Η ερντογανική Τουρκία

3' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ​μάχη για τη φυσιογνωμία και την ταυτότητα της Τουρκίας δεν είναι κάτι το νέο. Διεξάγεται από το 1923, όταν ο Μουσταφά Κεμάλ εγκαθίδρυσε τον τουρκικό εθνικισμό ως την κυρίαρχη συνείδηση, περιορίζοντας τον ρόλο της θρησκείας στη δημόσια ζωή (πολιτική, εκπαίδευση) και αναιρώντας οτιδήποτε παρέπεμπε στο οθωμανικό παρελθόν. Ενδεικτικά και μόνο, επιβλήθηκε η προσευχή στα τουρκικά και καταργήθηκε το αραβικό αλφάβητο.

Ο Ερντογάν κατάφερε να αποενοχοποιήσει και να απελευθερώσει τον ισλαμικό τρόπο ζωής χρησιμοποιώντας αρχικά το θεσμικό οικοδόμημα της Δύσης, και συγκεκριμένα την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Εν συνεχεία, πέρασε στη δεύτερη φάση της συστηματικής εφαρμογής μιας ατζέντας που ανταποκρίνεται στην ενυπάρχουσα συνείδηση της πλειονότητας του λαού. Σε μεγάλο βαθμό, ο Τούρκος πρόεδρος είναι αυτός που καθορίζει τη θρησκευτική ευλάβεια, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που ο ίδιος προσπαθεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά των συμπολιτών του, λειτουργώντας σαν πνευματικός/θρησκευτικός ηγέτης, που μοιράζεται τις απόψεις του αναφορικά με τον ενάρετο βίο. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του για τον θεσμό της οικογένειας και τον ρόλο της γυναίκας, που προσδιορίζουν τον ευλαβή και σωστό μουσουλμάνο: «ο οικογενειακός προγραμματισμός και η αντισύλληψη δεν μπορούν να είναι πρακτικές μιας μουσουλμανικής οικογένειας» ή «μια γυναίκα που απέχει από τη μητρότητα, λέγοντας πως εργάζεται, στην πραγματικότητα απορρίπτει τη μητρότητα».

Σημαντικές είναι οι προσπάθειες μετασχηματισμού επί το ισλαμικότερον (αλλά και της υποβάθμισης του ρόλου του Κεμάλ) στον χώρο της Παιδείας. Τα αραβικά έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα διδασκαλίας, τα Θρησκευτικά έχουν γίνει υποχρεωτικό μάθημα στα σχολεία, ενώ ο αριθμός των μαθητών στα θρησκευτικά γυμνάσια από 65.000 έχει ξεπεράσει το 1.000.000. Στο νέο πρόγραμμα διδασκαλίας σταματά να διδάσκεται η δαρβινική θεωρία της εξέλιξης με το επιχείρημα πως διαβρώνει τη θρησκευτική πίστη, ενώ επιχειρείται η αποκατάσταση της λέξης «τζιχάντ», καθώς αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ισλαμικής ταυτότητας. Πλέον, όλα τα σχολεία υποχρεούνται να διαθέτουν δωμάτιο προσευχής. Παράλληλα, η Γενική Γραμματεία Θρησκευτικών Υποθέσεων, η οποία είναι επιφορτισμένη με την εκπαίδευση των ιμάμηδων και τη διοίκηση των χώρων λατρείας και των θρησκευτικών σχολείων, έχει διπλασιάσει το προσωπικό της και τετραπλασιάσει τον ετήσιο προϋπολογισμό της.

Η θρησκεία, συνεπώς, λειτουργεί ως η νέα εθνική συνείδηση των Τούρκων και επηρεάζει τόσο την αντίληψη της τουρκικής κοινωνίας, την καθημερινότητά της, τη λειτουργία του κράτους όσο –σε σημαντικό βαθμό– και την εξωτερική πολιτική. Συνδυαστικά δε με την κλιμακούμενη συγκέντρωση θεσμικών εξουσιών στο πρόσωπο του Ερντογάν –και δη χωρίς θεσμικά αντίβαρα–, μεθοδεύεται η καθολική επικράτηση των αντιλήψεών του που, λόγω των δημογραφικών μεταβολών, συν τω χρόνω μπορούν να διευρύνουν το ακροατήριό του. Πραγματοποιείται, λοιπόν, μια αμφίδρομη διαδικασία ισλαμοποίησης, τόσο από πάνω προς τα κάτω όσο και από τα κάτω προς τα πάνω, κατά το πρότυπο δράσης των Αδελφών Μουσουλμάνων.

Πέραν της συνεχιζόμενης απόκλισής της από τη Δύση, η Τουρκία αποβλέπει στη μετατροπή της σε πόλο του διεθνούς συστήματος, επιδιώκοντας να αποκτήσει τον δικό της διακριτό βηματισμό, με την ίδια στο επίκεντρο μιας ευρύτερης ισλαμικής σύμπραξης, ως κληρονόμος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ακριβώς αυτή η πεποίθηση της δημιουργεί: υποχρεώσεις (να προστατεύει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, αφού πρώτα τους έχει οικειοποιηθεί), απαιτήσεις (να της αναγνωριστεί το δικαίωμα να κινείται με ευχέρεια κινήσεων ως υπολογίσιμη δύναμη ακόμη και εκτός πλαισίου), βλέψεις (να αποκτήσει ζωτικό χώρο επιρροής μέσω της οικονομικής και πολιτιστικής διείσδυσης αλλά και χάρη στη στρατιωτική της ισχύ), καθώς και εχθρούς (κυρίως στο πρόσωπο του Ισραήλ, της Δύσης και της κοσμικής κυβέρνησης της Αιγύπτου). Ακόμη και αν οι σοβαρές αναταράξεις στην οικονομία και τα ανοικτά μέτωπα στην εξωτερική πολιτική εξωθήσουν τον Ερντογάν στην αναζήτηση μιας λειτουργικής σχέσης με τη Δύση (το ίδιο επιθυμούν και οι περισσότεροι στη Δύση, χωρίς να παραβλέπουμε τα σοβαρά προβλήματα), η στροφή της Αγκυρας προς την Ανατολή (πολιτισμικά, οικονομικά, γεωπολιτικά) έχει πλέον λάβει στρατηγικά χαρακτηριστικά.

* Ο δρ Κων. Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή