Mίλα μου για μήλα

2' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​​Το 2016 το Ινστιτούτο Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), σε έρευνά του για το τι τρώνε οι Ελληνες, κατέγραψε καθαρά πόσο η παρατεταμένη οικονομική κρίση επηρέασε το καθημερινό τραπέζι και άλλαξε τις διατροφικές μας συνήθειες.

Από το 2010 και μετά, η τσέπη καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τι καταναλώνει μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Τα φθηνότερα πουλερικά, το λευκό κρέας, τα όσπρια και τα λευκά ζυμαρικά, μαζί με τα φρούτα και τα λαχανικά, ήταν ψηλά στη λίστα.

Πριν από λίγες μέρες το ΙΕΛΚΑ δημοσίευσε αντίστοιχη επικαιροποιημένη έρευνα, στην οποία και πάλι φαίνεται ακόμη πιο έντονα ότι η κρίση έφερε στο πιάτο μας όσπρια και ζυμαρικά, τροφές πιο οικονομικές και πιο… χορταστικές.

Οι μεγαλύτερες αυξήσεις αναφορικά με την ποσότητα, σημειώνονται στα ζυμαρικά (14%), στα όσπρια (10%), στο κρασί (10%), στο κρέας από πουλερικά κυρίως κοτόπουλο (9%), στο ρύζι (8%), τις σοκολάτες (5%). Στον αντίποδα, χαμηλά ποσοστά στις ποσότητες που αγοράστηκαν το 2017 σε σύγκριση με το 2010 παρατηρούνται στο φυτικό βούτυρο (48%), στη ζάχαρη (44%), στα αναψυκτικά (43%), στο πρόβειο κρέας (25%), στο βόειο κρέας (24%), στα νωπά φρούτα (23%), στα ψάρια (22%), στα νωπά λαχανικά (20%), στο ελαιόλαδο (18%) μεταξύ άλλων. Σε μια πρόχειρη ανάγνωση, το πρώτο που επισημαίνει κανείς είναι ότι η κρίση μάς έσπρωξε σε φθηνές επιλογές, και σε «φαΐ που θα σε ‘“πιάσει”», όπως εύστοχα έλεγαν οι παλιοί. Αναμενόμενο. Αλλά στη λίστα των «χαμηλών ποσοστών» υπάρχουν επίσης τροφές που έχουν υμνηθεί σε αρκετές έρευνες για τη συμβολή τους στην καλή υγεία και τη μακροζωία, τροφές απολύτως απαραίτητες και ευεργετικές, και δεν αναφέρομαι τόσο στα ψάρια, όσο στα νωπά φρούτα και λαχανικά. Εδώ και χρόνια είναι γνωστό από έρευνες της Eurostat ότι δεν ανήκουμε στους λαούς που τα καταναλώνουν συστηματικά, σε ημερήσια δηλαδή βάση, όπως λ.χ. οι Βρετανοί, αλλά ακολουθούμε χώρες των Βαλκανίων όπου δεν χαίρουν μεγάλης εκτίμησης. Σε έρευνα που έγινε πριν από δύο χρόνια, περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού σε Ρουμανία και Βουλγαρία (65,1% και 58,6%, αντίστοιχα) δεν τα προτιμούσε σε ημερήσια βάση.

Σε μια χώρα με το κλίμα της Ελλάδας και με τέτοιο πλούτο λαχανικών και φρούτων είναι απογοητευτικό να μην τα συμπεριλαμβάνει κάποιος σταθερά στη διατροφή του. Προφανώς και η οικονομική κρίση δίνει τα ερμηνευτικά εργαλεία γι’ αυτή την εξέλιξη, αλλά σίγουρα το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό. Είναι θέμα γενικότερης διατροφικής πολιτικής που απουσιάζει και εκπαίδευσης, όπου σε ελάχιστες περιπτώσεις γίνεται ενημέρωση.

Θα είχε πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον αν διαβάζαμε και μια έρευνα που να αποτυπώνει τις επιδόσεις της επαρχίας στην κατανάλωση φρούτων και λαχανικών σε σχέση με την Αθήνα και τα μεγάλα αστικά κέντρα. Οπως και να ’χει, το «ένα μήλο την ημέρα τον γιατρό τον κάνει πέρα» καθίσταται και πάλι επίκαιρο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή