Το «ράβε ξήλωνε» στις εισαγωγικές

Το «ράβε ξήλωνε» στις εισαγωγικές

5' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οκτώ συστήματα και δεκαπέντε βασικές αλλαγές επ’ αυτών, συνθέτουν το «ράβε ξήλωνε» στη διάρκεια της μεταπολίτευσης στο ελληνικό εξεταστικό σύστημα για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εάν προστεθούν και οι μικροαλλαγές ο αριθμός εκτινάσσεται περίπου στις 40!

Ωστόσο, μία ακόμη αλλαγή προωθεί ο νυν υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου, η οποία συνιστά επιστροφή στο παρελθόν. Στο σχέδιο που παρουσίασε προς διαβούλευση, το υπουργείο Παιδείας προτείνει ουσιαστικά την επαναφορά του μακροβιότερου εξεταστικού συστήματος μεταπολιτευτικά, των Δεσμών. Οι Δέσμες καθιερώθηκαν επί ΠΑΣΟΚ το 1983 και εφαρμόστηκαν έως και το 1999. Με την πρόταση Γαβρόγλου καθιερώνεται το εθνικό απολυτήριο καθώς και η ελεύθερη πρόσβαση των αποφοίτων λυκείου σε αριθμό τμημάτων ΑΕΙ χαμηλής ζήτησης.

Εκτιμάται ότι έως και περίπου 10.000 υποψήφιοι-απόφοιτοι λυκείου μπορεί να εισαχθούν με το απολυτήριό τους σε ΑΕΙ χαμηλής ζήτησης. Τα υποχρεωτικώς εξεταζόμενα μαθήματα θα παραμείνουν τέσσερα, όπως ισχύει σήμερα, στα οποία οι μαθητές θα εξετάζονται και ενδοσχολικά και για τις Πανελλαδικές. Καθώς ο προφορικός βαθμός θα μετρά στο απολυτήριο θα αυξηθεί η πίεση των γονέων στους καθηγητές για τα άριστα, ενώ πολλοί μιλούν για πλήγμα στο αδιάβλητο επειδή τα θέματα των ενδοσχολικών εξετάσεων θα μπαίνουν από τους καθηγητές που διδάσκουν τα μαθήματα ανά δήμο ή νομό.

Η πρόταση έχει έως τώρα επικριθεί από την ΟΛΜΕ, τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, τις Ενώσεις Φιλολόγων, την Πανελλήνια Ενωση Βιοεπιστημόνων (ΠΕΒ). Θολό σημείο είναι τι θα γίνει με τη διδασκαλία των Λατινικών που προς το παρόν καταργούνται, αλλά και πώς θα εξετασθούν το 2020 (όταν εφαρμοστεί για πρώτη φορά το νέο σύστημα) οι απόφοιτοι του 2018-2019, οι οποίοι θα θελήσουν να δοκιμάσουν για δεύτερη φορά να εισαχθούν σε ΑΕΙ. Και αυτό διότι δεν έχει προβλεφθεί μεταβατική περίοδος εφαρμογής του νέου συστήματος.

Ωστόσο, οι παρεμβάσεις στο εξεταστικό δεν αγγίζουν τα ουσιαστικά προβλήματα του ελληνικού σχολείου, τα οποία ξεκινούν από το δημοτικό. «Χρειάζεται τόλμη που θα πρέπει να στηριχθεί στους εκπαιδευτικούς. Δεν μπορεί κάποιος βέβαια να κοιτά μόνο τη Γ΄ Λυκείου, χρειάζονται παρεμβάσεις και στις χαμηλότερες βαθμίδες. Αλλά χρειάζεται επίπονη και συνεχή προσπάθεια. Ας πούμε η προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε τη παπαγαλία θέλει χρόνια, εξοικείωση με έναν διαφορετικό τρόπο διδασκαλίας και αφορά και την κοινωνία», λέει στην «Κ» ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, Γεράσιμος Κουζέλης. «Και δεν είναι βέβαιο ότι αυτό που μάθαμε εμείς στο σχολείο, είναι το καλύτερο για τα σημερινά παιδιά», προσθέτει. «Η Ελλάδα έχει ένα εκπαιδευτικό σύστημα αυτοματοποιημένο, το οποίο διαιωνίζεται με όλα τα στραβά του», παρατηρεί στην «Κ» ο πρώην πρόεδρος του ΙΕΠ Σωτήρης Γκλαβάς. «Δεν έχουμε ένα σχολείο ανάπτυξης των δεξιοτήτων των μαθητών, αλλά ένα σχολείο της παπαγαλίας. Απαιτείται συνεχής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου», προσθέτει από την πλευρά της στην «Κ» η κ. Χρύσα Σοφιανοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και εθνική διαχειρίστρια στην Ελλάδα του προγράμματος PISA του ΟΟΣΑ.

Ασυνέχεια

«Ενα δομικό πρόβλημα της ελληνικής εκπαίδευσης είναι η ασυνέχεια του συστήματος, η οποία προκαλείται από τις συνεχείς αλλαγές που κάνουν ακόμη και υπουργοί της ίδιας κυβέρνησης», παρατηρεί ο κ. Γκλαβάς τονίζοντας ότι απαιτείται διακομματική συμφωνία για το τι χρειάζεται να γίνει και υπομονή για την υλοποίηση των δράσεων σε βάθος χρόνου.

Υπό το πρίσμα αυτό, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να ξεκινήσουν από τη βάση της εκπαίδευσης, το δημοτικό, και να ολοκληρωθούν στην κορυφή της, δηλαδή τη Γ΄ Λυκείου και το σύστημα πρόσβασης στα ΑΕΙ. Αλλωστε τα προβλήματα δημιουργούνται στα πρώτα βήματα της εκπαιδευτικής διαδρομής ενός μαθητή και, συσσωρευόμενα, εκρήγνυνται στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Εκεί, κάθε χρόνο, και ανεξαρτήτως του βαθμού δυσκολίας των θεμάτων, το 25% με 30% των υποψηφίων έχει μέσο όρο κάτω από τη βάση του 10. Μάλιστα, εισάγονται στα πανεπιστήμια υποψήφιοι με 3 και 4, όπως φέτος.

«Το μείζον ζήτημα είναι η απουσία της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Οχι ως μία τιμωρητική διαδικασία, αλλά ως ένα μέσο για τη βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας», παρατηρεί ο κ. Γκλαβάς. Η απουσία αξιολόγησης διατρέχει και τις δύο πρώτες εκπαιδευτικές βαθμίδες.

Ωστόσο, η αξία της καταδεικνύεται αδρά στα πρώτα χρόνια του δημοτικού σχολείου, εκεί όπου ο μαθητής παίρνει τις εκπαιδευτικές του βάσεις. «Το σχολείο οφείλει να διαπιστώνει τις τυχόν αδυναμίες των μαθητών. Εάν ένα παιδί αρχίζει να υστερεί στο δημοτικό, είναι πολύ δύσκολο να βελτιωθεί τα επόμενα μαθητικά του χρόνια», τονίζει ο ίδιος.

«Τα προγράμματα σπουδών έχουν ενσωματώσει σημαντικά στοιχεία διαθεματικότητας και διεπιστημονικότητας στη διδασκαλία των μαθημάτων. Για παράδειγμα, προβλέπουν συνεργασία των καθηγητών Πληροφορικής με τις άλλες ειδικότητες εκπαιδευτικών. Εφαρμόζονται;» ρωτά σχολιαστικά η κ. Σοφιανοπούλου. Χαρακτηριστική είναι η κατάληξη της ερευνητικής εργασίας-project, που εισήχθη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μετά το 2011, με στόχο οι μαθητές να εξοικειωθούν με τον ερευνητικό και συνεργατικό τρόπο μάθησης. Το project σταδιακά μετετράπη από διδακτική μέθοδο σε αντικείμενο που ανατίθεται σε όποιον καθηγητή δεν συμπληρώνει αλλιώς το ελάχιστο υποχρεωτικό εβδομαδιαίο ωράριο διδασκαλίας. Για να μην συμβεί αυτό, θα έπρεπε οι εκπαιδευτικοί να επιμορφωθούν στη διδακτική και τον τρόπο οργάνωσης ενός project.

Οι νέες τεχνολογίες

Ανάλογα προβλήματα καταγράφονται στη χρήση της πληροφορικής ως μέσο διδασκαλίας. Η χρήση των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση με το αναλυτικό πρόγραμμα του 2011 περιέπεσε σε αχρηστία. Ενας βασικός λόγος είναι το έλλειμμα υλικοτεχνικών υποδομών, καθώς σε σχολεία υπάρχει μόνο ένα εργαστήριο για να καλυφθούν οι ανάγκες ημερησίως δώδεκα και πλέον τμημάτων μαθητών.

Οι ελλείψεις των μαθητών από το δημοτικό συσσωρεύονται με αποτέλεσμα στις μεγαλύτερες τάξεις να οδηγούμαστε σε προβλήματα λειτουργικού αναλφαβητισμού, δηλαδή παιδιά με ικανότητες αλλά μαθησιακά κενά. Ετσι, για να καλύψουν τα κενά κυρίαρχο ρόλο αποκτούν τα φροντιστήρια. Πάνω από τις μισές ελληνικές οικογένειες (το 52,7%) δίνουν από 200 έως 400 ευρώ τον μήνα για την εξωσχολική προετοιμασία του παιδιού στα μαθήματα του σχολείου, στο λύκειο αλλά και στο γυμνάσιο, σύμφωνα με έρευνα της Αικατερίνης Πολυμίλη – οικονομολόγου και διδάκτορα Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής.

Τα φροντιστήρια επίσης έχουν υποκαταστήσει το σχολείο στη διδασκαλία της ξένης γλώσσας, μία από τις βασικές δεξιότητες που απαιτείται να έχει ένας πολίτης, την ίδια στιγμή που οι ώρες διδασκαλίας της ξένης γλώσσας στα περισσότερα κράτη του κόσμου αυξάνονται προοδευτικά. Η ξένη γλώσσα –ο λόγος κυρίως για τα αγγλικά– είναι το μοναδικό μάθημα για το οποίο οι γονείς στέλνουν τα παιδιά τους σε φροντιστήριο από ολοένα και μικρότερη ηλικία. Μάλιστα, εξαιτίας του προσανατολισμού του μαθήματος, το σχολείο δεν χορηγεί πιστοποιητικά γλωσσομάθειας.

Ολα αυτά καθιστούν απολύτως ταξικό το σχολείο. «Ποιος κάθεται να μελετήσει τις διαφορές ανά περιοχή και τις εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών; Η αξιολόγηση θα βοηθούσε το υπουργείο Παιδείας να είχε μία γενική εικόνα ώστε να κάνει στοχευμένες παρεμβάσεις», παρατηρεί ο κ. Γκλαβάς. Πολλά παιδιά ολοκληρώνουν την εκπαιδευτική διαδρομή χωρίς βασικές γνώσεις. Δεν στιγματίζονται, δεν θα αποτύχουν στη ζωή τους, μπορεί να τα καταφέρουν περίφημα στον επαγγελματικό στίβο. Ωστόσο, υστερούν όσον αφορά τα γράμματα, και γι’ αυτό η πολιτεία έχει αποτύχει στο έργο της. Πρέπει να κοιτάμε τα θεμέλια και όχι την κορυφή», λέει ο κ. Γκλαβάς. Από την πλευρά της η κ. Σοφιανοπούλου τονίζει: «Απαιτούνται αλλαγές βήμα βήμα, και από τη βάση της εκπαίδευσης».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή