Ο Βίτγκενσταϊν και το Μακεδονικό

Ο Βίτγκενσταϊν και το Μακεδονικό

4' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σ​​ε άρθρο του στην «Καθημερινή» (15/7/2018), ο Χαρίδημος Τσούκας χρησιμοποιεί φράσεις του φιλοσόφου Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν για να απαντήσει σε ερώτημα του μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου και μέσω αυτού να σχολιάσει ζητήματα που αφορούν την αντιμετώπιση της συμφωνίας των Πρεσπών.

Να πω εξαρχής ότι δεν θέλω να σχολιάσω την ίδια τη συμφωνία, ούτε θέλω να αμφισβητήσω τη θέση του κ. Τσούκα ότι υπάρχουν πολλά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών, στο πώς έχουμε χειριστεί το λεγόμενο Μακεδονικό ζήτημα. Θα εστιάσω στη χρήση που κάνει της φιλοσοφίας του Βίτγκενσταϊν για δύο λόγους: έναν γενικό και έναν ειδικό. Ο γενικός λόγος αφορά το πώς συνήθως χρησιμοποιείται η φιλοσοφία στον δημόσιο χώρο. Είναι θεμιτό να επικαλούνται μη φιλόσοφοι φιλοσοφικές θέσεις στις δημόσιες παρεμβάσεις τους, ειδικά όταν, όπως ο Χαρίδημος Τσούκας, έχουν εντρυφήσει σ’ αυτές. Αλλά, παρότι η φιλοσοφία γράφεται συνήθως σε μη τεχνική γλώσσα, αντίθετα π.χ., από τη θεωρητική φυσική, έχει και αυτή την πειθαρχία και τους κανόνες της, οπότε όσοι την ασκούν είναι ευαίσθητοι στη μεταχείρισή της. Ο δεύτερος λόγος αφορά τη συγκεκριμένη επιχειρηματολογία στο συγκεκριμένο κείμενο.

Ο Χαρίδημος Τσούκας θέλει να απαντήσει στο ερώτημα του μητροπολίτη Νικολάου εάν δικαιούνται, τόσο αυτός όσο και οι συγγενείς του που κατοικούν στην ΠΓΔΜ, να ονομάζονται και να αυτοπροσδιορίζονται «Μακεδόνες». Η απάντηση του κ. Τσούκα είναι θετική. Ναι, δικαιούνται και οι δύο διότι «η έννοια “Μακεδονία” διακρίνεται από νοηματική πολλαπλότητα» (ένα επιχείρημα) και διότι (δεύτερο επιχείρημα) η νέα συμφωνία «θα εγκαινιάσει μια νέα πραγματικότητα – ένα νέο “γλωσσικό παιχνίδι”. Θα αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε οικείες έννοιες διαφορετικά».

Η λέξη «Μακεδονία»

Να πούμε πρώτα ότι ο όρος «Μακεδονία» είναι λέξη, όχι έννοια. Η έννοια, κατά τον Βίτγκενσταϊν, είναι αυτό που σχηματίζεται από τη χρήση των λέξεων. Κάποιες φορές, διαφορές στη χρήση οδηγούν σε αμφίσημους όρους και σε διαφορετικές έννοιες (π.χ., ο ίδιος όρος «σκοπός» στα ελληνικά παραπέμπει σε δύο διαφορετικές έννοιες, τόσο στον φρουρό όσο και στον στόχο), ενώ σε άλλες, παρά τις παραλλαγές στη χρήση, θέλουμε να διατηρήσουμε την ίδια έννοια. (Ο ίδιος ο Βίτγκενσταϊν δίνει το παράδειγμα του όρου «κατανοώ» που χρησιμοποιείται για την κατανόηση πληροφοριών αλλά και για την κατανόηση ενός ποιήματος. Θέλω, λέει ο Βίτγκενσταϊν, παρά τις διαφορές, να διατηρήσω μια ενιαία έννοια του κατανοείν – ΦΕ §532).

Ετσι, η λέξη «Μακεδονία» χρησιμοποιείται με κάποιους τρόπους από τους Ελληνες και με κάποιους άλλους τρόπους από τους κατοίκους της ΠΓΔΜ. Φτιάχνουν όλοι αυτοί οι τρόποι χρήσης μία έννοια Μακεδονίας ή πολλές έννοιες; Αυτό ακριβώς είναι το διαφιλονικούμενο στη συγκεκριμένη υπόθεση! Θέλουμε μία ενιαία έννοια ή θέλουμε έναν κοινό όρο, τον όρο «Μακεδονία», ο οποίος όμως θα είναι αμφίσημος, θα παραπέμπει δηλαδή σε δύο διαφορετικές έννοιες, όπως η λέξη «σκοπός»; Η δεύτερη λύση, αυτή της αμφισημίας, δίνεται από τη συμφωνία των Πρεσπών. Εχουμε την ίδια λέξη, αλλά συνομολογείται στο κείμενο της συμφωνίας ότι αυτή θα έχει για τους δύο λαούς διαφορετικό νόημα, θα παραπέμπει σε δύο διαφορετικές έννοιες. Λογικά θα μπορούσαν να υιοθετηθούν δύο τελείως διαφορετικές λέξεις. Αλλά πολιτικά η αμφίσημη λέξη θεωρείται ότι λύνει το πολιτικό πρόβλημα σκεπάζοντας τις διαφορές.

Θα μπορούσε η φιλοσοφία του Βίτγκενσταϊν να βοηθήσει στο πολιτικό πρόβλημα; Οχι. Ο Βίτγκενσταϊν δεν μάς λέει τι πρέπει να κάνουμε. Αυτό είναι δική μας ευθύνη. Ο ρόλος του φιλοσόφου, κατά τον Βίτγκενσταϊν, δεν είναι να δίνει οδηγίες: «Η δουλειά του φιλοσόφου είναι να συλλέγει υπομνήσεις για έναν ορισμένο σκοπό» (ΦΕ §127). Και μία από τις υπομνήσεις του Βίτγκενσταϊν, που σημειώνει και ο Χαρίδημος Τσούκας, είναι να δίνουμε σημασία στις διαφορές. Η υπόμνηση αυτή δεν λέει «πολλαπλασιάστε τις διαφορές». Θέλει να προειδοποιήσει εναντίον μιας φιλοσοφικής τάσης που έχουμε να αγνοούμε τις διαφορές και να αποφαινόμαστε αφηρημένα περί ορθού και λάθους στη χρήση των λέξεων. Αλλά ακόμη κι αν δεχθούμε ότι είναι σχετική η συγκεκριμένη υπόμνηση, πόσο μας βοηθάει στο συγκεκριμένο ζήτημα; Δεν ξέρουν όλοι οι εμπλεκόμενοι ότι υπάρχουν διαφορές στη χρήση του όρου; Τις διαφορές τις βλέπουμε. Το πολιτικό ερώτημα είναι ποια από τις έννοιες θέλουμε. Της Ελλάδας, της ΠΓΔΜ ή της συμφωνίας των Πρεσπών, που στην ουσία νίπτει τας χείρας της και λέει: ένας κοινός όρος, δύο έννοιες; Αυτό το ζήτημα δεν λύνεται φιλοσοφικά. Είναι πολιτικό θέμα και θα λυθεί πολιτικά. Με πολιτικές μάχες που θα χρησιμοποιούν επιχειρήματα ιστορικά, γλωσσολογικά, γεωπολιτικά, επιχειρήματα ισχύος κ.λπ.

Η χρήση των λέξεων, πάντα με την αξίωση της ορθότητας που είναι όρος της γλώσσας, είναι μια δυναμική διαδικασία που παίζεται στην αγορά, στα δικαστήρια, στις διεθνείς συμφωνίες, στα κείμενα, νομικά, πολιτικά, ιστορικά, λογοτεχνικά, δηλαδή πρακτικά.

Ο Βίτγκενσταϊν δεν λέει «φτιάξε κι εσύ ένα γλωσσικό παιχνίδι και δημιούργησε μια νέα έννοια», ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι ένας νέος τρόπος χρήσης σε ένα νέο γλωσσικό παιχνίδι μπορεί να επιβάλλεται με αυθαιρεσία και αυταρχικά (όπως στο οργουελικό «1984»). Μάλιστα, επισημαίνει ότι μερικές φορές το να μη χρησιμοποιείς μια έκφραση είναι τόσο δύσκολο όσο το να προσπαθείς να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου, κι αυτό διότι οι λέξεις, όπως λέει, εκτός από σημασία έχουν και ψυχή. Αποκτούν μια φυσιογνωμία που μας γίνεται προσφιλής και την οποία δεν θέλουμε να αποχωριστούμε. Για να το κάνουμε, δεν έχουμε να κατανικήσουμε μια δυσκολία της νόησης, αλλά της βούλησης.

Καταχρηστική προσφυγή

Δηλαδή ο Βίτγκενσταϊν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί τόσο από αυτούς που λένε «το όνομά μας είναι η ψυχή μας» όσο και από εκείνους που λένε «δείτε τις διαφορές στη χρήση της λέξης και στις έννοιες και ζήστε μ’ αυτές». Αλλά η προσφυγή στον Βίτγκενσταϊν και στις δύο περιπτώσεις θα ήταν καταχρηστική. Ο Βίτγκενσταϊν δεν αποδοκιμάζει την πολλαπλότητα στους τρόπους χρήσης των λέξεων αλλά ούτε τη συνιστά. Τη διαπιστώνει. Το τι θα κάνουμε με αυτήν πρακτικά είναι δουλειά της κοινωνίας και της πολιτικής, όχι της φιλοσοφίας. Η υπογράμμιση των διαφορών στη χρήση των λέξεων εκ μέρους του Βίτγκενσταϊν έχει στόχο μια φιλοσοφική προκατάληψη, τη ροπή προς την ουσιοκρατία (αυτή είναι η εικόνα που μας κρατά αιχμαλώτους). Δεν είναι οδηγία πολιτικής.

* Η κ. Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή