Τελευταία στροφή

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​​Ακόμη κι αν γίνουν εθνικές εκλογές το αργότερο δυνατόν, δηλαδή το φθινόπωρο του 2019, από εδώ και στο εξής και ενόψει της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης κάθε μέρα που περνάει δεν ξαναπερνάει, που λέγαμε παλιά στον στρατό. Μιλώντας με όρους αγώνα δρόμου, χτύπησε καμπανάκι για την τελευταία στροφή. Μιλώντας με πολιτικούς όρους εισήλθαμε στη μακρά προεκλογική περίοδο, όπου ουσιαστικά διαμορφώνονται οι συσχετισμοί με τους οποίους θα μπουν τα κόμματα στην προεκλογική καμπάνια του τελευταίου μήνα. Από εδώ και μπρος κάθε τι είναι προεκλογικό. Πώς μπαίνουν τα κόμματα σε αυτήν την τελευταία στροφή; Ποια από αυτά, ως καλοί δρομείς, έχουν αρκετές δυνάμεις για καλό τερματισμό; Με βάση ό,τι διαθέτουμε από τις δημοσκοπήσεις του τελευταίου μήνα –που δεν είναι και λίγες– είναι σαφές ότι τα δύο μεγάλα κόμματα εμφανίζονται ενισχυμένα. Η Νέα Δημοκρατία διατηρεί το σαφές προβάδισμά της έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, που κυμαίνεται από 5 έως 10 μονάδες ανάλογα με την έρευνα. Το προβάδισμα αυτό από το 2016 μέχρι σήμερα δεν έχει σε καμιά περίπτωση αμφισβητηθεί και θα είναι δύσκολο να συμβεί το επόμενο τουλάχιστον διάστημα. Μόνο μία φορά σε όλη τη Μεταπολίτευση, στις οριακές εκλογές του 2000, δεν κέρδισε το κόμμα που προηγούνταν στις δημοσκοπήσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ως εκ τούτου, το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν η Νέα Δημοκρατία μπορεί να έρθει πρώτη (πρέπει να συμβούν πολλά για να μην έρθει), αλλά πόσο πιθανό είναι να κατακτήσει την αυτοδυναμία. Ο στόχος της αυτοδυναμίας φαντάζει απολύτως ρεαλιστικός, όχι μόνο λόγω των δικών της ποσοστών αλλά και λόγω της πιθανής μείωσης του αριθμού των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Από μια Βουλή οκτώ κομμάτων, μπορεί να πάμε σε ένα Κοινοβούλιο με επτά, έξι ή ακόμη και πέντε κόμματα. Σε μια τέτοια περίπτωση οι πιθανότητες αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος αυξάνονται σημαντικά.

Ομως ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ιδιαίτερο λόγο να είναι δυσαρεστημένος από το δημοσκοπικό κύμα του φθινοπώρου. Μπορεί να μην κάλυψε σημαντικό έδαφος από τη διαφορά που τον χωρίζει από τη Νέα Δημοκρατία, ωστόσο πέτυχε σίγουρα τον δεύτερο στόχο του, να εμπεδώσει η κοινή γνώμη πως δεν είναι σε φάση αποσυσπείρωσης και ελεύθερης πτώσης. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό μετά τις φωτιές του καλοκαιριού. Επιπλέον, έδειξε σημάδια επανασυσπείρωσης τμήματος της εκλογικής του βάσης. Φαίνεται πως αφενός το αφήγημα της εξόδου από το μνημόνιο και αφετέρου οι εξαγγελίες που έκανε ο πρωθυπουργός στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης, δειλά μεν αλλά πάντως λειτούργησαν συσπειρωτικά για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Σε ό,τι αφορά τα μικρότερα κόμματα, εκεί τα πράγματα δείχνουν πιο δύσκολα σε σχέση με πριν από το καλοκαίρι. Κανένα από τα τρία κόμματα που συναγωνίζονται για την τρίτη θέση, η Χρυσή Αυγή, το Κίνημα Αλλαγής και το ΚΚΕ, δεν δείχνει προς το παρόν ενδείξεις κάποιας δυναμικής. Αντίθετα, παρουσιάζονται σημάδια στασιμότητας. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά το Κίνημα Αλλαγής αποτυπώνονται ενδείξεις μιας μικρής κάμψης, που μάλιστα συγκριτικά με τις δημοσκοπήσεις των αρχών του έτους, πρόκειται για αξιοσημείωτη κάμψη. Οι αρχικές φιλοδοξίες που καταγράφηκαν εντός του 2017, λίγο μετά την εκλογή της αρχηγού του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς, ένα χρόνο σχεδόν αργότερα ψαλιδίζονται. Τέλος, μια τελευταία κατηγορία κομμάτων είναι αυτά που θα δώσουν σκληρή μάχη επιβίωσης και προς το παρόν βρίσκονται λίγο πάνω ή κάτω από το κατώφλι του 3%. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν τα τρία κοινοβουλευτικά κόμματα, οι Ανεξάρτητοι Ελληνες, η Ενωση Κεντρώων και το Ποτάμι, αλλά και εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις όπως η Λαϊκή Ενότητα, η Πλεύση Ελευθερίας ή η Ελληνική Λύση. Κάποιοι έχουν περισσότερες ελπίδες και κάποιοι λιγότερες. Είναι μάλλον απίθανο όλα τα παραπάνω κόμματα να πετύχουν την είσοδό τους στην επόμενη Βουλή. Δεν αποκλείεται κανένα από τα παραπάνω να μην πετύχει να υπερβεί το όριο του 3%. Ο δρόμος θα είναι δύσβατος όπως και να έχει, καθώς η πόλωση ίσως να πιέσει τα πράγματα πολύ.

Τελευταία στροφή λοιπόν, λιγότερο από ένα χρόνο πριν από τις εκλογές, που είναι πολύ πιθανό να παγιώσουν τη φυσιογνωμία του κομματικού ανταγωνισμού στη χώρα μας για τα επόμενα αρκετά χρόνια. Προς το παρόν, η αντιπαράθεση του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας διαμορφώνει τη φυσιογνωμία ενός καχεκτικού δικομματικού, όπου τα δύο μεγάλα κόμματα κινούνται αθροιστικά κοντά στο 60% αλλά σίγουρα κάτω του 70%. Αν το ποσοστό τους κινηθεί προς το πάνω όριο, πόσο μάλλον αν το αγγίξει κιόλας, τότε θα βρισκόμαστε στον προθάλαμο μιας νέας περιόδου δικομματισμού, καθώς σίγουρη σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να θεωρείται η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος. Αν τα πράγματα γίνουν έτσι, κάποιοι από τους μικρότερους παίκτες του κομματικού συστήματος θα μετανιώσουν πικρά τη μέρα που δεν ψήφισαν, όταν μπορούσαν, την απλή αναλογική.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Κεράλα στην Ινδία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή