Mια Κυριακή των ταπεινών

2' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Η Κυριακή δεν διαφέρει σε τίποτα από τις άλλες μέρες! Ναι, μπορείς να κάνεις και φακές, τι έχουν δηλαδή οι φακές; Ωραίες είναι…» είπε το βλαστάρι της μ’ εκείνη τη βεβαιότητα των νέων, τόσο υπεροπτική, αναντίρρητη και εύθραυστη, σαν το γυαλί την κόψη του. Εκείνη δεν μίλησε, μόνο κανόνισε ένα φαγητό που τους άρεσε. Γλυκό; Έχει καιρό που δεν κάνει πια γλυκά, απ’ όταν χήρεψε, αυτό αραίωσε, η χαρά της ετοιμασίας των γλυκών. Η Κυριακή, μα πώς δεν διαφέρει; Μια μέρα λίγο πιο φωτεινή, πιο ήρεμη, χωρίς τρεχάλες για τη δουλειά, που προλαβαίνει πηγαίνοντας το πρωί για εφημερίδες και τσιγάρα να κοντοσταθεί στο μεγάλο γιασεμί της γωνίας, να κλέψει μια ματιά κατά τη θάλασσα και να προσευχηθεί βαθιά βαθιά και με τρόμο «κάνε, Θεέ μου, να πάνε όλα λίγο καλύτερα…». Επειδή έχει αυτό το άρρωστο παιδί και δεν μπορεί πια να πάει στην εκκλησία, θα της θύμωνε. «Οι παπάδες είναι υποκριτές!» θα της φώναζε… και θα είχε ίσως κάποιο δίκιο. 

  Όμως αυτή προσεύχεται. Προσεύχεται γιατί ξέρει πως η θέληση του ανθρώπου τίποτα δεν αλλάζει, πως και για το καλύτερο να παλεύεις, μπορεί όλα να χαλάσουν από μια κακιά στροφή ή αμυαλιά, πως δεν είμαστε παντοδύναμοι, ούτε καν υπεύθυνοι για όλα όσα κάνουμε συχνά, πολύ συχνά. Ο άνθρωπος είναι ατελής, το ατελέστερο ζώο, κι ας λένε. Γιατί έχει πολύ μεγάλο πεδίο, ο ίδιος το άνοιξε, κι αυτό τον κάνει ελάχιστο, αυτή η έπαρση που μας κατατρώει κι αυτό το χάος που δεν ορίζουμε. Και η Κυριακή της γίνεται πολύ σημαντική, καθώς γεμίζει από σκέψεις που δεν κάνουν όλοι, γιατί δεν είναι όλοι τόσο βασανισμένοι και ασχολούνται με άλλα, το αυτοκίνητο ή τα καινούργια ρούχα ή το ωραίο γλυκό για το απόγευμα. Εκείνη όμως μιλάει με τα σύννεφα, γιατί συχνά μοιάζουν με απαντήσεις στα αινίγματά της, τα σχήματά τους δηλαδή, αυτές οι τούφες που άλλοτε θυμίζουν τη μάνα κι άλλοτε γράφουν κάτι σαν φωτεινή αγκαλιά. 

Η Ντίνα ξέρει πως δεν έχει και πολλά να περιμένει ο κόσμος αυτός, έτσι που είναι γεμάτος δυστυχίες, αρρώστιες, πολέμους, μοναξιές, ασυνεννοησίες. Αλλά πίσω από τη φαινομενική αυτή πενία αντικρίζει έναν ουρανό απίστευτης ομορφιάς, κι αυτός ο ανοιχτός ουρανός τη βοηθάει να συνεχίζει τη ζωή της. Όχι, δεν νομίζει πως εκεί κατοικούν οι άγγελοι ή και ο Θεός, ηθογραφία γράφουμε; Είναι βιολόγος, πώς θα το νόμιζε; Όμως τόσα χρόνια που εργάζεται στο νοσοκομείο, ψηλαφώντας καθημερινά τα μυστικά της ζωής και του θανάτου, έχει δει αυτό το βλέμμα προς το άπειρο πολλές φορές. Και ίσως αυτοί οι άνθρωποι, οι ταπεινοί και ταπεινωμένοι από την αρρώστια τους, να συγκρατούν με τον τρόπο τους τους άλλους, που όλα τα μπορούν κι όλα τα καταστρέφουν. 

Η θάλασσα έχει πάρει πια τα χρώματα του φθινοπώρου, η Ντίνα πάει ήρεμη, γαλήνια, πολύ προσεκτική, προς το σπίτι τους, μια ξεφτισμένη από τους καιρούς μονοκατοικία, «το σπίτι με τα πολλά βιβλία», όπως το λένε οι γείτονες, που ξέρουν την οικογένεια από παλιά. ■

* H Μαριάννα Γ. Παπουτσοπούλου είναι συγγραφέας-μεταφράστρια. Το τελευταίο βιβλίο της, «Ανεμοδείκτης», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εύμαρος.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή