Η «ετυμηγορία» τεσσάρων ξένων ανταποκριτών στην Ελλάδα

Η «ετυμηγορία» τεσσάρων ξένων ανταποκριτών στην Ελλάδα

9' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Ελλάδα, στα χρόνια των μνημονίων, βρέθηκε επανειλημμένως στα πρωτοσέλιδα των διεθνών μέσων ενημέρωσης. Η κρίση χρέους, ως θέμα, είχε πολλά θελκτικά χαρακτηριστικά: καθηλωτικό θέαμα, με κύριο σκηνικό την πλατεία Συντάγματος, στοιχεία γκραν-γκινιόλ (ολονύκτιες διαπραγματεύσεις και εκλογικές αναμετρήσεις από το αποτέλεσμα των οποίων θα κρινόταν η παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη), μυθιστορηματικούς χαρακτήρες (από τον Ντομινίκ Στρος-Καν έως τον Γιάνη Βαρουφάκη). Παράλληλα, για τους πιο σοβαρούς μελετητές της, ήταν μια συναρπαστική πηγή διδαγμάτων για την αφροσύνη του ανεξέλεγκτου δανεισμού, για την πολιτική μυωπία των κρατών-δανειστών και για τον βαθμό στον οποίο η πολιτική βούληση μπορεί να αντισταθεί στον οικονομικό παραλογισμό.

Η Ελλάδα έγινε επίσης ιδεολογικό πεδίο μάχης: σχολιαστές, καθηγητές και ακτιβιστές είδαν στην ελληνική υπόθεση αυτό που ήθελαν να δουν. Για το συντηρητικό στρατόπεδο, ήταν μια ιστορία ενός κράτους που σπαταλούσε τυφλά πόρους που δεν διέθετε, έως ότου επήλθε η αναπόφευκτη Νέμεσις. Για τους αριστερούς, η Ελλάδα ήταν ένα θύμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης που προκάλεσαν οι πολιτικές απορρύθμισης του τραπεζικού τομέα, σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, και η ελληνική ύφεση επιδεινώθηκε εξαιτίας των πολιτικών απελευθέρωσης των εργασιακών σχέσεων και των ακραίων περικοπών που επέβαλε η τρόικα.

Αμφότερα τα αφηγήματα αυτά είναι επιλεκτικά – όπως είναι πάντα η ιδεολογική ανάγνωση της πραγματικότητας. Για πολλούς που τοποθετήθηκαν σχετικά με την κρίση στον διεθνή Τύπο, η Ελλάδα ήταν μια χώρα που δεν γνώριζαν καλά και μια μάχη σε έναν ευρύτερο πόλεμο: κατά της λιτότητας στην οικονομική πολιτική, υπέρ του Brexit κ.ο.κ. Οι τέσσερις ξένοι δημοσιογράφοι, που γράφουν αποκλειστικά για την «Κ» στη σελίδα αυτή, ανεξαρτήτως των πεποιθήσεών τους, κάλυψαν εκτενώς την ελληνική κρίση. Στα κείμενα που ακολουθούν, μοιράζονται τα επεισόδια που χαράχθηκαν ανεξίτηλα στη συνείδησή τους.

Μάρκους Γουόκερ*: 5 Μαΐου 2010, μια επαίσχυντη ημέρα

Μακριά από τις συνόδους κορυφής, τις αγορές, την πολεμική και τους πολιτικούς διαξιφισμούς, η ελληνική κρίση αφορούσε οικογένειες των οποίων οι ζωές αναποδογυρίστηκαν – λίγες όσο αυτή της οικογένειας Παπαθανασοπούλου. Τους συνάντησα μια μέρα που ψιχάλιζε, στην Πάτρα. Είχαν πρόσφατα χάσει την κόρη τους, την Αγγελική, στη Marfin.

5 Μαΐου 2010: μια επαίσχυντη ημέρα. Στην ελληνική Βουλή μαινόταν η σύγκρουση για το πρώτο μνημόνιο, με το οποίο μια Ευρώπη απροετοίμαστη για την κρίση έστελνε την Ελλάδα σε μια ανέφικτη αποστολή. Οι δρόμοι γύρω από το Σύνταγμα έβραζαν.

Οργισμένα πλήθη βρέθηκαν μπροστά στο υποκατάστημα της Marfin στην οδό Σταδίου. Πίσω από τη γυάλινη είσοδό της, που ήταν μαγνήτης για τις βόμβες μολότοφ σε έναν δρόμο γεμάτο με κατεβασμένα ρολά, η Αγγελική και οι συνάδελφοί της εργάζονταν – γιατί αυτό περίμεναν από αυτούς.

Η Αγγελική, τεσσάρων μηνών έγκυος, καθησύχασε την ανήσυχη μητέρα της από το τηλέφωνο ότι θα έφευγε νωρίς. Είχε ραντεβού με τον γιατρό της, για την εξέταση που θα φανέρωνε το φύλο του παιδιού. Δεν έμαθε ποτέ.

Καλύπτοντας την κρίση, ταξίδεψα από την Κρήτη έως την Κομοτηνή, από το λιτό γραφείο της Αγκελα Μέρκελ έως τις σκηνές των Αγανακτισμένων. Καμία συνάντηση δεν με δίδαξε τόσο πολλά όσο εκείνο το γκρίζο απόγευμα στην Πάτρα. Οι Παπαθανασόπουλοι ήταν μια φυσιολογική οικογένεια της μεσαίας τάξης, γοητευτικοί, μορφωμένοι και συντετριμμένοι.

Μας είπαν –στην Ελληνίδα συνάδελφό μου, τη Ναταλί, κι εμένα– την ιστορία της Αγγελικής, μιας νέας γυναίκας που προσπαθούσε να βρει τον δρόμο της στην ελληνική πραγματικότητα. Για τη στοργική ανατροφή στην επαρχία, τις σπουδές στην Αθήνα και στο Λονδίνο, και ύστερα την επιλογή να ζήσει στη χώρα της, αντί να κυνηγήσει πιο ευρέως διαθέσιμες ευκαιρίες στο εξωτερικό. Για τη δουλειά με το απαιτητικό ωράριο και τις χαμηλές αποδοχές και για τα σχέδια να κάνει τη δική της οικογένεια, με τον σύζυγό της, τον Χρήστο.

Ακούσαμε για την αμέλεια και την παραβίαση του κανονισμού ασφαλείας από τον εργοδότη της, για την ανοχή των μαζικών διαδηλώσεων στη βιαιοπραγία των άκρων και για την ανικανότητα του κράτους να βρει τους δράστες. «Τίποτα δεν λειτουργεί στην Ελλάδα. Οι νόμοι υπάρχουν μόνο στη θεωρία», μας είπε η Σίσσυ, η αδελφή της Αγγελικής. Μάθαμε πως η μητέρα της απέρριψε την πρόταση αποζημίωσης του προέδρου της Marfin. «Το μόνο που θέλουμε είναι το παιδί μας», είπε στον Ανδρέα Βγενόπουλο, που δεν είχε τίποτα να απαντήσει.

Υπέβαλα τον Χρήστο σε λεπτομερείς, οδυνηρές ερωτήσεις. Τι του είπε η Αγγελική όταν του τηλεφώνησε από την τράπεζα; Ποιες ήταν οι τελευταίες της λέξεις; Τι έκανε όταν έφτασε στη σκηνή του εγκλήματος;

Για τον πατέρα της Αγγελικής, έναν βαθιά πατριώτη, τσακισμένο άνθρωπο, η απώλεια της κόρης του είχε συγχωνευθεί με την ταπείνωση της Ελλάδας. Επικαλέστηκε τον Παλαμά: «Δε χάνομαι στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω· στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω».

Η συνάδελφός μου κι εγώ, κλονισμένοι, πήγαμε σε μια ταβέρνα για δείπνο. Συμπτωματικά, ο Χρήστος και η Σίσσυ επέλεξαν το ίδιο μέρος. Ο Χρήστος μάς κέρασε ένα καραφάκι τσίπουρο. Μετά άλλο ένα, κι άλλο ένα. Ενιωθα υποχρεωμένος να πιω, και κατέληξα να τρεκλίζω πίσω στο ξενοδοχείο μας. Ηταν, νομίζω, το τίμημά του για τη φευγαλέα ματιά του πόνου τους που μου έδωσαν.

* Ο κ. Μάρκους Γουόκερ είναι επικεφαλής του Γραφείου Νότιας Ευρώπης της Wall Street Journal.

Λάντον Τόμας*: O Γιάνης, η Ειρήνη, η Ελένη, τα τρία… Β

Τον Μάιο του 2011, ψάχνοντας στο Google διάφορα άγνωστα ελληνικά blogs σε αναζήτηση μιας φρέσκιας φωνής που θα έδινε ζωντάνια σε μια ανταπόκριση που ετοίμαζα για το πώς οι Ελληνες αντιμετώπιζαν τους πρώτους μήνες της περιόδου των μνημονίων, σκόνταψα στους στοχασμούς του Γιάνη Βαρουφάκη.

Του έστειλα ένα μήνυμα ζητώντας να συναντηθούμε στην Αθήνα. Φυσικά, ήλθε ταχέως η απάντηση. Λίγες ημέρες αργότερα, τον βρήκα σε ένα καφέ στην πλατεία Συντάγματος. Φορούσε δερμάτινα και κρατούσε το κράνος της μοτοσικλέτας του.

Λίγες ημέρες αργότερα είχα γράψει το θέμα μου, το οποίο συνόδευαν φωτογραφίες της σπουδαίας Ειρήνης Βουρλούμη, και στο οποίο περιλαμβανόταν μια ζουμερή ατάκα της νέας μου πηγής: «Αυτού του είδους η θεραπεία παραβιάζει δύο θεμελιώδεις οικονομικές αρχές, σύμφωνα με τον Γιάνη Βαρουφάκη, καθηγητή Οικονομικών και blogger στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. “Δεν δανείζεις χρήματα με υψηλά επιτόκια σε κάποιον που έχει χρεοκοπήσει και δεν επιβάλλεις λιτότητα σε μια οικονομία σε ύφεση”, είπε. “Είναι αρκετά απλό: το χρέος αυξάνεται και το ΑΕΠ μειώνεται. Δεν διδαχθήκαμε το μάθημα του 1929;”».

Ετσι ξεκίνησε μια επική πενταετής εμπλοκή με τις διαδοχικές ελληνικές κρίσεις.

Αν θυμάμαι καλά, στο ίδιο αυτό ταξίδι γνώρισα για πρώτη φορά και την Ελένη Βαρβιτσιώτη, η οποία ήθελε να μου πάρει συνέντευξη για να της εξηγήσω πώς έβλεπε ο ξένος Τύπος την κατάσταση στη χώρα.

Για ένα μόνο θέμα, λοιπόν, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον Βαρουφάκη, τη Βουρλούμη και τη Βαρβιτσιώτη – καθόλου άσχημα, έτσι; Τα τρία Β, με διαφορετικούς τρόπους, ύφαναν έναν ιστό που σύνδεε τις ανταποκρίσεις μου μέσα στα χρόνια.

Ο Βαρουφάκης, φυσικά, γρήγορα μεταπήδησε από σχολιαστή σε πηγή και, στη συνέχεια, σε μια πραγματική διασημότητα. Η Βουρλούμη παρείχε τις όμορφες εικόνες. Και η Βαρβιτσιώτη έγινε συνεργός μου, προτείνοντας ιδέες για θέματα, μεταφράσεις, καταπληκτική πρόσβαση σε πηγές και δημοσιογραφική έρευνα.

Εζησα πολλά σε αυτά τα πέντε χρόνια: μου έριξαν δακρυγόνα τα ΜΑΤ, τέθηκα υπό παρακολούθηση από τραπεζικά συμφέροντα και έμαθα περισσότερα από όσα ήταν απαραίτητα ή συμβατά με την υγεία μου, σχετικά με τις περιπλοκές του «κουρέματος» των ελληνικών ομολόγων.

Τίποτα από αυτά όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με τη δημιουργία τριών καλών φίλων – των τριών Β.

* Ο κ. Λάντον Τόμας είναι οικονομικός ανταπoκριτής των New York Times.

Τομ Νάτολ*: Στο Eurogroup μέρα παρά μέρα

Ισως το κορυφαίο επίτευγμα της καριέρας μου ήταν ότι το 2015 ήμουν ο μόνος Ευρωπαίος δημοσιογράφος που δεν πήρε συνέντευξη από τον Γιάνη Βαρουφάκη. Είχα ραντεβού μαζί του στην Αθήνα, αλλά ακυρώθηκε γιατί έπρεπε να ταξιδέψει στις Βρυξέλλες –εκεί όπου ήταν η βάση μου– για ακόμα έναν γύρο διαπραγματεύσεων.

Η κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε ο κ. Βαρουφάκης ήταν η αιτία για μια από τις πιο έντονες περιόδους που έχω ζήσει ως δημοσιογράφος. Στα τέσσερά μου χρόνια στις Βρυξέλλες, κάλυψα την προσφυγική κρίση, την άνοδο του λαϊκισμού, τον τυχοδιωκτισμό της Ρωσίας, την τρομοκρατία, το Brexit και την κρίση με τις σλοβακικές ψαροκροκέτες (ναι, συνέβη κι αυτό). Τίποτα από αυτά δεν δοκίμασε τις αντοχές μας όσο η αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης.

Ηταν φανερό από την πρώτη στιγμή που ο κ. Βαρουφάκης ανέβηκε καμαρωτός στη σκηνή ότι η Ελλάδα θα επανερχόταν στα πρωτοσέλιδα. Ακολούθησαν ατελείωτες αποτυχημένες επαφές και ψεύτικες προθεσμίες. Οι ρυθμοί ανέβηκαν καθώς πλησιάζαμε στην πραγματική ώρα μηδέν – την πληρωμή 3,5 δισ. ευρώ στην ΕΚΤ για δύο ελληνικά ομόλογα στην κατοχή της. Υπήρξε μια περίοδος κατά την οποία είχαμε την ευλογία να καλύπτουμε έκτακτα Eurogroup κάθε δεύτερη μέρα.

Μετά, στα τέλη Ιουνίου, ήλθε το ξαφνικό δημοψήφισμα του Αλέξη Τσίπρα, που κατέστρεψε το αποχαιρετιστήριο πάρτι ενός συναδέλφου. Το μπαρ στο οποίο βρισκόμασταν μεταβλήθηκε σε αυτοσχέδια αίθουσα σύνταξης. Εγώ, ως αρθρογράφος, ένιωθα ότι εξαντλούνταν οι τρόποι κάλυψης του θέματος. Ξεκίνησα λοιπόν μια περιοδεία στις πρωτεύουσες της Ευρωζώνης. Κάποιος έπρεπε να καλύψει τις θέσεις της Μπρατισλάβα για την Ελλάδα.

Η τελική σύνοδος κορυφής, στα μέσα Ιουλίου, ήταν μια βάναυση βραδιά για τους ανταποκριτές των Βρυξελλών (αν και όσοι είχαν καλύψει τα γεγονότα του 2010 γρύλιζαν σαν βετεράνοι του Βιετνάμ ότι τότε ήταν ακόμα χειρότερα). Καθώς η νύχτα βάθαινε, έβγαιναν μυστηριώδη σήματα από την αίθουσα διαπραγματεύσεων: η Μέρκελ και ο Τσίπρας συνομιλούσαν έντονα· μετά ο Ολάντ είχε κάποια αντιπρόταση· μετά οι Ολλανδοί έφερναν δυσκολίες. Στη 1 το πρωί, χωρίς να διαφαίνεται φως στην άκρη του τούνελ (και χωρίς προθεσμία για ημερήσιο φύλλο), πήγα για ύπνο. Την επομένη ξύπνησα νωρίς και πληροφορήθηκα ότι οι συνομιλίες συνεχίζονται. Εφυγα τρέχοντας για το κτίριο Justus Lipsius και πρόφτασα μόλις τη συνέντευξη Τύπου στην οποία μας ενημέρωσαν ότι, για τρίτη φορά μέσα σε πέντε χρόνια, η Ελλάδα είχε σωθεί.

* Ο κ. Τομ Νάτολ ήταν μέχρι πρότινος ο αρθρογράφος της στήλης «Charlemagne» στον Economist.

Πολ Μέισον*: Το πειραματόζωο και τα 1.000 δακρυγόνα

Δεν θα ξεχάσω τη μέρα τον Ιούνιο του 2011 που τα ΜΑΤ έριξαν 1.000 βολές δακρυγόνων τύπου CS στην πλατεία Συντάγματος. Ξεκίνησα στο πάνω μέρος της πλατείας, όπου οι εθνικιστές μού είπαν να εξαφανιστώ γιατί εκπροσωπούσα τα «σιωνιστικά ΜΜΕ».

Καθώς οι οδομαχίες εντείνονταν, προσπάθησα να πάρω συνέντευξη από έναν άνδρα με το πρόσωπο καλυμμένο από Maalox· εγώ μετά βίας μπορούσα να αναπνεύσω, αλλά εκείνος έμοιαζε να το έχει συνηθίσει. Οπως σχεδόν όλοι με τους οποίους συναντήθηκα, ήταν ένας μικρομεσαίος επιχειρηματίας, του οποίου η επιχείρηση διαλύθηκε λόγω των υψηλών φόρων και της χειρότερης ανθρωπογενούς ύφεσης στην Ιστορία.

Περπατούσα στην οδό Σταδίου προσπαθώντας να κατανοήσω τι συνέβαινε. Οσο πιο κοντά έφτανα στην Ομόνοια, η φτώχεια, τα μαγαζιά που είχαν βάλει λουκέτο, το γκράφιτι και οι άστεγοι στους δρόμους διασαφήνιζαν το νόημα.

Μέναμε στα όρια των Εξαρχείων – και πήγαμε στο ξενοδοχείο, στο δωμάτιο του εικονολήπτη, για το μοντάζ. Οταν τελειώσαμε, πήγα στο δικό μου δωμάτιο να πάρω το πουλόβερ μου – αλλά είχα αφήσει τα παράθυρά μου ανοικτά. Ηταν τόσο πυκνά τα δακρυγόνα στο δωμάτιο, που αναγκάστηκα να συρθώ ώς την ντουλάπα.

Μισή ώρα αργότερα ήμουν στον αέρα και σχολίασα ότι, σε αντίθεση με τις διαδηλώσεις κατά της λιτότητας σε άλλες χώρες, οι διαδηλωτές στην Αθήνα έμοιαζαν να προέρχονται από όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Ο παρουσιαστής, ο Τζέρεμι Πάξμαν, είχε απαντήσει αξιομνημόνευτα: «Άσ’ τα αυτά!».

Είχε δίκιο – η διαδήλωση του Φεβρουαρίου του 2012, όταν ψηφιζόταν το δεύτερο μνημόνιο, ήταν η στιγμή που το κίνημα διαμαρτυρίας επεκτάθηκε στον μέγιστο βαθμό στην ελληνική κοινωνία. 

Το 2012 ήταν πια δύσκολο να κυκλοφορήσουν τηλεοπτικές κάμερες στο Σύνταγμα. Ο παραγωγός μου, ένας ξανθός Ιρλανδός, δέχθηκε επίθεση επειδή έμοιαζε Γερμανός. Ενώ συνέβαινε αυτό όμως, κάποιος μας είπε: «Εχουμε δει ότι, παρά την εχθρικότητα, επανέρχεστε συνεχώς, γιατί;».

Η απάντησή μου είναι πολύ πιο σαφής σήμερα από ό,τι ήταν τότε. Η Ελλάδα έγινε το πειραματόζωο για ένα πείραμα σκληρότητας, το οποίο υλοποίησαν άνθρωποι που δεν ήθελαν να ξέρουν τα αποτελέσματα. Τα κατέγραψαν, παρά τα πολλά τους ελαττώματα, τα μέσα ενημέρωσης.

*Ο κ. Πολ Μέισον είναι ανεξάρτητος δημοσιογράφος και κινηματογραφιστής. Το βιβλίο του «Μετα-καπιταλισμός» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή