Το αβάσταχτο βάρος του μικρού κυβερνητικού εταίρου

Το αβάσταχτο βάρος του μικρού κυβερνητικού εταίρου

3' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ​εικόνα διάλυσης που παρουσιάζει ο μικρός κυβερνητικός εταίρος, οι ΑΝΕΛ, δεν είναι πρωτοφανής στο πολιτικό σύστημα. Αλλες δύο φορές είδαμε την ίδια εικόνα.

Το 2011 συγκροτήθηκε η κυβέρνηση Παπαδήμου, την οποία στήριξαν το ΠΑΣΟΚ, η Ν.Δ. και ο ΛΑΟΣ. Ο τελευταίος είχε λάβει 5,6% στις εκλογές του 2009. Μέσα σε λίγους μήνες, ο ΛΑΟΣ βρέθηκε σε κατάσταση βαθιάς κρίσης. Ο Γ. Καρατζαφέρης, υπό την πίεση του ανταγωνισμού, απέσυρε την υποστήριξή του από την κυβέρνηση. Ως επακόλουθο, σημαντικά στελέχη του τον εγκατέλειψαν ενισχύοντας τις διαλυτικές τάσεις στο κόμμα. Στις εκλογές του Μαΐου 2012, ο ΛΑΟΣ βρέθηκε εκτός Βουλής. Οι ψηφοφόροι του μετακινήθηκαν στους ΑΝΕΛ και στη Χρυσή Αυγή. Ενα μήνα αργότερα κέρδισε 1,5% και τον Ιανουάριο του 2015 μόλις 1%. Τον Σεπτέμβριο δεν κατέβηκε στις εκλογές.

Η ΔΗΜΑΡ αποφάσισε τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση Σαμαρά μετά τις διπλές εκλογές του 2012 κι ενώ είχε λάβει 6,1%. Σύντομα στο εσωτερικό της ανέκυψαν τριγμοί. Η αποχώρηση από την κυβέρνηση το 2013 όχι μόνο δεν έλυσε τα εσωτερικά προβλήματα, αλλά της δημιούργησε νέα. Σύντομα βρέθηκε σε κατάσταση διάσπασης και εξαΰλωσης. Στις ευρωεκλογές του 2014, η ΔΗΜΑΡ κέρδισε μόλις 1,2% και τον Ιανουάριο του 2015 το ταπεινωτικό 0,49%. Οι ψηφοφόροι της μετακινήθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ και στο Ποτάμι. Τον Σεπτέμβριο δεν κατέβηκε αυτοτελώς στις εκλογές.

Οι ΑΝΕΛ διαγράφουν παρόμοια τροχιά με αυτήν των δύο παραπάνω μικρών κυβερνητικών εταίρων. Η μόνη ίσως διαφορά έγκειται στο γεγονός πως ο ΛΑΟΣ και η ΔΗΜΑΡ πήδηξαν νωρίς από το τρένο της διακυβέρνησης ενώ οι ΑΝΕΛ επέλεξαν να φτάσουν ώς «το τέλος». Οπως δείχνουν τα πράγματα αυτό δεν κάνει μεγάλη διαφορά.

Τι αντιλαμβανόμαστε από τις παραπάνω παράλληλες πορείες; Πως παρά την πίεση που δέχονται τα μικρά κόμματα να συμβάλουν στη συγκρότηση κυβέρνησης προκειμένου να αποφευχθεί η ακυβερνησία, οι ψηφοφόροι τους γρήγορα απογοητεύονται και τα εγκαταλείπουν, ιδιαίτερα όταν τα κόμματα αυτά έχουν σημαντικές ιδεολογικές και πολιτικές αποστάσεις από τους ισχυρούς συνεταίρους τους.

Οι πολίτες δείχνουν να συμπεριφέρονται «αυστηρότερα» προς τους μικρούς. Αυτό οφείλεται αφενός στον μικρό βαθμό ταύτισης του ψηφοφόρου με ένα νέο μικρό κόμμα, που συχνά ψηφίζει την τελευταία στιγμή για λόγους διαμαρτυρίας ή απλώς έλλειψης εναλλακτικής, και αφετέρου στη φυσιογνωμία του κομματικού συστήματος.

Το ελληνικό κομματικό σύστημα παραμένει δικομματικό, έστω κι αν πρόκειται πλέον για καχεκτικό δικομματισμό. Καθώς το παιχνίδι συνεχίζει να παίζεται με όρους «να φύγουν αυτοί-να μην έρθουν οι άλλοι», το δίλημμα αυτό τιμωρεί αυστηρότερα τους μικρούς παίκτες από τους μεγάλους.

Και ποιο είναι εντέλει το μάθημα για τα μικρά κόμματα; Να οχυρώνονται πίσω από την ιδιαιτερότητά τους αρνούμενα κάθε κυβερνητική συνεργασία περιμένοντας πότε θα γίνουν μεγάλο κόμμα; Προφανώς όχι! Η αναπάντεχη επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αποτελεί πυξίδα για ορισμένους, αλλά αποτελεί μοναδική περίπτωση στα μεταπολιτευτικά χρονικά. Επιπλέον, η οχύρωση και απομόνωση ενός κόμματος απαιτεί ισχυρή ιδεολογική ταυτότητα και δύναμη κινητοποίησης (π.χ. ΚΚΕ), στοιχεία που σπανίζουν πλέον.

Να επιβάλουν αναλογικό σύστημα; Οπωσδήποτε η αναλογική βοηθά τους μικρούς παίκτες καθώς αποδραματοποιεί το διακύβευμα των εκλογών και υποστηρίζει τον κομματικό πλουραλισμό. Ιδιαίτερα για τα κεντρώα και μετριοπαθή κόμματα που απευθύνονται κατά κόρον σε ορθολογικούς και στρατηγικούς, άρα ευμετάβλητους, ψηφοφόρους, η αναλογική θα ήταν βάλσαμο. Ομως, ας μην ξεχνάμε πως και με αναλογικά συστήματα μικρά κόμματα έζησαν παρόμοιες δυσάρεστες εμπειρίες (η Γερμανία δίνει παραδείγματα όπως και η Ελλάδα κατά το 1989-90). Οι θεσμοί έχουν σημασία, αλλά δεν αρκούν.

Δεν υπάρχει μαγική συνταγή. Τα μικρά κόμματα πρέπει να πείθουν για την ικανότητά τους στη διακυβέρνηση και να μη θεωρούνται συγκυριακή έκφραση διαμαρτυρίας ή απλώς «κουκιά» για μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Προς αυτήν την κατεύθυνση δύο στοιχεία είναι αναγκαία: Πρώτον, η εμπέδωση μικρότερων και άρα ρεαλιστικότερων προσδοκιών από τη διακυβέρνηση (δεν μπορείς να τάζεις τον ουρανό με τ’ άστρα και να περιμένεις έπειτα ικανοποιημένους ψηφοφόρους). Με απλά λόγια, αν τα μικρά κόμματα θέλουν να επιβιώσουν από μια κυβερνητική εμπειρία πρέπει να επιδιώκουν συστηματικά, είτε είναι στην κυβέρνηση είτε όχι, τη μείωση της πόλωσης τύπου «άσπρο-μαύρο», όχι την ενίσχυσή της. Αν κάνουν το δεύτερο, τότε ρίχνουν νερό στον μύλο των μεγάλων κομμάτων.

Δεύτερον, απαιτούνται κυβερνητικές συνεργασίες στη βάση συγκεκριμένων προγραμματικών στόχων (όχι γενικολογίες, που αναδίδουν οσμή τυχοδιωκτισμού). Τα μικρά κόμματα μπορούν να προβάλλουν περιορισμένη μεν αλλά συγκεκριμένη ατζέντα εύκολα αντιληπτή από το εκλογικό σώμα, την οποία να υπερασπίζουν σθεναρά μέσα στο Κοινοβούλιο διαρκώς. Με άλλα λόγια, δεν χρειάζεται να έχουν πλούσιο μενού για να ικανοποιούν όλα τα γούστα, ας είναι λιγότερα τα προσφερόμενα πιάτα αλλά ξεχωριστά. Η προγραμματική συνέπεια και η πολιτική αξιών ανταμείβεται από μειοψηφικά, ίσως, αλλά υπαρκτά εκλογικά ακροατήρια. Οι κωλοτούμπες όχι, τουλάχιστον για τους μικρούς.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή