Κύριε διευθυντά
Το ρήμα «ισχύω» (ενισχύω, κατισχύω), εύχρηστο τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα ελληνική γλώσσα, παράγεται από τη λέξη ισχύς (συγγενής του έχω, ίσχω) = δύναμη, ρώμη, κράτος, εξουσία, υλική βία: η ισχύς του νόμου – ισχύς μου η αγάπη του λαού – η δύναμις και η ισχύς τω Θεώ ημών. Η ισχύς ανήκει, σύμφωνα με τη γραμματική, στα μονόθεμα καταληκτικά ουσιαστικά και κλίνεται όπως τα: ιχθύς, οφρύς, οσφύς, ιλύς κ. ά.: ισχύος/ -ύϊ/ -ύν/. Ισχύες. Κατέχοντες ισχύϊ το πλήθος (=συγκρατώντας με τη βία τον λαό), Θουκ. 3, 62. Ει τι ισχύϊ πράττεται, ισχυρώς πράττεται (=αν κάτι γίνεται με δύναμη, ισχυρά γίνεται), Πλάτ. Πρωτ. 332b.
Η μη ορθή χρήση τής κλίσης του ονόματος συνιστά ασφαλώς ανοίκειο βαρβαρισμό, όπως, για παράδειγμα, η πρόσφατη υποσελίδια αναγραφή στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων: εν ισχύ(!) η απόφαση της αποφυλάκισης του κατηγορουμένου. Οι συντάκτες των δελτίων μετέτρεψαν έτσι τη λέξη σε ανύπαρκτο κατασκεύασμα: η ισχύ – της ισχύς! Ωστόσο, ο βαρβαρισμός θα μπορούσε να αποφευχθεί με την έκφραση, σε απλά νεοελληνικά: σε ισχύ η απόφαση αποφυλάκισης…
Αναστασιος Αγγ. Στεφος, δ. φ., Ειδικός γραμματέας της ΠΕΦ