Αποψη: Η πολιτική κρίση στο Βερολίνο μόλις άρχισε

Αποψη: Η πολιτική κρίση στο Βερολίνο μόλις άρχισε

4' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Ευρώπη αναστέναξε με ανακούφιση τη Δευτέρα το βράδυ, όταν η Αγκελα Μέρκελ και ο Χορστ Ζεεχόφερ κατέληξαν σε συμφωνία για το μεταναστευτικό, που απέτρεψε την πτώση της κυβέρνησης συνασπισμού. Αν η Γερμανίδα καγκελάριος είχε εξωθηθεί σε παραίτηση, η Ε.Ε. θα έχανε μία από τις πιο ισχυρές φωνές που την υπερασπίζονται, τη στιγμή που οι εχθροί του φιλελευθερισμού και θιασώτες του εθνικισμού ενισχύονται.

Είμαστε, ωστόσο, σίγουροι ότι η κρίση βρίσκεται πίσω μας και όχι μπροστά μας; Μπορούν στ’ αλήθεια να ανασάνουν ελεύθερα η Γερμανία και η Ευρώπη; Μάλλον όχι. Η κρίση ήρθε για να μείνει.

Η επιφανειακή εξήγηση της κρίσης είναι ότι το CSU του Ζεεχόφερ ήθελε να τσιμεντάρει την εκλογική του βάση ενόψει των τοπικών εκλογών του Οκτωβρίου στη Βαυαρία, όπου αντιμετωπίζει σκληρό ανταγωνισμό από την ακροδεξιά AfD. Αλλά η παρούσα κρίση υπερβαίνει αυτόν τον παράγοντα. Τις τελευταίες εβδομάδες, η Γερμανία βιώνει μια χωρίς προηγούμενο και πιθανώς μη αναστρέψιμη αλλαγή της πολιτικής της κουλτούρας – προς το χειρότερο.

Το CSU δεν δανείστηκε απλώς ένα σύνθημα, μια πολιτική, από την ακροδεξιά. Δαιμονοποιώντας τους μετανάστες και κερδοσκοπώντας πολιτικά πάνω στην ανύπαρκτη «προσφυγική κρίση» –στην πραγματικότητα, οι αφίξεις προσφύγων έχουν πέσει κατακόρυφα– οι Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές υιοθέτησαν την πολιτική του φόβου και του πανικού, προβάλλοντας εαυτούς ως σωτήρες. Η εξέλιξη αυτή αντιπροσωπεύει μια καινούργια και επικίνδυνη στροφή στη μέχρι πρότινος πολιτική ατμόσφαιρα της Γερμανίας, όπου βασίλευαν ο ορθολογισμός και η συναίνεση. Χρησιμοποιώντας τον φόβο που το ίδιο δημιούργησε για το μεταναστευτικό, το CSU υποχρέωσε την Αγκελα Μέρκελ να αποδεχθεί έναν ανεπιθύμητο συμβιβασμό, με τη δημιουργία στρατοπέδων, κατά μήκος των συνόρων, για τους νεοφερμένους πρόσφυγες. Εάν δεν αποδεχόταν τον επώδυνο αυτό συμβιβασμό η καγκελάριος, θα οδηγούμασταν σε πρόωρες εκλογές, όπου η AfD πιθανότατα θα ενίσχυε τις δυνάμεις της. Σε κάθε περίπτωση, θα ακολουθούσαν κάμποσοι ακόμη μήνες χωρίς αξιόπιστη γερμανική ηγεσία στην Ευρώπη και θα χανόταν η ευκαιρία για την ισχυροποίηση της γαλλογερμανικής συνεργασίας – του μόνου παράγοντα, όπως πολλοί εκτιμούν, που την κρατά ενωμένη.

Ωστόσο, το πολιτικό τίμημα που κατεβλήθη για να μείνει ζωντανή η γερμανική κυβέρνηση ήταν μεγάλο. Ο εξοστρακισμός των «δευτερογενών μεταναστών» (εκείνων, δηλαδή, που έχουν υποβάλει αίτηση για άσυλο σε άλλη χώρα-μέλος της Ε.Ε.) από τη Γερμανία θα εξοργίσει τις νότιες χώρες της Ενωσης. Πιθανότατα θα οδηγήσει σε κατάρρευση όχι μόνο την ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου, αλλά και την ελεύθερη μετακίνηση των ανθρώπων, κάτι που αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές της Ε.Ε. Ο,τι κι αν λέει η Αγκελα Μέρκελ, η λύση που δόθηκε μόνο «ευρωπαϊκή» δεν ήταν.

Εκείνο που προβληματίζει περισσότερο είναι ότι η μεταναστευτική κρίση αποτελεί, στην πραγματικότητα, παρελθόν για τη Γερμανία. Παρ’ όλα τα προβλήματά της, η Ε.Ε. κατάφερε να διαχειριστεί την κρίση του 2015 αρκετά καλά, εν μέρει χάρη στις συμφωνίες με την Τουρκία και τη Λιβύη, οι οποίες χρηματοδοτήθηκαν για να κρατούν υπό έλεγχο τις μεταναστευτικές ροές. Το 2015, συμπληρώθηκαν περίπου 450.000 αιτήσεις για άσυλο, αριθμός που αυξήθηκε σε 745.000 το 2016. Αυτή τη χρονιά έχουν συμπληρωθεί μέχρι τώρα μόνο 68.000 αιτήσεις. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των γερμανικών αρχών, μόνο το ένα τέταρτο όσων ζήτησαν άσυλο στη Γερμανία το 2018 ήταν «δευτερογενείς». Αυτό σημαίνει ότι το κόμμα του Ζεεχόφερ, το CSU, διακινδύνευσε την πτώση της κυβέρνησης στην οποία μετέχει για να πετύχει μια ρύθμιση που αφορά μόνο 100 ανθρώπους την ημέρα, διασκορπισμένους σε όλα τα σημεία εισόδου της Γερμανίας.

Σε ένα υγιές και ορθολογικό πολιτικό σύστημα, οι απειλές για ανατροπή μιας κυβέρνησης –και μάλιστα εκ των ένδον– έρχονται μόνο όταν διακυβεύονται ιστορικής σημασίας ζητήματα. Αυτό ίσχυε στη Γερμανία μέχρι χθες, αλλά δεν ισχύει πια. Αντί γι αυτό, επικρατεί πλέον η λογική της κλιμάκωσης. Ο λαϊκισμός χρειάζεται μια εξωτερική απειλή για να λειτουργήσει. Αναζητεί την αίσθηση του κατεπείγοντος για να δικαιολογήσει τις πολιτικές του. Ο λαϊκισμός δεν μπορεί να αφήσει την κρίση να εκτονωθεί γιατί είναι ταυτόχρονα το καύσιμο και το αποτέλεσμα της κρίσης.

Οι Σοσιαλδημοκράτες του SPD, που συγκυβερνούν με το CDU της Αγκελα Μέρκελ και το CSU του Ζεεχόφερ, αποδέχθηκαν τη συμφωνία, καθώς φοβούνταν τις πρόωρες εκλογές περισσότερο και από τη Γερμανίδα καγκελάριο. Ωστόσο, αντιμετωπίζουν σφοδρή αντιπολίτευση για τη στάση τους αυτή από την αριστερή τους πτέρυγα – γενικά, οι περισσότεροι Γερμανοί αισθάνονται δυσφορία με την εν λόγω συμφωνία. Επομένως, παρά την επιτευχθείσα συμβιβαστική λύση της περασμένης Δευτέρας, η πολιτική κρίση γύρω από το προσφυγικό κάθε άλλο παρά μπορεί να κηρυχθεί λήξασα.

Παρά την προσωρινή εκτόνωση αυτής της εβδομάδας, η Γερμανία έχει εισέλθει στην εποχή μιας ανησυχητικής πολιτικής δυναμικής. Ο Χορστ Ζεεχόφερ ποντάρισε στο «πυρηνικό» όπλο του, την πολιτική του φόβου, και κέρδισε. Πιθανότατα δεν θα είναι ο τελευταίος, αλλά θα βρει μιμητές. Οι πολιτικές τού φόβου και των απειλών ήρθαν για να μείνουν, υπονομεύοντας τα θεμέλια της δημοκρατίας. Στις σταθερές δημοκρατίες, οι πολιτικές που ασκούνται είναι το αποτέλεσμα συμβιβασμών ανάμεσα σε κόμματα που εκπροσωπούν την κοινωνική πλειοψηφία. Μέσω της τακτικής των τεχνητών κρίσεων, οι μειοψηφίες κρατούν όμηρο το πολιτικό σύστημα. Επιβάλλουν πολιτικές για την αντιμετώπιση φανταστικών προβλημάτων, από φανταστικές πλειοψηφίες.

*Η κ. Ανα Ζάουερμπραϊ είναι αρθρογράφος της εφημερίδας Der Tagesspiegel. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή