Στιβαρή «λογοτεχνία των ερειπίων»

Στιβαρή «λογοτεχνία των ερειπίων»

3' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΧAΪΝΡΙΧ ΜΠΕΛ

Μπιλιάρδο στις εννιάμισι

μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

εκδ. Πόλις, 2018, σελ. 447

Το πρωτοποριακό μυθιστόρημα του Γερμανού νομπελίστα συγγραφέα Χάινριχ Μπελ (1917-1985) «Μπιλιάρδο στις εννιάμισι» κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1959, πυροδοτώντας τη μνήμη οδυνηρών ιστορικών γεγονότων που σημάδεψαν τη Γερμανία κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Ο Μπελ πλάθει τις προσωπικότητες των βασικών χαρακτήρων του που ανήκουν στη γερμανική οικογένεια των καθολικών αντιναζιστών Φέμελ. Ο πατέρας Χάινριχ, ο γιος Ρόμπερτ και ο εγγονός Γιόζεφ, αρχιτέκτονες στο επάγγελμα, μέσα από τη ροή εσωτερικών μονολόγων τους, προβάλλουν την εναντίωση τριών γενεών μπροστά σε μια υποκριτική συμφιλίωση με το τραυματικό παρελθόν.

Στην έκδοση ανά χείρας, η μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου μεταφέρει τον ποιητικό παλμό του Μπελ, ενώ ο Γιάννης Πάγκαλος στο επίμετρο διερευνά αναλυτικά το πλαίσιο της λογοτεχνίας των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων: ο ορισμός «λογοτεχνία των ερειπίων» ανακαλεί τις σκληρές εμπειρίες του εθνικοσοσιαλισμού, του πολέμου και την επήρεια του σοκ που επέφερε η ολοκληρωτική καταστροφή της Γερμανίας. Oμως αυτό που κάνει το «Μπιλιάρδο στις εννιάμισι» να ξεχωρίζει είναι η συγκεκριμένη αισθητική φράσεων και εικόνων με τις οποίες ο συγγραφέας, εμμέσως ή υπόρρητα, οδηγεί τον αναγνώστη να ερμηνεύσει ελεύθερα το έντονο συγκινησιακά φορτίο των πρωταγωνιστών του.

Η κωδικοποιημένη φράση «μετάληψη του βούβαλου» χαρακτηρίζει τη ναζιστική νεολαία, όπως και τη Βοηθητική Αστυνομία (Hilfpolizei). Τα μέλη τους φαίνεται να δέχονται μια μυστική, τελετουργική πλύση εγκεφάλου, με αποτέλεσμα να καταλήγουν κελύφη ενός πρώην εαυτού. Ο Oτο, αδελφός του Ρόμπερτ Φέμελ, χάνει (μεταφορικά) το αίμα του και «δηλητηριάζεται», καθώς το προσφέρει βαμπιρικά στους υπόλοιπους ναζί αδελφούς. Αντιθέτως, η ορθολογιστική κρίση και το ήθος του Ρόμπερτ τον οδηγούν να βοηθήσει τον κυνηγημένο, αντιφρονούντα Σρέλα, πνευματικό του αδελφό.

Το αβαείο του Αγίου Αντωνίου, ως πολιτισμικό μνημείο και σημείο αναφοράς της οικογένειας Φέμελ, σχεδιάζεται και οικοδομείται το 1908 από τον Χάινριχ Φέμελ. Ο ογδοντάχρονος πατριάρχης, μόλις 29 ετών τότε, μεθοδικά κινείται ενάντια στο κατεστημένο της παλαιάς κλίκας αρχιτεκτόνων, κερδίζοντας τον διαγωνισμό. Ο γιος του Ρόμπερτ, στα 29 του επίσης, ως ειδικός ανατινάξεων του ναζιστικού στρατού, πείθει τον μισότρελο στρατηγό Oτο να ανατινάξει το αβαείο του Αγίου Αντωνίου επειδή, δήθεν, βρίσκεται στο «πεδίο πυρός». Υπάρχει ηθική αναγκαιότητα που οδηγεί τον Ρόμπερτ στην ανατίναξη του αβαείου; Ο γρίφος αφορά το υποκειμενικό συμπέρασμα του κάθε αναγνώστη.

Ο διαλογισμός

Η πράξη του Ρόμπερτ έχει τελεσθεί εν κρυπτώ, το 1945, στο ζενίθ της υποχώρησης και της αναπόφευκτης ήττας των Γερμανών. Παίζοντας μπιλιάρδο εμμονικά μεταξύ εννιάμισι και έντεκα κάθε μέρα, διυλίζει μέσα από μια ιδιότυπη διαδικασία διαλογισμού το απωθημένο του για τα λάθη των προηγούμενων γενεών που οδήγησαν τη χώρα στον ναζισμό και τον πόλεμο. Η έγκλειστη σε ίδρυμα μητέρα του, δηλωμένη τρελή, είναι επί της ουσίας ευαίσθητη αλλά και ευφυής. Η εβδομηντάχρονη γυναίκα πρεσβεύει ότι η αλήθεια είναι εντελώς υπερβολική και δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Στο μυθιστόρημα διαφαίνεται ότι η πνοή ελπίδας και προόδου θα έρθει από τον μαθητευόμενο αρχιτέκτονα Γιόζεφ, γιο του Ρόμπερτ, που το 1958, πενήντα χρόνια μετά το έργο του παππού, συμμετέχει στην εκ νέου ανοικοδόμηση του αβαείου. Συγκλονίζει η περιγραφή της στιγμής που ο νέος ανακαλύπτει, με τον πιο παράδοξο τρόπο, την πράξη του πατέρα του. Οι «εξισώσεις ανατίναξης» του Ρόμπερτ είχαν απομείνει ακέραιες πάνω στα υπολείμματα της τοιχογραφίας του Μυστικού Δείπνου στο αβαείο.

Το 1946 ο Σαλβαντόρ Νταλί δημιουργεί τον πίνακα με τίτλο «Οι πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου». Κόντρα στα τρομαχτικά στρεβλά κτήνη, γυμνός και γονατιστός στην αχανή έρημο ο Aγιος Αντώνιος, υψώνοντας τον σταυρό στους «πειρασμούς», καταφέρνει να διαφυλάξει την ψυχική και πνευματική του ακεραιότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι στις πλάτες τους τα κτήνη φέρουν κτίσματα, διάφορων αρχιτεκτονικών ρυθμών και σχεδίων, περικλείοντας γυμνά θέλγητρα γυναικών. Ο πειρασμός-πολιτισμός αντικατοπτρίζεται εδώ στα λόγια της μητέρας του Ρόμπερτ, ως έκφραση του γυναικείου, δυναμικού στοιχείου που τόσο πολύ θαυμάζει ο Μπελ: «Σκόνη, σκόνη πακτωμένη, πηγμένη, σκόνη που μεταμορφώνεται σε κτίσμα, οπτική απάτη, μια φάτα μοργκάνα, που η μοίρα της είναι να γίνει ερείπια».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή