Λύση του Σκοπιανού με κομματική στόχευση

Λύση του Σκοπιανού με κομματική στόχευση

2' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από την πρώτη στιγμή που άνοιξε αυτό το τελευταίο κεφάλαιο της διαδικασίας λύσης του ζητήματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ, οι υποστηρικτές της σοβαρής και μακριά από υπερβολές διαχείρισης των εθνικών θεμάτων υπογράμμιζαν την ανάγκη να αξιοποιηθεί η ευκαιρία για να περιορισθεί η ζημία που προκλήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και, δυστυχώς, σταδιακά επιδεινωνόταν τα τελευταία 25 χρόνια με τις αναγνωρίσεις της γειτονικής χώρας ως «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» από το σύνολο σχεδόν των χωρών του πλανήτη.

Υπό αυτό το πρίσμα, εκτιμούσαν ως δύσκολη, αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες λιγότερο επιζήμια για τη χώρα, την αποδοχή της συμφωνίας που έλαβε τελικά επίσημη μορφή στις Πρέσπες.

Μια τέτοια απόφαση θα έπρεπε να είναι προϊόν μιας ευρύτερης συνεννόησης στο εσωτερικό της χώρας. Δυστυχώς, η κυβέρνηση επέλεξε να στήσει ένα κυνικό σκηνικό εγκλωβισμού της αξιωματικής αντιπολίτευσης με στόχο να αποκομίσει κομματικά οφέλη.

Αντί μέσα από διαύλους επικοινωνίας Τσίπρα – Μητσοτάκη, χωρίς απαραίτητα τη δημοσιοποίησή τους, να επιχειρηθεί η δημιουργία της ευρύτερης δυνατής εθνικής συναίνεσης, και να καταβληθεί μια προσπάθεια σοβαρής ενημέρωσης της κοινής γνώμης με την προβολή όλων των παραμέτρων και της εξέλιξης του θέματος όλα αυτά τα 25 χρόνια, κατέστη σαφές ότι ο πρωθυπουργός είχε ως κύριο στόχο να δυσχεράνει τη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Με δεδομένη τη γενικότερη φιλελεύθερη προσέγγιση του Κυριάκου Μητσοτάκη εικάζει κανείς ότι ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας δεν θα επέλεγε μια κάθετα αρνητική στάση έναντι της συμφωνίας.

Ωστόσο, έτσι όπως εξελίχθηκε το ζήτημα, αναγκάστηκε να την απορρίψει με απόλυτο τρόπο ώστε να αποτρέψει τη διάσπαση του κόμματός του, εξέλιξη που νομοτελειακά θα κατέληγε στη δημιουργία ακραίων σχηματισμών στα δεξιά της Ν.Δ. οι οποίοι, στηριζόμενοι σε αμφιλεγόμενη χρηματοδότηση, θα προωθούσαν αντιευρωπαϊκές και αντιδυτικές θέσεις.

Μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία, λόγω γεωγραφίας, αλλά και οικονομικών συνθηκών, έχει σήμερα ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη τους Ευρωπαίους εταίρους και τους δυτικούς συμμάχους της, και η οποία προτάσσει τον σεβασμό των διεθνών συνθηκών και συμφωνιών ως βασική αρχή της εξωτερικής της πολιτικής, κινδυνεύει να υποστεί ένα σοβαρό πλήγμα αξιοπιστίας λόγω του χειρισμού του συγκεκριμένου ζητήματος από τον πρωθυπουργό με κυρίως μικροκομματικά κριτήρια καθώς οι «δικοί της ψηφοφόροι» δεν έχουν πρόβλημα με το ονοματολογικό.

«Είμαι σίγουρος ότι η Ελλάδα θα τιμήσει τη συμφωνία» υπογράμμισε στη συνέντευξή του στην «Κ» (περασμένη Κυριακή) ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, και επισήμανε ότι «η αξιοπιστία της Ελλάδας στη διεθνή κοινότητα εξαρτάται, φυσικά, από το ότι παραμένει αφοσιωμένη στις διεθνείς συμφωνίες που έχει συνάψει. Οπότε η Ελλάδα έχει υπογράψει τη συμφωνία, η οποία προβλέπει ότι αν αλλάξει το σύνταγμα στην ΠΓΔΜ, θα εφαρμόσει τη δική της πλευρά της συμφωνίας».

Τώρα, εάν η συμφωνία γίνει αποδεκτή από τη γειτονική χώρα –αρχικά στο δημοψήφισμα της 30ής Σεπτεμβρίου και εν συνεχεία στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες που θα ακολουθήσουν– θα βρεθούμε εμείς εν μέσω κυκλώνα να συζητάμε, υπό το «αυστηρό βλέμμα» της διεθνούς κοινότητας, για το εάν ο Καμμένος θα ρίξει την κυβέρνηση, τι θα κάνει ο Σταύρος, πότε συμφέρει και ποιον να γίνουν εκλογές, πόσο μπορεί να τραυματιστεί η εικόνα του Μητσοτάκη στα μάτια των ξένων, και όχι για το πώς θα μπορούσαμε από κοινού να είχαμε χαράξει μια προσέγγιση που ως μοναδικό στόχο θα είχε να αναβαθμίσει τον ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια και να τη θωρακίσει από άλλες περιφερειακές απειλές.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή