάβασμα και στη συνέχεια τη διανοητική εγρήγορση και τη διάθεση να μάθουν και να εμβαθύνουν. Η αδυναμία να εκτιμήσεις κάτι που αξίζει δεν απέχει πολύ από το να το απορρίψεις, να το αποκλείσεις ή, αν έχεις δύναμη, να το απαγορεύσεις.

Και εδώ ο Μπράντμπερι εισάγει κάτι πράγματι αιρετικό για την εποχή που έγραψε το βιβλίο: τις αρνητικές συνέπειες της αξιακής ουδετερότητας –αλλιώς, της πολιτικής ορθότητας– σε μία δημοκρατική κοινωνία όπου όλοι οι πολίτες συνταγματικά είναι ίσοι. Οι κάθε λογής μειονότητες, γράφει, δεν πρέπει να ενοχλούνται από αναφορές που μπορεί να τις θίγουν. Η κρίση και η σύγκριση, η αμφιβολία και ο προβληματισμός είναι ανεπιθύμητες – ό,τι ακριβώς υπηρετούν και αναπτύσσουν τα βιβλία. Η τεχνολογία, οι χειραγωγούμενες μάζες και οι μειονότητες αποφάσισαν ότι τα βιβλία είναι προτιμότερο να καούν.

Ο Μπράντμπερι (1920-2012) προφανώς γνώριζε τι συνέβη με τους ναζί στην Ευρώπη λίγα χρόνια πριν και τι συνέβαινε στις Ηνωμένες Πολιτείες με την ψυχροπολεμική υστερία και τον μακαρθισμό. Αλλά πιο πιθανό είναι να επηρεάστηκε από το «The Mechanical Bride: Folklore of Indusrial Man» (1951) του Μάρσαλ Μακ Λούαν. Και καθώς τον απασχολούσε έντονα η μετάλλαξη του ανθρώπινου πολιτισμού την εποχή της μαζικής κουλτούρας και της τεχνολογικής επανάστασης, δοκίμασε μία τολμηρή προβολή στο μέλλον. Το 1953 λίγοι είχαν τηλεοράσεις (τότε μόλις 7 ιντσών και ασπρόμαυρες), αλλά στο «Φαρενάιτ 451» σε κάθε σπίτι υπάρχουν μεγάλες, έγχρωμες οθόνες από τις οποίες μεταδίδονται διαρκώς μουσικές, ειδήσεις και διαδραστικά τηλεοπτικά σόου. Οι πολίτες ξεχνιούνται, παραιτούνται, αποβλακώνονται.

Το 1979 ο Μπράντμπερι έγραψε μία θεατρική εκδοχή του «Φαρενάιτ 451», διαφορετική σε αρκετά σημεία από το μυθιστόρημα. Ενώ στο μυθιστόρημα το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στον Μόνταγκ, τον πυρονόμο που ανακαλύπτει, πληρώνοντας σκληρό τίμημα, τον κόσμο των βιβλίων, της σκέψης, της αμφιβολίας, της συνειδητής ζωής, στο θεατρικό ο προβολέας φωτίζει εξίσου τον Μπίτι. Αλλοτε υπήρξε βιβλιοφάγος αλλά αρνήθηκε διά παντός τα βιβλία, όταν στα δύσκολα της ζωής δεν μπόρεσαν να του δώσουν λύση ή δύναμη να τα αντιμετωπίσει. Με αντίθετα σημεία εκκίνησης και κατάληξης είναι αναπόφευκτο να συγκρουστούν: ο πρώτος ανακαλύπτει τα βιβλία, αντιστέκεται στην κυρίαρχη συνθήκη και κερδίζει τη ζωή. Ο δεύτερος έχει χάσει τα βιβλία, παραδίδεται στην κυρίαρχη συνθήκη, χάνει τη ζωή.

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, ύστερα από δύο παραστάσεις βασισμένες στη «Δίκη» του Κάφκα και στον «Καντίντ» του Βολταίρου, συμπληρώνει με το «Φαρενάιτ 451» μία τριλογία βασισμένη σε λογοτεχνικά κείμενα, εξαιρετικά επίκαιρα ως προς τα ζητήματα που θέτουν. Κανείς δεν ξέρει σήμερα πού θα οδηγήσει αυτή η απόλυτη εξάρτηση εφήβων και νέων από το Ιντερνετ, τις έξυπνες συσκευές και τα κοινωνικά δίκτυα. Βρισκόμαστε σε ένα μεταίχμιο, σε φάση μετάβασης προς ένα νέο μοντέλο ζωής, όπου πράγματι τα βιβλία θα αποτελούν αγαθό για λίγους –ή η αναλογία ήταν ανέκαθεν ίδια;

Η καλοστημένη παράσταση του Μοσχόπουλου πετυχαίνει το πλέον δύσκολο: να μας αφυπνίσει πολιτικά με θεατρικούς όρους. Οι προβολές σε έξι διαφορετικού σχήματος επιφάνειες που κρέμονται από ψηλά, και το μεγάλο διαχωριστικό στο βάθος (σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού) επιτρέπουν την εύκολη, διά της φαντασίας, μεταφορά της δράσης από τον ένα δραματικό τόπο στο άλλο –σαφώς το πιο εντυπωσιακό είναι αυτό με τους κρεμαστούς σωρούς βιβλίων στο σπίτι της ηλικιωμένης (Ξένια Καλογεροπούλου) που επιλέγει να καεί μαζί με τα βιβλία της. Το ίδιο σκηνικό δηλώνει και το σπίτι του πυραγού, επιτρέποντας μία ενδιαφέρουσα σύνδεση των δύο προσώπων. Δεν είναι και τόσο δύσκολο τελικά το θύμα να γίνει θύτης, και αντίστροφα.

Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης και η Αννα Μάσχα ανέδειξαν με τις ερμηνείες τους τα υπαρξιακά ερωτήματα που βασανίζουν τους δύο ήρωες. Ενα ακόμη διπλό λειτούργησε πολύ καλά στην ερεθιστική του αντίθεση: από τη μία η Κίττυ Παϊταζόγλου, η νεαρή που δεν αρκείται στο «πώς» αλλά θέλει να μάθει το «γιατί» των πραγμάτων, και από την άλλη η pin-up Ευδοκία Ρουμελιώτη, η χαμένη στο κόσμο των τηλεοπτικών θεαμάτων, δυστυχισμένη, ανόητη σύζυγος. Ο Χάρης Τσιτσάκης είναι εξαιρετικός στον ρόλο του δειλού καθηγητή που, ωστόσο, στηρίζει με τον τρόπο του, την αφύπνιση και την καινούργια ζωή του Μόνταγκ. Σε δευτερεύοντες ρόλους τη διανομή συμπληρώνουν ο Μάνος Γαλανής και ο Θάνος Λέκκας.

Η παράσταση που παρακολούθησα σταμάτησε απότομα για διάλειμμα – αναλόγως απότομο ήταν το φινάλε. Υποθέτω ότι, όταν με τη νέα σεζόν η παράσταση ξαναστηθεί στο θέατρο «Πόρτα», όλα θα βρουν τη σωστή θέση, το δέσιμο και τον ρυθμό τους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή