Η αυταπάτη της επιστροφής

2' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

T​​ην προηγούμενη Κυριακή, η «Κ» δημοσίευσε ένα άρθρο του καθηγητή του Stanford Γιάννη Ιωαννίδη, που καταγράφει τους 45 επιδραστικότερους νέους Ελληνες επιστήμονες στον κόσμο, αυτούς που βρίσκονται στο κορυφαίο 0,1% της παγκόσμιας επιστήμης. Αυτό απλά σημαίνει πως πάρα πολλοί άλλοι ερευνητές βασίζονται στη δουλειά τους. Είναι άνδρες και γυναίκες που εργάζονται κυρίως εκτός Ελλάδας (40 από τους 45), παρότι οι περισσότεροι μεγάλωσαν και σπούδασαν εδώ. Πολύ ορθά, η «Κ» επέλεξε να προβάλει στο πρωτοσέλιδό της ένα φωτογραφικό τους καλειδοσκόπιο: συμπαθητικές φυσιογνωμίες, νέα παιδιά με καθαρά πρόσωπα. «Καμάρι και υπερηφάνεια μας. Μου έφτιαξε η ημέρα μου», γράφει σε επιστολή της μια αναγνώστρια. Οι φωτογραφίες τους αποδεικνύουν πως η επιστημονική καταξίωση σήμερα δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με την εικόνα του συνοφρυωμένου ηλικιωμένου άνδρα. Το πρωτοσέλιδο αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως πηγή έμπνευσης για πολλούς μαθητές.

Πρόσφατα μάθαμε επίσης πως το Πανεπιστήμιο Κρήτης διατήρησε τη θέση του στην παγκόσμια κατάταξη που συντάσσει το Times Higher Education. Είναι το πρώτο ΑΕΙ της χώρας και βρίσκεται στην όγδοη πενηντάδα, δηλαδή στις θέσεις 351-400. Η θέση αυτή μπορεί να μην είναι ίσως τόσο αρνητική όσο φαίνεται, αφού γνωστά πανεπιστήμια και δυναμικές χώρες βρίσκονται χαμηλότερα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, αλλά δεν τη λες καλή. Επιπλέον κανείς δεν πάει μπροστά όταν αρκείται σε αυτά που έχει.

Η σύνδεση ανάμεσα στο άρθρο του Γ. Ιωαννίδη και στη διεθνή κατάταξη των πανεπιστημίων φαίνεται προφανής: είμαστε χαμηλά γιατί χάνουμε τους καλύτερους. Η λύση; Για να ανέβουμε ψηλότερα πρέπει να τους φέρουμε πίσω (και να τους κρατάμε όλους εδώ). Και το συμπέρασμα; Αν δεν το κατορθώσουμε, θα παραμείνουμε χαμηλά.

Τίποτε από αυτά δεν ισχύει. Πρώτον, όσο αληθοφανής και να είναι η αντίληψη που θέλει την έξοδο των κορυφαίων επιστημόνων απόδειξη αποτυχίας, άλλο τόσο είναι λανθασμένη. Και αυτό γιατί ουσιαστικός παράγοντας στην ατομική επιστημονική επιτυχία είναι ακριβώς η παρουσία και συμμετοχή στους παγκόσμιους επιστημονικούς κόμβους, δηλαδή τα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου. Γίνεσαι καλύτερος όταν περιτριγυρίζεσαι από τους καλύτερους. Ρεαλιστικά, μια μικρή χώρα δεν μπορεί να διαθέτει πολλούς τέτοιους διεθνείς κόμβους. Επομένως η «έξοδος» των πιο καλών και φιλόδοξων είναι φυσιολογική, αναπόφευκτη και επιθυμητή. Δεύτερον, η επιστροφή τους, εκτός από αυταπάτη, δεν θα ήταν λύση. Και οι ίδιοι πιθανότατα θα έχαναν και ελάχιστα θα μπορούσαν να προσφέρουν, ιδίως μέσα στο σημερινό πλαίσιο που κυριολεκτικά θα τους κατάπινε ζωντανούς. Τρίτον, υπάρχουν αποτελεσματικότεροι τρόποι αναβάθμισης της παιδείας από την «επιστροφή των επιδραστικών».

Επισημαίνω τρεις. Ο πρώτος είναι η επιλεκτική δημιουργία ορισμένων κέντρων αριστείας σε πεδία όπου διαθέτουμε κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα. Εδώ έχει κάποιο νόημα η λογική της επιστροφής, αλλά μιλάμε για θυλάκους με περιορισμένη επιρροή. Ο δεύτερος είναι η επένδυση στους νέους «καλούς» (και όχι τους καλύτερους) επιστήμονες με παράλληλη προσφορά κινήτρων για παραγωγικότερη εργασία. Αυτό όμως προϋποθέτει πως ξεφεύγουμε από την ισοπεδωτική και δημοσιοϋπαλληλική λογική, που αντιμετωπίζει τους πάντες αδιαφοροποίητα. Τρίτον, η πλειονότητα των πιο αξιόλογων πανεπιστημιακών του εξωτερικού μπορεί εύκολα να προσφέρει δίχως απαραίτητα να επιστρέψει μόνιμα. Αρκεί γι’ αυτό ένα ευέλικτο πλαίσιο, που αυτή τη στιγμή δεν υφίσταται. Για να γίνει το παραμικρό απαιτούνται ατελείωτες υπουργικές εγκρίσεις, ενώ το νομικό πλαίσιο είναι ασφυκτικά περιοριστικό και μυωπικό.

Οι αντιδράσεις του κατεστημένου της ακινησίας (στη συγκεκριμένη περίπτωση, της άτυπης συμμαχίας χαμηλής εμβέλειας πανεπιστημιακών, κομματικών συνδικαλιστών και αριστερών φοιτητικών νεολαιών) θα είναι οι αναμενόμενες. Υπάρχει όμως μια μεγάλη πλειοψηφία που θα στήριζε τις αλλαγές εάν τις εξηγούσαμε και τις προβάλλαμε σωστά. Ομως το πρόβλημα δεν βρίσκεται εκεί αλλά στην ύπαρξη πολιτικής βούλησης για την άρθρωση και υλοποίηση έξυπνων, δημιουργικών και πραγματικά ριζοσπαστικών παρεμβάσεων. Και εκεί παραμονεύει όχι μόνο ο φόβος του κόστους αλλά και η έλλειψη φαντασίας.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή