Μια φωτιά με πολλούς… εμπρηστές

Μια φωτιά με πολλούς… εμπρηστές

3' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η χώρα, λένε, που έχει ξεχάσει την ιστορία της είναι καταδικασμένη. Εξίσου καταδικασμένη είναι κι εκείνη που αποτυγχάνει να την προστατέψει. Η συζήτηση για τον σεβασμό στην ιστορία, τη μνήμη, τις εθνικές προτεραιότητες βασανίζει αυτές τις μέρες τη Βραζιλία. Η χώρα, με μέγεθος ηπείρου και πληθυσμό πολυφυλετικό που ξεπερνά τα διακόσια εκατομμύρια, έχει συλλογική μνήμη που δεν ξεπερνά τους πέντε αιώνες. Οι εικόνες ενός φλεγόμενου νεοκλασικού ανακτόρου τη βύθισαν στο πένθος και την ενδοσκόπηση.

Το αχανές Paco de Sao Cristovao (Πάσου ντζι Σάου Κριστόβαου), από το οποίο δεν απομένουν πια παρά οι εξωτερικοί τοίχοι, στέγαζε το Εθνικό Μουσείο και το αρχαιότερο κέντρο επιστημονικών ερευνών της Βραζιλίας. Παράλληλα, αποτελούσε αρχιτεκτονικό σύμβολο του Ρίο, δεύτερης πρωτεύουσάς της (1763 – 1960), ενώ διαιώνιζε τη μνήμη μιας εποχής: εκείνης της Αυτοκρατορίας της Βραζιλίας (1822-1889). Στη μέση ενός πάρκου στην ομώνυμη γειτονιά, βρισκόταν μακριά από τα τυπικά αξιοθέατα της πόλης. Η περιοχή δημιουργήθηκε ως άντρο της αριστοκρατίας όταν, το 1808, η βασιλική οικογένεια της Πορτογαλίας έφθασε στη Βραζιλία διαφεύγοντας από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα. Η αυλή, μαζί με 15.000 ευγενείς, κατέληξαν στο Ρίο, που για σύντομο διάστημα (1808-1822) υπήρξε πρωτεύουσα της Πορτογαλίας. Η Βραζιλία, πρώτη και μόνη χώρα της Αμερικής, έγινε το κέντρο μιας ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας. Το 1810 το ανάκτορο ανεγέρθηκε για τους εξόριστους βασιλείς. Οταν η οικογένεια επέστρεψε στη Λισσαβώνα το 1821, ο διάδοχος του θρόνου παρέμεινε στο Ρίο, όπου είχε μεγαλώσει. Τον επόμενο χρόνο ανακήρυξε τη Βραζιλία ανεξάρτητη Αυτοκρατορία και ανήλθε στον θρόνο της ως Πέντρου Α΄. Το ανάκτορο έγινε η επίσημη διαμονή των αυτοκρατόρων.

Το 1889, στρατιωτικό πραξικόπημα έδιωξε την αυτοκρατορική οικογένεια και η Βραζιλία έγινε δημοκρατία. Η «Αυτοκρατορική Συνοικία» (Bairro Imperial) του Σάου Κριστόβαου βυθίστηκε σε μια παρακμή από την οποία δεν βγήκε ποτέ. Μόνο η ύπαρξη του ανακτόρου θύμιζε ένα αυτοκρατορικό παρελθόν, που μοιάζει εκτός τόπου σε μια γειτονιά υποβαθμισμένη, γεμάτη βία.

«Ποιος άραγε γνωρίζει για την Αυτοκρατορία;» με ρώτησε γεμάτη πίκρα λίγα χρόνια πριν μία φύλακας του μουσείου. Εκείνη, εξηντάρα, ήταν «μια λαϊκή γυναίκα με πάθος για τα βιβλία κι την ιστορία». «Οι Βραζιλιάνοι δεν διαβάζουν. Ασχολούνται με το ποδόσφαιρο και τις σαπουνόπερες. Η παιδεία δεν είναι εδώ προτεραιότητα – μόνο τα ακριβά ιδιωτικά σχολεία την παρέχουν κάπως αξιοπρεπώς, στους λίγους. Οι Βραζιλιάνοι κτίζουμε πάνω στην ιστορία μας και τη σβήνουμε».

Τσιμέντο και δυστυχία

Η κατάντια του Ρίο το αποδεικνύει. Εως τη δεκαετία του 1930, η πρώην πρωτεύουσα διέσωζε σχεδόν ακέραιο τον αποικιακό της πυρήνα. Το ειδυλλιακό φυσικό τοπίο συμπλήρωνε μια χαριτωμένη πόλη. Σήμερα, το Ρίο των οκτώ εκατομμυρίων είναι μια παρέλαση από ομοιόμορφα τσιμεντένια κουτιά. Στους περισσότερους λόφους του έχουν σκαρφαλώσει παραγκουπόλεις. Μοιάζουν σαν τον τσιμεντένιο εμετό μυθικού τέρατος, που σκεπάζει την ανθρώπινη δυστυχία.

Η προστασία των μουσείων και της ιστορίας παραμελείται, ιδίως σήμερα που τη χώρα ταλανίζει σοβαρή πολιτική και οικονομική κρίση. Η κυβέρνηση του Μαρσέλου Τέμερ ψήφισε σημαντικές περικοπές στον προϋπολογισμό του υπουργείου Πολιτισμού. Απαραίτητα έργα συντήρησης δεν πραγματοποιήθηκαν στο Εθνικό Μουσείο, και ιδού το αποτέλεσμα. Το 90% από τα είκοσι εκατομμύρια καταγεγραμμένα αντικείμενα έγιναν στάχτη. Δυστυχώς, δεν είναι το μόνο μουσείο της Βραζιλίας που απανθρακώνεται τα τελευταία χρόνια. Το Μουσείο της Πορτογαλικής Γλώσσας του Σάου Πάουλου, μοναδικό στον λουσόφωνο κόσμο, κάηκε το 2015 και δεν ξαναλειτούργησε.

Η εικόνα του φλεγόμενου μουσείου αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο τα βάσανα της χώρας, θρηνούν ο Τύπος και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο Πάουλου Κουέλιου, συγγραφέας που –όπως πολλοί Βραζιλιάνοι– θεωρώ σαχλό, έγραψε: «Κατηγορούμε την κυβέρνηση πως παραμελεί την ιστορία μας. Αλλά εμείς, ο λαός της Βραζιλίας, επίσης την παραμελούμε. Η Βραζιλία […] υποφέρει από έλλειψη παιδείας. Οι πτωχοί δεν πάνε στο σχολείο, πόσο μάλλον στα μουσεία. Οι πλούσιοι πάνε στα μουσεία του Λονδίνου, της Νέας Υόρκης ή του Παρισιού, όχι του Ρίο ή του Σάου Πάουλου». Πρώτη φορά συμφωνώ απολύτως μαζί του.

Οταν ξαναδώ τους νέους του Ρίο να μιλούν για ποδόσφαιρο ή το καρναβάλι και να μπαίνουν ημίγυμνοι στις υπεραγορές, τα λεωφορεία και τα καταστήματα μιας μεγαλούπολης που, στην αβάσταχτη ελαφρότητά της, θέλει να είναι παραλία και πασαρέλα, σίγουρα θα θυμηθώ την ηλικιωμένη φύλακα: «ποιος άραγε γνωρίζει…».

* Ο κ. Αλέξανδρος Μασσαβέτας είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο του βιβλίο: «Κωνσταντινούπολη» (εκδ. Πατάκη, 2017).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή